Author Archives: hklappaslawoffice

Η τεχνολογία ασκεί έντονη γοητεία για τις ευκολίες που συνεπάγεται, αλλά και ταυτόχρονα προβληματισμό και φοβίες για τους κινδύνους που επιφυλάσσει. Η γοητεία οδηγεί σε πειρασμούς, οι προβληματισμοί σε αναστολές

Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς την εξέλιξη και διεύρυνση χρήσης των ηλεκτρονικών εφαρμογών στη ζωή μας τα τελευταία τριάντα χρόνια και τις εξαρτήσεις και επιρροές που αυτές δημιουργούν στην καθημερινότητά μας, στον τρόπο σκέψης και στις αποφάσεις μας και στην διαπροσωπική επικοινωνία μας.

Η τεχνολογία ασκεί έντονη γοητεία για τις ευκολίες που συνεπάγεται, αλλά και ταυτόχρονα προβληματισμό και φοβίες για τους κινδύνους που επιφυλάσσει. Η γοητεία οδηγεί σε πειρασμούς, οι προβληματισμοί σε αναστολές.

2      Εντελώς πρόσφατα η Τεχνητή Νοημοσύνη (Τ.Ν.) εισέβαλε απότομα και επεκτατικά στο λεξιλόγιο και τη ζωή μας μεταφέροντας την τεχνολογική εξέλιξη σε άλλο επίπεδο. 

Και αυτό γιατί είναι ένα πρόγραμμα που επιδεικνύει ιδιότητες ευφυΐας που μέχρι τώρα συνδέαμε αποκλειστικά με τον άνθρωπο, όπως να μαθαίνει από την εμπειρία του ή από παραδείγματα, να αναγνωρίζει αντικείμενα, να καταλαβαίνει την γλώσσα, να παίρνει  αποφάσεις και να επιλύει προβλήματα.

Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική τεχνολογία, η οποία δεν παράγει αποφάσεις με βάση  ένα συγκεκριμένο προγραμματισμό και συγκεκριμένες οδηγίες, αντιθέτως, διακρίνεται για την αυτονομία στην λειτουργία και τον τρόπο εκμάθησης. Τα ευφυή συστήματα της Τ.Ν. δεν βασίζονται σε κανόνες για να εξάγουν συμπεράσματα, αλλά  μαθαίνουν από τα δεδομένα με τα οποία τροφοδοτούνται και εξάγουν νέους βελτιωμένους κανόνες  για να επιτελέσουν το έργο που τους ανατίθεται.

3      Η Τ.Ν. δεν άργησε να διεκδικήσει ρόλο και μερίδιο στον χώρο της Δικαιοσύνης. Εφαρμογές Τ.Ν. για τη Δικαιοσύνη, είδαν το φως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και γοήτευσαν πολλούς νομικούς δημιουργώντας αυξημένες προσδοκίες από τη χρήση του. Παράλληλα, στάθηκαν αφορμή να ανοίξει η συζήτηση σε επίπεδο θεωρίας και πράξης ώστε να αναζητηθούν πιθανές συνέργειες μεταξύ Τ.Ν. και Δικαιοσύνης.

4      Βέβαια, η Δικαιοσύνη ως θεσμός και δημόσια λειτουργία συνδεόμενη με την απονομή του δικαίου σε μία συγκεκριμένη κοινωνία σε συγκεκριμένο χρόνο δεν αποτελεί το αποτέλεσμα τεχνικών πράξεων με μαθηματικά και υπολογιστικά χαρακτηριστικά ούτε απλή εξαγωγή συμπερασμάτων βάσει δεδομένων, αλλά μία περίπλοκη και σύνθετη νοητική διαδικασία.

Στη διαδικασία αυτή, αφενός, συγκρίνονται και εκτιμώνται η βαρύτητα και η αξιοπιστίααντικρουόμενων αποδεικτικών μέσων και, αφετέρου, ερμηνεύονται κανόνες δικαίου και εφαρμόζονται αόριστες νομικές έννοιες, όπως της αναλογικότητας, της επιείκειας, των χρηστών ηθών, της καλής πίστης, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, της κατάχρησης δικαιώματος, του καλώς εννοούμενου συμφέροντος του τέκνου, της στάθμισης των συμφερόντων.

Επιπλέον, η δικαστική απόφαση ως αποτέλεσμα της δικαιοδοτικής διαδικασίας για να είναι πλήρης δεν αρκεί να περιέχει μόνο το συμπέρασμα αυτής, δηλαδή το διατακτικό, αλλά πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη  αιτιολογία χωρίς αντιφάσεις  με υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας, όπως το ίδιο το Σύνταγμα απαιτεί (93 παρ. 3). Και αυτό για να μπορεί να ελέγχεται όλη η διαδικασία του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή ο τρόπος που παρήχθη το αποτέλεσμα αυτό.

5      Προφανώς, οι δυσλειτουργίες που όλοι γνωρίζουμε στο χώρο απονομής της δικαιοσύνης με τα προβλήματα οργάνωσης και  διαχείρισης τεράστιου όγκου δεδομένων, την καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων και την έκδοση εσφαλμένων αποφάσεων σε συνδυασμό και με την γοητεία των τεχνολογικών εξελίξεων,γεννούν πειρασμούς  μεταξύ άλλων και για την εισαγωγή συστημάτων Τ.Ν. στο χώρο απονομής της Δικαιοσύνης.

6      Πλέον δεν συζητάμε μόνο για ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, αλλά για εισαγωγή Τ.Ν. στη Δικαιοσύνη σε τρία επίπεδα

α. Στην εξωδικαστική επίλυση διαφορών

β. Ως εργαλείο ή αποδεικτικό μέσο στην υπηρεσία του Δικαστή

γ. Ως αυτόνομο υποκείμενο λήψης απόφασης

7      Την ίδια στιγμή γεννώνται εύλογοι προβληματισμοί για τους κινδύνους που εγκυμονεί η χρήση της Τ.Ν. στη  Δικαιοσύνη, το κατά πόσο η Τ.Ν. είναι σε θέση να παραμετροποιήσει το σύνολο των νοητικών διεργασιών που απαιτούνται για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης.

Ένα πρόγραμμα Τ.Ν. θα μπορούσε ενδεχομένως να κρίνει επί του παραδεκτού, αναρωτιέται όμως κανείς αν μπορεί να αξιολογήσει τις αντικρουόμενες μαρτυρικές καταθέσεις, να ερμηνεύσει διατάξεις νόμου, να εφαρμόσει τις  θεμελιώδεις αρχές δικαίου και να εξειδικεύσει κατά περίπτωση τις αόριστες νομικές έννοιες.

H Τ.Ν. δεν παράγει σκέψη, αλλά έχει ως βασική λειτουργία την αναζήτηση μοτίβων και την αναπαραγωγή τους. Η Τ.Ν. «λειτουργεί ως ένα μαύρο κουτί» που καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα με κριτήρια που δεν είναι διαφανή καθώς δεν υπάρχει αιτιολογία και δεν προκύπτουν κατά τρόπο ευκρινή τα κριτήρια και η διαδικασία για την έκδοση συγκεκριμένου αποτελέσματος και η λειτουργία αυτή  είναι ασυμβίβαστη με τον πυρήνα της δικαιοσύνης, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αναπαράγει στερεότυπα  και προκαταλήψεις.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μέσω συγκεκριμένων παραμέτρων μπορεί να θεμελιώνεται μια νέα μορφή κανονικότητας, η  οποία θα  λειτουργεί προς την κατεύθυνση της τυποποίησης των δικαστικών αποφάσεων.  Έχουμε ακούσει να γίνεται λόγος στο παρελθόν, με αφέλεια ή σκοπιμότητα, για το «τέλος της ιστορίας», αναρωτιέται εύλογα κανείς αν η χρήση της Τ.Ν. με την αναπαραγωγή των ίδιων μοτίβων θα οδηγήσει στο «τέλος της νομολογίας».

Και όμως,  η  νομολογία δεν μπορεί είναι στατική και οφείλει να εξελίσσεται και να ανταποκρίνεται στο διαρκώς μεταβαλλόμενο νομικό και κοινωνικό περιβάλλον με το οποίο βρίσκεται σε συνεχή διάλογο.

8      Η αντικατάσταση του φυσικού δικαστή ολικώς ή μερικώς από συστήματα που θα λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου, εγκυμονεί  κινδύνους που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε.

 Ούτε βεβαίως μπορούμε να παραβλέψουμε τον κίνδυνο να μεταφερθεί το σύνολο ή μέρος του δικαιοδοτικού έργου σε εταιρείες και ειδικούς της Πληροφορικής οι οποίοι χωρίς νομική γνώση, χωρίς δικαστική εκπαίδευση και εμπειρία, χωρίς λογοδοσία, χωρίς εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας θα επιχειρήσουν να παραμετροποιήσουν το σύνολο ή μέρος των δεδομένων και διαδικασιών που απαιτούνται για τη δικαστική κρίση.

Ο φυσικός δικαστής δεν πρέπει να αντικατασταθεί από μια εταιρία λογισμικού και από ένα σύστημα Τ.Ν. που θα λειτουργεί με αυτονομία και κατ’ επέκταση με αδιαφάνεια και αδυναμία κατανόησης της διαδικασίας εξαγωγής των αποτελεσμάτων του.

Και βεβαίως δεν μπορεί να υπάρξει Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων, μία  φθηνή και γρήγορη για τους πολλούς μέσω Τ.Ν. και μία πολυτελής για τους λίγους από Δικαστές όπως μέχρι σήμερα.

9      Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά (Δ.Σ.Π.) είναι από τους πρώτους επιστημονικούς φορείς της χώρας, ο οποίος, ακολουθώντας την από 25-5-2023 Ανακοίνωση του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE), ανέδειξε το θέμα της εισαγωγής της Τ.Ν. στη Δικαιοσύνη, τις προκλήσεις και τους κινδύνους που αυτή γεννά.

Ο ΔΣΠ με το Ψήφισμά του της 22ας-6-2023, παρότι αναγνωρίζει τα οφέλη από την τεχνολογική εξέλιξη,  επισημαίνει τους κινδύνους που μπορούν να επέλθουν στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου από αυτοματοποιημένες διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης.

Ο ΔΣΠ, λόγω των ραγδαίων εξελίξεων στον χώρο της Τ.Ν., τάχθηκε υπέρ της άμεσης υιοθέτησης ρυθμιστικού νομικού πλαισίου από τα αρμόδια εθνικά, ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα που θα θέτει τα όρια και θα διασφαλίζει ότι οποιαδήποτε χρήση εφαρμογών προηγμένης Τ.Ν. στον τομέα της Δικαιοσύνης θα γίνεται με σεβασμό στις αρχές της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της δίκαιης δίκης, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, του τεκμηρίου αθωότητας και της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς και με τρόπο τέτοιο που να εγγυάται πάντοτε την παρουσία του φυσικού δικαστήκαι την έκδοση των αποφάσεων από αυτόν.

Όσο πιεστική κι αν είναι η ανάγκη αντιμετώπισης των δυσλειτουργιών στην απονομή της Δικαιοσύνης, μείωσης δαπανών, κατάργησης χρονοβόρων διαδικασιών και αποσυμφόρησης της ύλης, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε ιδιωτικές εταιρείες να υποκαταστήσουν την ανεξάρτητη ανθρώπινη σκέψη  με ελεγχόμενα λογισμικά ούτε μπορούμε να επιτρέψουμε οποιαδήποτε έκπτωση στις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως διατυπώνονται και προστατεύονται από το Σύνταγμα και από υπερνομοθετικούς κανόνες και έχουν αποτελέσει από την εποχή του Διαφωτισμού ως σήμερα αντικείμενο κοινωνικών διεκδικήσεων, νομοθετικών αλλαγών και νομολογιακής επεξεργασίας.

10    Αντί επιλόγου, παρατίθεται μία ιστορική αναφορά που πιστεύω ότι διατηρεί αξία μέχρι σήμερα.

Στην Εσθονία συζητούν από το 2019 για τη δημιουργία ενός ρομπότ-Δικαστή, όπως τον ονομάζουν, ο οποίος θα υποκαταστήσει τον άνθρωπο-Δικαστή, για την ώρα στις μικροδιαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.

Η λέξη ρομπότ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1921 από τον Τσέχο συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ στο θεατρικό έργο του «R.U.R.» (Rossum’s universal robots- καθολικά ρομπότ του Ρόσουμ, όπου η εταιρική επωνυμία «Rossum» υπαινικτικά συνδέεται με τη τσέχικη λέξη «rozum» που σημαίνει νόηση).

Ενδιαφέρουσας σημασίας είναι ότι η λέξη «ρομπότ» προέρχεται από την σλάβικη λέξη «ρομπότα» (ή «ραμπότα» όπως προφέρεται στα ρώσικα) που σημαίνει δουλειά – όχι εργασία, καθώς ανατρέχει περαιτέρω ετυμολογικά στη σλάβικη λέξη «ρόμπστβα» που σημαίνει δουλεία.

Στο έργο αυτό του Κάρελ Τσάπεκ, ένας από τους ήρωες, ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας R.U.R, στην ερώτηση «τι είναι τα ρομπότ» απαντά «τα ρομπότ δεν είναι άνθρωποι, είναι μηχανές πιο ανεπτυγμένες από εμάς, κατέχουν απίστευτη τεχνητή νοημοσύνη, αλλά δεν έχουν ψυχή».

Όπως όλοι γνωρίζουμε, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα ψυχή, χρειάζεται ελεύθερη βούληση και συνείδηση για να αποδώσεις Δικαιοσύνη.

*Ηλίας Κλάππας, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά

A. Η σύνδεση οικονομίας και δικαίου συναντάται στο έργο πολλών κορυφαίων διανοητών, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων, όπως του Άνταμ Σμίθ, του Τσέζαρε Μπεκαρία, του Τζέρεμι Μπένθαμ, του Καρλ Μαρξ και του Μαξ Βέμπερ, χάρη στο έργο των οποίων ήδη από τον 19ο αιώνα έσπασαν τα τείχη του νομικού θετικισμού.

B. Τη σκυτάλη πήραν νομικοί αρχικά στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αι. και στη συνέχεια στις Η.Π.Α. στις αρχές του 20ου αι. ενώ ενδιαφέρουσα είναι και η συμβολή της σοβιετικής θεωρίας του δικαίου για την σχέση του κανόνων δικαίου με την οικονομία. 1. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αμερικανού νομικού και επί 20ετία κοσμήτορα του Χάρβαρντ, Νάθαν Πάουντ (Nathan Roscoe Pound), εκπροσώπου του πρώτου κινήματος του «Αμερικάνικου Νομικού Ρεαλισμού» ο οποίος απευθυνόμενος σε νομικούς είχε πει το 1910: «Ας κοιτάξουμε τα πραγματικά δεδομένα της ανθρώπινης συμπεριφοράς κατά πρόσωπο. Ας κοιτάξουμε στα πορίσματα των οικονομικών, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας κι ας σταματήσουμε να θεωρούμε ότι η νομική επιστήμη είναι αυτάρκης {…} Ας μη γίνουμε νομικοί-καλόγεροι!». Στην κατεύθυνση σύνδεσης του δικαίου με την κοινωνία που αυτό ρυθμίζει, είχε ήδη προηγηθεί, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Γερμανός νομικός Ρούντολφ Φον Γέρινγκ (Rudolf Von Jhering), ο οποίος κατεύθυνε τους νομικούς προς την τελολογική ερμηνεία των κανόνων δικαίου που αναζητά τους κοινωνικοοικονομικούς σκοπούς που εξυπηρετεί η εκάστοτε νομοθετική ρύθμιση. Με τον τρόπο αυτό ανέδειξε τις κοινωνικές ανάγκες που ωθούν τον νομοθέτη να παρέμβει και τη διαρκή επικοινωνία του δικαίου με το κοινωνικό του περιβάλλον. Σύμφωνα με τον Γέρινγκ δεν υπάρχουν φυσικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα που συνδέονται με τη φύση του ανθρώπου, αλλά ζωτικά συμφέροντα και ανάγκες. Όταν αυτά τα συμφέροντα και οι ανάγκες έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, το δίκαιο θα πρέπει να επιλέξει ποια απ’ αυτά θα προστατεύσει και με την προστασία που θα τους δώσει θα τα μετατρέψει σε δικαιώματα. Τα δικαιώματα λοιπόν είναι ουσιαστικά προστατευόμενα από το νόμο (έννομα) συμφέροντα. 2. Η σχέση δικαίου και οικονομίας πήρε τελείως άλλη κατεύθυνση μετά την διατύπωση της θεωρίας των περιουσιακών δικαιωμάτων του Βρετανού οικονομολόγου Ρόναλντ Κους (Ronald Coase) με αφετηρία το άρθρο του «Το πρόβλημα του κοινωνικού κόστους» το 1960. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το δίκαιο δεν μπορεί να επηρεάσει την κατανομή των δικαιωμάτων γιατί η αγορά είναι ισχυρότερη από το δίκαιο. Τα δικαιώματα δεν ανήκουν σε αυτόν στον οποίο τα παραχωρεί το δίκαιο, αλλά σε εκείνον που τα αξιολογεί περισσότερο, σε εκείνον δηλαδή που τα θέλει και είναι πρόθυμος να τα αγοράσει. Η προσέγγιση του Κους, ο οποίος έγινε καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου το 1964 άνοιξε το δρόμο στην ανάπτυξη της λεγόμενης «οικονομικής ανάλυσης του δικαίου», με κύριο εκπρόσωπο τον Ρίτσαρντ Πόσνερ (Richard Posner), μιας θεωρίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει και να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου χρησιμοποιώντας αποκλειστικά μεθόδους της οικονομικής επιστήμης. 3. Η θεωρία του Νομικού Ρεαλισμού και οι παρεμφερείς με αυτή θεωρίες, επηρεαζόμενες από τον ωφελιμισμό του Μπένθαμ και τη Μαρξιστική θεωρία, καθώς και η οικονομική ανάλυση του δικαίου της σχολής του Σικάγου αποτελούν προφανώς δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις της σχέσης δικαίου και οικονομίας. Συμφωνούν όμως και οι δύο στην κατάφαση της μεταξύ τους σύνδεσης, συμμαχούν και οι δύο στην εναντίωσή τους στο νομικό φορμαλισμό που συναντάται κατεξοχήν στην Καντιανή θεωρία.

Πράγματι, το δίκαιο δεν είναι ένα σύστημα αποκομμένο από την κοινωνία μέσα στην οποία εφαρμόζεται ούτε βεβαίως από τις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται σε αυτήν. Διαφορετικά οδηγούμαστε σε έναν στείρο νομικό δογματισμό όπου κυριαρχεί η τυπολατρία και η εννοιοκρατία, ενώ σκοπός του δικαίου πρέπει να είναι η διασφάλιση ενός περιβάλλοντος ανάπτυξης, δικαιοσύνης και ευημερίας της κοινωνίας. Υπάρχει μία αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομίας και δικαίου. Ουσιαστικά οι κανόνες δικαίου πηγάζουν από την εκάστοτε κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, καθώς οι όποιες μεταβολές και συσχετισμοί στις οικονομικές σχέσεις οδηγούν την πολιτική εξουσία μέσω της νομοθέτησης κανόνων δικαίου να επέμβει και να ρυθμίσει τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που γεννώνται, αφού πρώτα (η πολιτική εξουσία) προβεί σε στάθμιση των ανταγωνιζόμενων και αντικρουόμενων συμφερόντων ατόμων, ομάδων, νομικών προσώπων αλλά και κοινωνικών τάξεων που συγκρούονται στο πεδίο της ρύθμισης. Με άλλα λόγια, το δίκαιο αποτελεί στις μέρες μας κυρίαρχο τρόπο άσκησης οικονομικής πολιτικής, καθώς μέσω νομοθέτησης κανόνων δικαίου επηρεάζεται η οικονομία στη συγκεκριμένη κοινωνία.

ΙI. Η διασύνδεση νομικής και οικονομικής επιστήμης

Α. Γιατί χρειάζεται η νομική την οικονομική επιστήμη και γιατί χρειάζεται ο νομικός γνώσεις οικονομίας

1. Όλοι οι νομικοί είτε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου είτε κατά τη συστηματοποίηση και περαιτέρω διάπλαση των κανόνων οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει η επιλογή της εκάστοτε λύσης στο πρόβλημα που εμφανίζεται. Η γνώση και η αξιοποίηση οικονομικών γνώσεων είναι πρωτίστως χρήσιμη στο χώρο του αστικού δικαίου, και ειδικότερα στο εμπράγματο δίκαιο και στο δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αδικοπραξιών που βρίσκονται στο πεδίο του ενοχικού δικαίου. Είναι, επίσης, χρήσιμη στο χώρο του εμπορικού δικαίου, όπως για παράδειγμα στο δίκαιο του ανταγωνισμού και στο ιδιωτικό ναυτικό δίκαιο. Αξίζει να αναφερθεί ότι και στον τομέα του ποινικού δικαίου επιχειρείται αξιοποίηση της οικονομικής ανάλυσης για τη διερεύνηση των κινήτρων και των αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τις ποινικές κυρώσεις, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βελτιωθούν οι μηχανισμοί επιβολής των κυρώσεων για να επιτευχθεί καλύτερη αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα. 2. Ωστόσο, η συνεκτίμηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας ως αξίας του δικαίου, ώστε να επιλέγεται μεταξύ των διαθέσιμων δυνατοτήτων ενέργειας εκείνη που διασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια με το μικρότερο δυνατό κόστος, είναι μεν χρήσιμη και αναγκαία για ένα νομικό, αλλά δεν μπορεί να είναι το κύριο και αποκλειστικό κριτήριο για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου. Η οικονομική ανάλυση του δικαίου δεν μπορεί να παραγνωρίζει ή να επιβάλλεται στους εξωοικονομικούς σκοπούς του νομοθέτη που συνδέονται με την κοινωνική και παιδαγωγική σκοπιμότητα των δεοντολογικών και επιτακτικών κανόνων δικαίου.

Β. Γιατί χρειάζεται η οικονομική επιστήμη τη νομική και γιατί χρειάζεται ο οικονομολόγος γνώσεις δικαίου 1. Η οικονομία και οι οικονομικές σχέσεις ρυθμίζονται από κανόνες δικαίου. Η ερμηνεία αυτών αποκλειστικά με γνώμονα την οικονομική ανάλυση, όπως πρεσβεύει η σχολή του Σικάγου, σύμφωνα με την οποία οι κανόνες της αγοράς επιβάλλονται στο δίκαιο κινδυνεύει να οδηγήσει τους οικονομολόγους σ’ έναν οικονομικό φορμαλισμό, αντίστοιχο με αυτό που οι νομικοί πρέσβευαν μέσα από τον νομικό θετικισμό μέχρι το 19ο αιώνα και μέχρι να εμφανισθούν οι θεωρίες που συνέδεσαν το δίκαιο με την κοινωνία και την οικονομία. 2. Προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο ρόλος του δικαίου από έναν οικονομολόγο είναι χρήσιμες βασικές γνώσεις της νομικής επιστήμης για την κατανόηση των άλλων σκοπών που επιδιώκει το δίκαιο. Στην πράξη, απαιτείται ένας οικονομολόγος να γνωρίζει βασικές αρχές του συνταγματικού και κοινοτικού δικαίου, της δικονομίας που ο καθηγητής Μπέης ονόμαζε εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο, του αστικού, εμπορικού και ποινικού δικαίου. Εξοπλισμένος με τις γνώσεις αυτές ένας οικονομολόγος θα μπορέσει να εμπλουτίσει την οικονομική ανάλυση με δικαιοπολιτικά εργαλεία ώστε η οικονομική αποτελεσματικότητα για την αγορά και την επιχειρηματικότητα και η αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων της εποχής μας να συμβαδίζει με τις επιταγές για κοινωνική ευημερία και υποστήριξη των αρχών του κράτους δικαίου.

ΙII. Η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί με τη λογική κόστους-ωφέλειας

1. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της νομικής και οικονομικής επιστήμης είναι ολοένα και πιο σημαντική στη σύγχρονη κοινωνία. Η διεπιστημονική συνεργασία ανάμεσα στην οικονομική και νομική επιστήμη είναι απαραίτητη για την ανάδειξη ολοκληρωμένων και πληρέστερων λύσεων σε σύγχρονα προβλήματα που χρειάζονται παράλληλα τόσο την προστασία ενός νομικού πλαισίου όσο και την σταθερότητα και αποτελεσματικότητα μιας οικονομικής πολιτικής, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των φορολογικών νόμων, του δικαίου των επιχειρήσεων, του δικαίου του ανταγωνισμού, του Νόμου για την προστασία των καταναλωτών κ.λπ. 2. Ωστόσο, η βελτίωση του Δικαίου και των θεσμών της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να γίνει με τη χρήση αποκλειστικά μεθόδων της οικονομικής επιστήμης. 3. Η θεωρία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου εισήγαγε την αρχή της οικονομικής αποτελεσματικότητας του δικαίου ως αξία του δικαίου και αποτέλεσε την νομιμοποιητική βάση για την ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή οικονομολόγων σε ζητήματα που αφορούν τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς της. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμβουλος της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Δικαιοσύνης για θέματα που αφορούν τις εν εξελίξει μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και ιδίως στον δικαστικό χάρτη είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, οι σύμβουλοι της οποίας έχουν θεσμικές συναντήσεις με τις διοικήσεις κεντρικών και περιφερειακών δικαστηρίων και δίνουν συμβουλές και κατευθύνσεις ενέργειας ακόμη και σε δικαστές Ανωτάτων Δικαστηρίων. Μάλιστα, η νομοθέτηση με βάση τις σχετικές υποδείξεις αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση χρηματικών δόσεων από την Τράπεζα Ανάπτυξης στο πλαίσιο του αντίστοιχου προγράμματος. 4. Η Δικαιοσύνη, όμως, δεν λειτουργεί όπως οι επιχειρήσεις, με τη λογική κόστους-ωφέλειας, αλλά υπηρετεί εξωοικονομικούς σκοπούς που συνδέονται με τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.

Τέτοιες αρχές είναι η διάκριση των εξουσιών, η αμεροληψία και ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ο σεβασμός των βασικών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων καθώς και των ατομικών ελευθεριών, η ασφάλεια δικαίου, η αποτροπή αυθαίρετης χρήσης εξουσίας, η παροχή δικαστικής προστασίας και η διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, και γενικά όλα όσα συνιστούν αυτό που ονομάζουμε Κράτος Δικαίου.

Το Κράτος Δικαίου δεν είναι μια κενή περιεχομένου θεωρία και, συνεπώς, όσοι εμπλέκονται σε ζητήματα που αφορούν τη Δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομολόγων, οφείλουν να γνωρίζουν τους σκοπούς του δικαίου, να κατέχουν τις βασικές γνώσεις της νομικής επιστήμης και να σέβονται τις αρχές του Κράτους Δικαίου.

* Του Ηλία Ι. Κλάππα, προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά ** Το άρθρο στηρίχθηκε σε εισήγηση με θέμα «Ανάγκη διασύνδεσης της Οικονομικής με την Νομική Επιστήμη» στο πλαίσιο σχετικής Ημερίδας που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Πειραιά στις 11/03/2024.

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΚΑΙ Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΝΤΩΝ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ[1]

ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΘΡΟΥ

Ι           Εισαγωγή

ΙΙ          Ιστορική αναδρομή

ΙΙΙ         Έννοιες – Συμβαλλόμενα μέρη

IV         Σκοπός και ρόλος της αντασφάλισης

V          Πηγές δικαίου του θεσμού της αντασφάλισης

VI         Πηγές δικαίου του θεσμού της αντεκχώρησης

VII        Είδη αντασφάλισης

Α          Με κριτήριο τον τρόπο ανάληψης του κινδύνου από τον αντασφαλιστή

Β          Με κριτήριο την κατανομή υποχρεώσεων και ασφαλίστρων μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή

VIII      Νομική φύση της αντασφαλιστικής σύμβασης

ΙΧ         Αντασφαλιστική δραστηριότητα στην Ελλάδα

             Α         Απαιτήσεις από αντασφαλιστές

             Β         Απαιτήσεις δημοσιότητας από την Εποπτική Αρχή

             Γ         Αντασφαλιστική κάλυψη ασφαλιστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα

 Δ         Αντασφαλιστική κάλυψη ασφαλιστικών εταιριών στον κλάδο αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων – Παραδείγματα

Χ          Αντασφάλιση και δικαίωμα αποζημίωσης των παθόντων σε τροχαία ατυχήματα

Ι           ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1          Στην ασφάλιση αστικής ευθύνης τροχαίων ατυχημάτων υπάρχουν οι εμφανείς και οι λιγότερο εμφανείς πρωταγωνιστές. Στη δικαστηριακή πρακτική επικεντρωνόμαστε, αφενός, στον παθόντα και, αφετέρου, στον υπαίτιο και στον ασφαλιστή του υποτιμώντας, αν όχι αγνοώντας, ότι υπάρχει ένας ακόμη πρωταγωνιστής και αυτός είναι ο αντασφαλιστής, δηλαδή αυτός που ασφαλίζει εν όλω ή εν μέρει τον ασφαλιστή με τη σύμβαση αντασφάλισης.

2          Και αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και πλήρεις, υπάρχει και ο αντεκδοχέας, δηλαδή αυτός που ασφαλίζει εν όλω ή εν μέρει τον αντασφαλιστή με τη σύμβαση αντεκχώρησης.

3          Ο θεσμός της αντασφάλισης είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένος σε όλο το εύρος της ιδιωτικής ασφάλισης και στην ασφάλιση αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Ο θεσμός της αντεκχώρησης εμφανίζεται σπάνια στην Ελλάδα και, όταν αυτό συμβαίνει, πρόκειται κυρίως για περιπτώσεις ασφάλισης πολύ μεγάλων κινδύνων, όπως αυτές που αφορούν θαλάσσιες μεταφορές, πιστώσεις, αεροπορικές και σιδηροδρομικές μεταφορές.

4          Μετά το ν.4364/2016 (Φερεγγυότητα/Solvency II) ο θεσμός της αντασφάλισης ρυθμίζεται διεξοδικά και ο αντασφαλιστής έρχεται πλέον στο προσκήνιο της ασφαλιστικής αγοράς.

ΙΙ          ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ[2]

1          Ο θεσμός της αντασφάλισης δεν είναι νέος θεσμός. Όπως στην πλειονότητα των περιπτώσεων στην ιδιωτική ασφάλιση, οι απαρχές του θεσμού αυτού είναι συνδεδεμένες με τις θαλάσσιες μεταφορές.

Η 1η σύμβαση αντασφάλισης θεωρείται ότι συνήφθη στη Γένοβα στις 12 Ιουνίου 1370, συντάχθηκε στα λατινικά και αφορούσε θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων από τη Γένοβα στην πόλη Saint Louis της Φλάνδρας μέσω του Καντίθ (Caniz). Με τη σύμβαση αυτή ο πρωτασφαλιστής μεταβίβαζε την ασφάλεια του τμήματος εκείνου του ταξιδιού που προφανώς θεωρούσε το πλέον επικίνδυνο σε έναν άλλο ασφαλιστή και με τον τρόπο αυτό μείωνε τον κίνδυνο που ο ίδιος είχε αναλάβει.

Για την ιστορία, το τμήμα εκείνο του ταξιδιού που θεωρήθηκε πλέον επικίνδυνο και κρίθηκε σκόπιμο να αντασφαλιστεί ήταν από το Κάντιθ της Ανδαλουσίας μέχρι το Saint Louis της Φλάνδρας. Προφανώς, το ταξίδι πέραν από τη Μεσόγειο μετά τις Ηράκλειες Στήλες και εντός του Ατλαντικού τρόμαζε ιδιαίτερα.

2          Τον 17ο αιώνα η αντασφάλιση αποκτά μεγαλύτερη σημασία και διάδοση στις θαλάσσιες μεταφορές, πλην όμως, μία σειρά καταχρηστικών πρακτικών στην αγγλική αντασφαλιστική αγορά κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα, οδήγησε το 1746 στην επιβολή τέτοιων περιορισμών στην αντασφάλιση που ισοδυναμούσαν με την πλήρη απαγόρευσή της. Η περίοδος αυτή ευνόησε πρακτικές συνασφάλισης και, μεταξύ άλλων, ευνόησε την ανάπτυξη των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων των Lloyds. Το 1864 καταργήθηκαν οριστικά οι περιορισμοί που είχαν θεσμοθετηθεί για την αντασφάλιση.

3          Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα δημιουργούνται οι πρώτες επαγγελματικές εταιρίες αντασφάλισης, οι οποίες επεκτείνονται και πέραν της ασφάλισης θαλασσίων μεταφορών, σε ασφαλίσεις πυρός και ζωής. Σε αυτό συνετέλεσαν καταστροφικές πυρκαγιές σε μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης, όπως στο Αμβούργο το 1842. Οι κίνδυνοι πυρός αποτελούσαν μόνιμο και όχι προσωρινό κίνδυνο και, μάλιστα, μεγάλο, καθώς μπορούσαν να απειλήσουν όχι μόνο μεμονωμένες περιουσίες αλλά και ολόκληρες πόλεις[3].

4          Ο θεσμός της αντασφάλισης αναφέρεται στην Marine Insurance Act του 1906 (n.s.9 (1)) νομοθέτημα που αποτέλεσε τη βάση της ναυτασφάλισης και εν γένει της ιδιωτικής ασφάλισης και διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι τον Αύγουστο 2016 οπότε άρχισε να ισχύει η Insurance Act του 2015.

5          Σύγχρονη Εποχή

Οι μεγαλύτερες αντασφαλιστικές εταιρείες εδρεύουν στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ελβετία, στην Αμερική, στην Κίνα και στην Κορέα.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, δεν υπάρχει αμιγώς αντασφαλιστική εταιρία με έδρα την Ελλάδα (πλην όμως υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν έστω και περιορισμένα αντασφαλιστική δραστηριότητα), ενώ στην Κύπρο σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών της Κύπρου υπάρχουν δύο (Grawe Reinsurance LTD, KLPP Insurance & Reinsurance Company LTD).

Για να έχουμε μια εικόνα για το μέγεθος της αντασφαλιστικής αγοράς αρκεί να αναφέρουμε ότι οι δέκα μόνο μεγαλύτεροι παγκοσμίως αντασφαλιστικοί όμιλοι κατέγραψαν για το έτος 2018 μικτά αντασφάλιστρα ζωής και ζημιών ύψους περίπου 177 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων ποσοστό άνω του 60% αφορούν ασφαλίσεις ζημιών.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: ΟΙ ΔΕΚΑ (10) ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΤΟ 2018

ΙΙΙ        ΕΝΝΟΙΕΣ-ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

1          Η έννοια της αντασφάλισης (reinsurance) ορίζεται στο άρθρο 3 αρ.7 του Ν.4364/2016.[4]

Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η αντασφάλιση είναι η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση και αναλαμβάνονται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.[5]

Η αντασφάλιση είναι στην ουσία η ασφάλιση του ασφαλιστή, με την οποία ο πρωτασφαλιστής-εκχωρητής-αντασφαλιζόμενος μειώνει τον αναληφθέντα κίνδυνο μεταβιβάζοντάς τον εν όλω ή εν μέρει στον αντασφαλιστή-εκδοχέα, χωρίς να δημιουργείται συμβατική σχέση ανάμεσα στον αντασφαλιστή και τον αρχικό λήπτη της ασφάλισης. Αντίστοιχα, η ασφάλιση της παροχής του από τον αντασφαλιστή διασφαλίζει τη φερεγγυότητα τού πρωτασφαλιστή[6].

2          Στην έννομη αυτή σχέση έχουμε από τη μία τον αντασφαλιζόμενο πρωτασφαλιστή (επιχείρηση πρωτασφάλισης Ζωής ή κατά Ζημιών), ο οποίος ενεργώντας ως εκχωρητής κατά την έννοια του νόμου εκχωρεί το σύνολο ή μέρος του κινδύνου της ασφάλισης που έχει αναλάβει, χωρίς τη συναίνεση του λήπτη της πρωτασφάλισης, σε μία άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, δηλαδή στον αντασφαλιστή, ο οποίος αναλαμβάνει τον κίνδυνο αυτόν ενεργώντας ως εκδοχέας.

3          Ο Ν.4364/2016 διακρίνει με βάση την έδρα ανάμεσα σε αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με καταστατική έδρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4          Στην αντεκχώρηση (retrocession) η οποία σπανίως εμφανίζεται στην Ελλάδα, ο αντασφαλιστής-αντεκχωρητής εκχωρεί περαιτέρω το σύνολο ή μέρος του κινδύνου που έχει αναλάβει στον αντεκδοχέα.

5          Η αντασφάλιση πρέπει να διακρίνεται από την πολλαπλή ή διπλή ασφάλιση, καθώς και από την συνασφάλιση.

       Στην περίπτωση της πολλαπλής ή διπλής ασφάλισης (άρθρο 15 παρ.1 ν.2496/1997), το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ίδιου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους ασφαλιστές (δύο ασφαλιστικές εταιρείες ή ιδιωτική και κοινωνική ασφάλιση ταυτόχρονα). Εφόσον δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, οι περισσότεροι ασφαλιστές ευθύνονται σε ολόκληρον μέχρι το ασφαλιστικό ποσό της σύμβασής τους.

      Στην περίπτωση της συνασφάλισης (άρθρο 15 παρ.4 ν.2496/1997), δύο ή περισσότεροι ασφαλιστές αναλαμβάνουν με κοινή συμφωνία να ασφαλίσουν το αντικείμενο της ασφάλισης (φορτίο, αστική ευθύνη, πλοίο) κατά του ίδιου κινδύνου, και, συγκεκριμένα, ο καθένας εξ αυτών αναλαμβάνει το ασφαλισμένο σε αυτόν ποσοστό κάλυψης κινδύνου. Σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου συνενάγονται όλοι οι ασφαλιστές.

ΙV        ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

1          Αναφορικά με τον σκοπό της αντασφάλισης είναι πολύ περιεκτική η σκέψη 4 στην Εισαγωγή της Οδηγίας  2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις. Σύμφωνα με αυτήν

«Η αντασφάλιση αποτελεί μείζονα οικονομική δραστηριότητα, διότι επιτρέπει στις επιχειρήσεις πρωτασφάλισης, μέσω της διευκόλυνσης της ευρύτερης διασποράς των κινδύνων σε παγκόσμιο επίπεδο, να διαθέτουν υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης κατά την άσκηση των ασφαλιστικών τους δραστηριοτήτων και να παρέχουν την κάλυψη αυτή, καθώς και να μειώνουν το κόστος κεφαλαίου τους.

Περαιτέρω, η αντασφάλιση παίζει ζωτικό ρόλο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεδομένου ότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την εξασφάλιση της οικονομικής ευρωστίας και της σταθερότητας των αγορών της πρωτασφάλισης, όπως και ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεδομένου ότι αφορά μείζονες χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές και θεσμικούς επενδυτές»

Με άλλα λόγια, με την αντασφάλιση επιτυγχάνεται

(1) μείωση και επιμερισμός του ασφαλιστικού κινδύνου μέσα από την εκχώρηση μέρους αυτού από τον πρωτασφαλιστή στον αντασφαλιστή

(2) αύξηση της ικανότητας ασφάλισης του πρωτασφαλιστή

(3) η μείωση της ανάγκης του πρωτασφαλιστή για αποθεματοποίηση μεγάλου όγκου ασφαλίστρων για κάλυψη μελλοντικών κινδύνων, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρείας[7].

V         ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εμφανίζεται ο θεσμός της αντασφάλισης στα βασικά νομοθετήματα που διέπουν την ιδιωτική ασφάλιση στη χώρα μας, καθώς και στον ν.489/1976 περί ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Α         Νόμος 489/1976 (κωδ. π.δ. 237/1986) περί υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα,

Η αντασφάλιση ως θεσμός υφίσταται και μνημονεύεται στον ν.489/1976 περί ασφάλισης αστικής ευθύνης τροχαίων ατυχημάτων, όπως έχει κωδικοποιηθεί και ισχύει με το π.δ. 237/1986.

Αν και οι σχετικές αναφορές είναι περιορισμένες, έχει ενδιαφέρον ότι, σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης αδείας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ιδρύεται εκ του νόμου ίδια αξίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά του αντασφαλιστή για τις υποχρεώσεις του προς την ασφαλιστική επιχείρηση που προκύπτουν από την αντασφαλιστική σύμβαση αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα (άρθρο 19 παρ.1γ π.δ. 237/1986, όπως προστέθηκε με το ν.2496/1997). Επίσης, στον νόμο υπάρχει αναφορά ακόμη και στην αντασφάλιση της ευθύνης του Γραφείου Διεθνούς Ασφάλισης και στην κάλυψη της σχετικής δαπάνης με ετήσια αναλογική εισφορά των μελών του (άρθρο 33 παρ.3β π.δ.237/1986, όπως προστέθηκε με το ν.2496/1997).

Β         Εμπορικός Νόμος (9ο τμήμα περί ασφαλιστικής συμβάσεως, άρθρα 189-225) και ν.2496/1997 (Ασφαλιστικός Νόμος)

Στον Εμπορικό Νόμο υπήρχε ρητή αναφορά στην αντασφάλιση και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 194 παρ. 1 προβλεπόταν ότι «ο ασφαλιστής δύναται να ασφαλίση παρ’ ετέρω τα υπ’ αυτού ασφαλισθέντα πράγματα».

Αντίθετα, στον ν.2496/1997 (ΑσφΝ) που κατήργησε το 9ο τμήμα του ΕμπΝ, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην αντασφάλιση.

Η έλλειψη οιασδήποτε αναφοράς στον Ασφαλιστικό Νόμο που κατά κύριο λόγο ρυθμίζει την ασφαλιστική σύμβαση, έχει δώσει τροφή σε αμφισβητήσεις που αφορούν την νομική φύση της αντασφαλιστικής σύμβασης και στο κατά πόσο εφαρμόζεται ο Ασφαλιστικός Νόμος ή υπερισχύει το άρθρο 361 ΑΚ περί της ελευθερίας των συμβάσεων.

Γ          Ν.Δ. 400/1970 περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως

Στην αρχική του μορφή το ν.δ. 400/1970, το οποίο ίσχυσε μέχρι 31-12-2015 οπότε καταργήθηκε με τον ν.4364/2016, δεν περιείχε αναφορά στην αντασφάλιση.

Με το π.δ. 252/1996, το οποίο τροποποίησε το ν.δ. 400/1970, ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη Κοινοτικές Οδηγίες και προστέθηκαν διατάξεις με αναφορές σε αντασφαλιστικές αναλήψεις κινδύνου.

 Με τον νόμο 3746/2009 ενσωματώθηκε η Οδηγία 2005/68/ΕΚ που αφορούσε ειδικά στην αντασφάλιση και τροποποιήθηκε εκτενώς το ν.δ. 400/1970 με την εισαγωγή σε αυτό αναλυτικών ρυθμίσεων για την αντασφάλιση.

Δ         Ν.4364/2016 που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2009/138/ΕΚ
(Φερεγγυότητα/ Solvency II)[8]

Με τον νόμο 4364/2016 η αντασφάλιση παίρνει νομοθετικά ισότιμη θέση με την ασφάλιση. Ήδη με το άρθρο 1 ορίζεται ότι ο νόμος αποσκοπεί στη θέσπιση κανόνων και τη ρύθμιση της ανάληψης και της άσκησης δραστηριοτήτων τόσο πρωτασφάλισης όσο και αντασφάλισης, καθώς και της εποπτείας αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος που χρησιμοποιεί ο νόμος είναι «πρωτασφάλιση», αν και σε ορισμένα άρθρα χρησιμοποιείται ο όρος «ασφάλιση», ώστε να γίνεται διάκριση από την αντασφάλιση.

Αναζητώντας τις καινοτομίες του ν.4364/2016 σε σχέση με το καταργημένο ν.δ. 400/1970 ως προς την αντασφάλιση, αξίζει να σημειωθούν τα κατωτέρω

1          Ο κανόνας πλέον είναι οι κοινές διατάξεις για ασφάλιση και αντασφάλιση και για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και, μόνο κατ’ εξαίρεση, χωριστές διατάξεις που αφορούν είτε μόνο την πρωτασφάλιση, όπως είναι οι σχετικές με τα θέματα της εξυγίανσης και εκκαθάρισης των επιχειρήσεων πρωτασφάλισης είτε μόνο την αντασφάλισηκαι τους αντασφαλιστές.

2          Προβλέπονται διατάξεις για αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων και σύστημα εσωτερικού ελέγχου (Άρθρα 32-37)

3          Εισάγονται διατάξεις για Διαφάνεια και Δημόσια Πληροφόρηση (Άρθρα 38-41)

Συγκεκριμένα, με τον ν. 4364/2016, στα άρθρα 38-40, ρυθμίζεται για πρώτη φορά η υποχρέωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιριών να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση Έκθεση για την Φερεγγυότητα και Έκθεση για την χρηματοοικονομική τους κατάσταση την οποία υποβάλουν στην Εποπτική Αρχή (βάσει του υποδείγματος που περιέχεται στο Παράρτημα ΧΧ του Κανονισμού 35/2015)[9].

 Οι ως άνω εκθέσεις περιέχουν λεπτομερή αναφορά ιδίως στις δραστηριότητες και τις επιδόσεις της εταιρίας, στο σύστημα διακυβέρνησης, με αναλυτικές τεχνικές προβλέψεις στην κάθε κατηγορία κινδύνου ξεχωριστά, στη διαχείριση κεφαλαίων  και ειδικότερα του ύψους των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας και των ποσών της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης) στη βάση της αρχής της διαφάνειας κατά τρόπο σαφή, κατανοητό και αξιόπιστο.

Η υποχρέωση αυτή εισάγεται με τον ν.4364/2016 κατά τρόπο πλήρη και αναλυτικό για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη και αποτελούν Εκθέσεις που απευθύνονται στην Εποπτική Αρχή (γι’αυτό ονομάζονται Εποπτικές Εκθέσεις).

Κατά το προισχύσαν δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 5α του νδ 400/1970 (που παρέπεμπε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 42α κν 2190/1920 για τις ΑΕ) υπήρχε υποχρέωση μόνο για ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (οι οποίες, συγκεκριμένα, έπρεπε να περιέχουν τον ισολογισμό, το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεων και τον πίνακα διαθέσεως αποτελεσμάτων  καθώς και τις καταστάσεις των λογαριασμών εκμεταλλεύσεων από ασφαλίσεις ζωής, αστικής ευθύνης από χερσαία ατυχήματα και  λοιπών ζημιών).

4          Προβλέπονται διατάξεις σχετικά με την κατάρτιση τεχνικών προβλέψεων για την αποτίμηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, τον προσδιορισμό, ταξινόμηση και επιλεξιμότητα των Ιδίων Κεφαλαίων καθώς και για τις απαιτήσεις Φερεγγυότητας (Άρθρα 50-100)

5          Προβλέπονται διατάξεις για τον εντοπισμό της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης και την άμεση ενημέρωση της Εποπτικής Αρχής (Άρθρο 107)

VΙ        ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ αντεκχώρησης

1          Η εξέλιξη του δικαίου αναφορικά με το θεσμό της αντεκχώρησης συμβαδίζει με αυτή που αφορά στην αντασφάλιση.

Οι λιγοστές ρυθμίσεις που υπήρχαν στο ήδη καταργηθέν
 ν.δ. 400/1970 είχαν προστεθεί με το πδ 252/1996 και εν συνεχεία με το ν. 3746/2009.

2          Με το υφιστάμενο νομικό καθεστώς του νόμου 4364/2016 προβλέπονται ειδικές αν και λιγοστές διατάξεις για την αντεκχώρηση, όπως αυτές που αφορούν στην λήψη άδειας λειτουργίας της σχετικής επιχείρησης (άρθρο 16) και την εποπτεία στις συμβάσεις αντεκχώρησης (άρθρο 22).

VΙΙ       ΕΙΔΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ[10]

A         ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ

Με βάση τον τρόπο ανάληψης του αντασφαλιστικού κινδύνου, η αντασφάλιση χωρίζεται σε προαιρετική και υποχρεωτική ή συμβατική.

Για την αποφυγή σύγχυσης επισημαίνεται ότι ο όρος υποχρεωτική δεν συνδέεται με τυχόν πρόβλεψη στο νόμο, αλλά αφορά στην έννομη σχέση ασφαλιστή και αντασφαλιστή και, ειδικότερα, στην υποχρέωση ή όχι του αντασφαλιστή να αποδεχθεί τον κίνδυνο που προσφέρεται να του εκχωρήσει ο πρωτασφαλιστής.

1          Η προαιρετική αντασφάλιση (facultative coverage) είναι η παλαιότερη μέθοδος αντασφάλισης και αφορά μεμονωμένους κινδύνους (π.χ. μία συγκεκριμένη θαλάσσια μεταφορά ή ένα εργοστάσιο).

Ονομάζεται προαιρετική γιατί ο αντασφαλιστής δεν υποχρεούται να αποδεχθεί τον κίνδυνο που του προσφέρεται.

Τα έξοδα είναι μεγαλύτερα για τον πρωτασφαλιστή και απαιτείται συνήθως μεγάλη διαπραγμάτευση.

2          Η υποχρεωτική ή, άλλως, αντασφάλιση βάσει σύμβασηςπου έχει συναφθεί μεταξύ ασφαλιστή και αντασφαλιστή (obligatory or treaty reinsurance), καλύπτει μία κατηγορία κινδύνων για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. όλα τα ασφαλιστήρια αυτοκινήτων του πρωτασφαλιστή για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο).

Ονομάζεται υποχρεωτική γιατί ο αντασφαλιστής υποχρεούται να δεχθεί την αντασφάλιση όλων των κινδύνων που περιλαμβάνονται στους όρους της σύμβασης. Κατά τον τρόπο αυτό ο πρωτασφαλιστής γνωρίζει εκ των προτέρων ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που θα συνάψει θα καλυφθούν από τον αντασφαλιστή με βάση τους όρους της σύμβασης που έχουν υπογράψει.

 ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ      

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: ΕΙΔΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

B        ΔΙΑΚΡΙΣΗ Συμβατικής (υποχρεωτικής) αντασφάλισης ΜΕ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ

1          ΕΙΔΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Η δεύτερη βασική διάκριση, αυτή τη φορά στα πλαίσια της συμβατικής (υποχρεωτικής) αντασφάλισης, γίνεται με κριτήριο την κατανομή υποχρεώσεων και ασφαλίστρων μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή[11].

       Υπάρχει η αναλογική αντασφάλιση (proportional) όταν η ευθύνη κατανέμεται με βάση τα ποσά του κεφαλαίου που είναι ασφαλισμένα και για το λόγο αυτό ο κίνδυνος, τα ασφάλιστρα και οι ζημίες κατανέμονται μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή βάσει συμφωνημένου ποσοστού.

Επίσης, υπάρχει η μη-αναλογική αντασφάλιση (nonproportional) όταν η ευθύνη κατανέμεται με βάση τις ζημίες και όχι τα ασφαλισμένα ποσά και το ποσοστό της εκχωρούμενης ευθύνης δεν αντιστοιχεί στο ποσοστό του πρωτασφαλίστρου, αλλά λαμβάνονται υπόψη οι ζημίες που πραγματοποιούνται.

Με την αναλογική αντασφάλιση επιτυγχάνεται η διασπορά του κινδύνου και η κατ’ αναλογία ελάττωση του κινδύνου που διακρατεί ο ασφαλιστής.

Η αναλογική αντασφάλιση δεν είναι αποτελεσματική για τον ασφαλιστή σε περιπτώσεις πολύ μεγάλων κινδύνων, όπως στην κάλυψη αστικής ευθύνης, σε περίπτωση επέλευσης αυτών. Στις περιπτώσεις αυτές προτιμάται η μη-αναλογική αντασφάλιση.

2          ΕΙΔΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Η αναλογική αντασφάλιση, όπως φαίνεται και στον συνοδευτικό πίνακα ΙΙ, διακρίνεται περαιτέρω σε αναλογική σταθερού ποσοστού και αναλογική υπερβάλλοντος ποσού.

       Στην αναλογική αντασφάλιση σταθερού ποσοστού ή, άλλως, ποσοστιαίας εκχώρησης (Quota Share) ο ασφαλιστής εκχωρεί συγκεκριμένο ποσοστό επί του ασφαλισμένου ποσού και αντίστοιχα του κινδύνου που αυτό συνεπάγεται, των ασφαλίστρων και των ζημιών στον αντασφαλιστή.

Έστω, ως παράδειγμα, ότι το ασφαλισμένο ποσό είναι 100.000 € με ασφάλιστρα (στο 1% του ασφαλισμένου ποσού) 1000 € και έστω ότι οι ζημίες που τυχόν προκαλούνται και καλύπτονται από το συμβόλαιο είναι δύο στον αριθμό, ποσού 5.000 και 50.000 €.

Αν το ποσοστό εκχώρησης είναι 20% τότε ο αντασφαλιστής αναλαμβάνει κίνδυνο για ασφαλισμένο ποσό 20.000 € λαμβάνει ασφάλιστρα 200 € και υποχρεούται να συμμετάσχει στις ζημίες με ποσό 1.000 και 10.000 € αντίστοιχα.

Με άλλα λόγια,

(i)        ο αντασφαλιστής καλύπτει αναλογικά ένα τμήμα του κινδύνου ,

(ii)       στον αντασφαλιστή αποδίδεται η ίδια αναλογία ασφαλίστρου που λαμβάνεται από τον ασφαλισμένο,

(iii)      ο αντασφαλιστής αποδίδει στον ασφαλιστή για κάθε ζημία το αντίστοιχο ποσοστό επί του ποσού της ζημίας.

Συνήθως, στις αναλογικές αντασφαλίσεις υπάρχει μέγιστο όριο ευθύνης του αντασφαλιστή, πάνω από το οποίο η ασφαλιστική εταιρία εφόσον επιθυμεί κάλυψη με αντασφάλιση οφείλει να προσφύγει στην προαιρετική αντασφάλιση.

Αναφερόμενοι στα πλεονεκτήματα της αναλογικής αντασφάλισης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι είναι αποτελεσματική για μικρού μεγέθους ασφαλιστές και χρησιμοποιείται κυρίως στους κλάδους ζωής και μεταφορών, ενώ έχει το μειονέκτημα ότι είναι ακριβή ως προς το κόστος της.

       Στη δεύτερη περίπτωση αναλογικής αντασφάλισης, δηλαδή στην περίπτωση της πλεονάζουσας ή υπερβάλλοντος ποσού αντασφάλισης (surplus), ο αντασφαλιστής καλύπτει ποσό ζημίας πάνω από το ποσό ευθύνης που διακρατεί ο ασφαλιστής και ορίζεται ένα μέγιστο όριο ευθύνης του αντασφαλιστή.

Στην ασφάλιση αυτή, το ποσό που καλύπτει ο αντασφαλιστής εκφράζεται ως πολλαπλάσιο του ποσού ιδίας κράτησης του αντασφαλισμένου πρωτασφαλιστή (το οποίο ονομάζεται line).

Έστω, για παράδειγμα, ότι το ασφαλισμένο ποσό είναι 100.000 € με ασφάλιστρα (στο 1% του ασφαλισμένου ποσού) 1.000 € και έστω ότι οι ζημίες που τυχόν προκαλούνται και καλύπτονται από το συμβόλαιο είναι δύο στον αριθμό, ποσού 5.000 και 50.000 €.

Εφόσον έχουμε πλεονάζουσα αντασφάλιση six line με τον πρωτασφαλιστή να παρακρατά το ποσό των 10.000 € (ιδία κράτηση-line), τότε ο ασφαλιστής καλύπτει το ποσό μέχρι 10.000 €, ο αντασφαλιστής τις επόμενες έξι (6) γραμμές (six line), δηλαδή για ένα ασφαλισμένο ποσό 60.000 € και τα ποσά που ξεπερνούν τις (10.000 + 60.000=) 70.000 € υποχρεούται να τα καλύψει ο ασφαλιστής.

Άρα στο παράδειγμά μας με ασφαλισμένο ποσό 100.000 € το ποσοστό εκχώρησης του κινδύνου στον αντασφαλιστή είναι 60% και αντίστοιχα 60% είναι, στην προκειμένη περίπτωση, και το ποσοστό του εκχωρούμενου ασφαλίστρου και η συμμετοχή του στη ζημία των 5.000 € είναι 0, στη δε ζημία των 50.000 € είναι 40.000 €.

(i)        Επισημαίνεται ότι πολλές φορές στην ασφαλιστική πρακτική συνδυάζεται η αντασφάλιση σταθερού ποσοστού με την πλεονάζουσα αντασφάλιση για την καλύτερη διασφάλιση του πρωτασφαλιστή.

(ii) Στα πλεονεκτήματα της πλεονάζουσας αντασφάλισης (surplus), συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα του πρωτασφαλιστή να επιλέξει τους κινδύνους που θα αντασφαλίσει, εξοικονομώντας αντασφάλιστρα για τους κινδύνους που δεν θεωρηθεί ριψοκίνδυνο να αποδέχεται εξ ολοκλήρου.

Η πλεονάζουσα αντασφάλιση επιτρέπει στον πρωτασφαλιστή να αναλάβει μεγαλύτερους κινδύνους σε σχέση με την αντασφάλιση σταθερού ποσοστού (quota share). Επίσης η πλεονάζουσα αντασφάλιση είναι κατάλληλη για την κάλυψη μεγάλων ζημιών, όπως αυτές σε πλοία ή αεροσκάφη (διευκρινίζεται ότι αναφερόμαστε σε ζημίες του ίδιου του σκάφους και όχι εκ της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του), δεν είναι όμως κατάλληλη  σε περιπτώσεις αστικής ευθύνης από συσσώρευση πολλών ζημιών από το ίδιο και το αυτό γεγονός.

3          ΕΙΔΗ ΜΗ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν μεγάλοι κίνδυνοι κυρίως από αστική ευθύνη, χρησιμοποιούνται μη-αναλογικές αντασφαλίσεις (non-proportional) που αποτελούν εξελιγμένη μορφή αντασφαλιστικής σύμβασης.

Ενώ στις αναλογικές συμβάσεις αντασφάλισης εκχωρείται εξαρχής στον αντασφαλιστή ασφαλισμένο κεφάλαιο, ασφάλιστρα και ζημίες με βάση κάποιο ποσοστό, στις μη-αναλογικές συμβάσεις ο ασφαλιστής

(i)        εκχωρεί μόνο τη ζημία πάνω από έναν συγκεκριμένο επίπεδο (layer) και ως ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο

(ii)       και το αντασφάλιστρο ορίζεται ως μία αναλογία επί του χαρτοφυλακίου που αντασφαλίζεται και όχι επί του ασφαλισμένου ποσού.

3α       Συμβάσεις υπερβάλλουσας ζημίας (excess of loss)

3α.1   Στην απλή σύμβαση υπερβάλλουσας ζημίας, η οποία αφορά μεγάλες ζημίες από μεμονωμένους κινδύνους, ο ασφαλιστής διακρατεί ένα επίπεδο ιδίας ευθύνης (το οποίο ονομάζεται και «προτεραιότητα») και αγοράζει από αντασφαλιστή ή αντασφαλιστές διάφορα επίπεδα κάλυψης (layers) πάνω από αυτό. Κάθε ένα επίπεδο κάλυψης μπορεί να είναι διαφορετικό ποσοτικά από τα άλλα (για παράδειγμα layer 10.000 €, layer 50.000 €).

3α.2   Στη σωρευτική σύμβαση υπερβάλλουσας ζημίας ή αλλιώς σύμβαση υπερβάλλουσας ζημίας σε σύνολο ζημιών (Aggregate Excess of Loss) όλες οι ζημίες οι προερχόμενες από μοναδικό γεγονός, λαμβάνονται ως σύνολο[12].

Με τον τρόπο αυτό, ο ασφαλιστής επιδιώκει να αντιμετωπίσει συναθροισμένες ζημίες από το ίδιο μοναδικό γεγονός (π.χ. πολλαπλή σύγκρουση οχημάτων, έκρηξη κλπ.) που χωρίς αυτού του είδους την αντασφάλιση θα όφειλε να αντιμετωπίσει ο ίδιος, καθώς θα ενέπιπταν, κατά κύριο λόγο, στο επίπεδο ιδίας κράτησης («προτεραιότητα»).

Με τη σωρευτική αντασφάλιση όλες αυτές οι ζημίες συναθροίζονται σε ένα σύνολο και ο αντασφαλιστής καλύπτει τις ζημίες που εμπίπτουν στο δικό του επίπεδο κάλυψης.

3α.3   Ειδικότερη μορφή σωρευτικής σύμβασης υπερβάλλουσας ζημίας είναι οι λεγόμενες καταστροφικές συμβάσεις ή αλλιώς καταστροφική αντασφάλιση υπερβάλλουσας ζημίας (catastrophe excess of loss) που αφορούν ασφαλίσιμους κινδύνους, όπως ο σεισμός, η πλημμύρα, ο τυφώνας κλπ., η δε επέλευσή τους καταλαμβάνει ταυτόχρονα πολλά ασφαλιστήρια συμβόλαια.

Συχνά στις συμβάσεις αυτές τίθεται ρήτρα χρονικής ή τοπικής περιόδου ώστε να τεθεί όριο στην ευθύνη του αντασφαλιστή.

3β       Συμβάσεις υπερβάλλουσας απώλειας (stop loss treaty)

Οι συμβάσεις υπερβάλλουσας απώλειας μοιάζουν με τις σωρευτικές συμβάσεις υπερβάλλουσας ζημίας, πλην όμως δεν αφορούν ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά τις ζημίες από όλα τα ασφαλιστήρια ενός κλάδου ασφάλισης μέσα σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συνήθως ενός έτους. Αν οι συνολικές ζημίες μέσα στη χρονική αυτή περίοδο υπερβαίνουν το επίπεδο ιδίας κράτησης του ασφαλιστή («προτεραιότητα»), τότε ενεργοποιείται η ευθύνη του αντασφαλιστή.

Συνήθως, ο πρωτασφαλιστής συνεχίζει να συμμετέχει και αυτός με μικρό ποσοστό στις αποζημιώσεις και πάνω από το επίπεδο ιδίας κράτησής του.

Σκοπός της αντασφάλισης είναι η προστασία του ετήσιου αποτελέσματος ενός χαρτοφυλακίου ή ενός κλάδου ασφάλισης ενός ασφαλιστή είτε από υψηλές ζημίες είτε από υψηλά ασφάλιστρα.

Η αντασφάλιση αυτή χρησιμοποιείται για κάλυψη συνήθως χαρτοφυλακίου περιουσίας και όχι γενικής αστικής ευθύνης.

VIII      Νομική φύση της αντασφαλιστικής σύμβασης[13]

1          Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η σύμβαση αντασφάλισης είναι γνήσια ασφαλιστική σύμβαση. Η διαπίστωση αυτή έχει σημασία καθώς στην περίπτωση αυτή είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Ασφαλιστικού Νόμου, ακόμη και του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου, γεγονός που πράγματι οδηγεί σε ασφάλεια δικαίου. Αντίθετη άποψη, ερειδόμενη στην απουσία στον Ασφαλιστικό Νόμο οιασδήποτε αναφοράς στην αντασφάλιση, υποστηρίζει την εφαρμογή του άρθρου 361 ΑΚ περί της ελευθερίας των συμβάσεων.

2          Ο πρωτασφαλιστής στερείται της προστασίας του νόμου για τον καταναλωτή. Δεδομένου ότι η αντασφάλιση συνιστά εμπορική ασφάλιση, οι διατάξεις του ασφαλιστικού νόμου για την προστασία του πρωτασφαλιστή ως αντασφαλιζόμενου στην σύμβαση αντασφάλισης, δεν είναι αναγκαστικού δικαίου, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 33 παρ.1 ν.2496/1997, καθώς πρόκειται για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων (βλ. άρθρο 7 παρ. 6  ν. 2496/1997). Όπως έχει δεχθεί ο Άρειος Πάγος[14], όταν πρόκειται για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, τότε η ανάγκη προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου καταναλωτή ελλείπει, καθώς θεωρητικά υπάρχει διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών και μικρότερος κίνδυνος φαλκίδευσης της βούλησής τους .

3          Διχογνωμίες υπάρχουν αν πρόκειται για ασφάλιση ζημίας ενεργητικού (Κιάντος, Η θαλάσσια ασφάλισις του φορτίου) ή ασφάλιση ζημίας παθητικού (Αργυριάδης) προφανώς λόγω της ποικιλίας των κινδύνων που αντασφαλιστικά καλύπτονται.

4α       Στην περίπτωση της προαιρετικής αντασφάλισης, η σύμβαση αντασφάλισης ακολουθεί την τύχη της κύριας ασφάλισης (as per original policy) – πρόκειται για εξαρτημένη σύμβαση και ο αντασφαλιστής ακολουθεί τους όρους του ασφαλιστηρίου και τον διακανονισμό του πρωτασφαλιστή (follow the settlement).

4β       Στην περίπτωση της συμβατικής αντασφάλισης, η αντασφαλιστική σύμβαση είναι νομικά και οικονομικά ανεξάρτητη από την κύρια ασφάλιση, γι’αυτό και συχνά ο αντασφαλιστής επιδιώκει να περιορίσει με ειδικές ρήτρες και όρους το περιεχόμενο της πρωτασφάλισης, καθώς και το χειρισμό των ζημιών και των απαιτήσεων τρίτου (Claims control clause).

ΙΧ      Αντασφαλιστική δραστηριότητα στην Ελλάδα

Α         ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ

Τα οφέλη που λαμβάνει κάθε ασφαλιστική εταιρεία από τις αντασφαλιστικές συμβάσεις που έχει συνάψει αναγνωρίζονται ως στοιχεία ενεργητικού.

1          Οι απαιτήσεις από αντασφαλιστές διακρίνονται σε

α         ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλίσεις (άρθρο 62 ν. 4364/2016), δηλαδή η αναλογία κάλυψης από τους αντασφαλιστές σε ασφαλιστικές τεχνικές προβλέψεις (άρθρα 51-61 ν.4364/2016).

Τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστές ισούνται με την παρούσα αξία των μελλοντικών ανακτήσιμων ταμειακών ροών που αντιστοιχούν στην  αναλογία των αντασφαλιστών στις εκκρεμείς αποζημιώσεις σύμφωνα με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις. Ο υπολογισμός των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις ακολουθεί τις ίδιες αρχές και την ίδια μεθοδολογία όπως παρουσιάζεται στην ενότητα για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων.

β          (λοιπές) αντασφαλιστικές απαιτήσεις που περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις της εταιρείας έναντι των αντασφαλιστών από την κίνηση τρέχοντος λογαριασμού εξαιρουμένων των τεχνικών προβλέψεων. Με άλλα λόγια, είναι οι απαιτήσεις από αντασφαλιστές που συνδέονται με διακανονισθείσες αποζημιώσεις αντισυμβαλλομένων ή τρίτων δικαιούχων.

γ          Πλέον των αντασφαλιστικών απαιτήσεων, υπάρχουν τα καταβληθέντα εντός της χρήσης ποσά από αντασφαλιστές που αφορούν καταβληθείσες αποζημιώσεις.

 Απαιτήσεις από αντασφαλιστές  
Τεχνικές ασφαλιστικές προβλέψεις για εκκρεμείς ζημίεςΑνακτήσιμα ποσά Αναφέρονται στην έκθεση Φερεγγυότητας(Ενεργητικό)
Διακανονισθείσες ζημίες(λοιπές)αντασφαλιστικές απαιτήσεις πέραν των τεχνικών προβλέψεων Αναφέρονται και στην έκθεση φερεγγυότητας και στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (Ενεργητικό)
Καταβληθείσες αποζημιώσεις Καταβληθείσα αναλογία από αντασφαλιστέςΑναφέρονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (βρίσκονται στα στοιχεία Παθητικού έχοντας αφαιρεθεί από τις καταβληθείσες αποζημιώσεις)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: ΕΙΔΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ

2          Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία που αφορά απαιτήσεις από αντασφαλιστικές δραστηριότητες, η οποία στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις αναφέρεται ως καταθέσεις προς αντασφαλιζόμενους.

Πρόκειται για απαιτήσεις που έχει η εταιρία ως αντασφαλίστρια (και όχι ως αντασφαλιζόμενη) στα αποθέματα των αντασφαλιζόμενων σε αυτήν, το οποίο παρακρατείται συμβατικά από τους αντασφαλιζόμενους και συνιστά απαιτήσεις της εταιρίας έναντι αυτών.

Παρότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις επίσημες καταστάσεις της ΤτΕ, δεν υπάρχουν αμιγώς αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ωστόσο υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν, έστω και περιορισμένα, αντασφαλιστική δραστηριότητα[15].

Β         ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Τα συγκεντρωτικά στοιχεία που αφορούν το ενεργητικό και παθητικό και γενικά τα πεπραγμένα των ασφαλιστικών εταιρών δημοσιεύονται

1          στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος/Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ως Εποπτικής Αρχής και, συγκεκριμένα, δημοσιεύονται ως πίνακας συγκεντρωτικών στατιστικών δεδομένων κατ’ επιταγή του άρθρου 21 του ν. 4364/2016 [16]και

2          σε Δελτία Τύπου από το Κέντρο Ενημέρωσης της ΤτΕ.

Γ          ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΕΤΗ 2016-2017

ΠΙΝΑΚΑΣ IV:  ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΕΤΗ 2016-2017 [17]

Στον συνοδευτικό Πίνακα IV που αφορά στην αντασφαλιστική κάλυψη της ασφαλιστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα για τα έτη 2016-2017, φαίνονται τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλίσεις και οι λοιπές αντασφαλιστικές απαιτήσεις όλων των εποπτευόμενων από την ΤτΕ ασφαλιστικών εταιρειών, όπως αυτά δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της ΤτΕ/ Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης.

Όπως φαίνεται στον πίνακα αυτόν, μεταξύ άλλων, στις 31.12.2017 τα ανακτήσιμα ποσά για όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ανέρχονταν συνολικά σε 408,39 εκ. ΕΥΡΩ (εκ των οποίων  92,3 εκ. ΕΥΡΩ για τις επιχειρήσεις ασφάλειας ζημιών και 298,78 εκ. ΕΥΡΩ για τις επιχειρήσεις ασφάλειας ζωής και ζημιών).

Το συνολικό ποσό των ανακτήσιμων ποσών για όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυξήθηκε στις 31.12.2018, σε 454 εκ. ευρώ, όπως προκύπτει από το Δελτίο Τύπου ΤτΕ της 3/6/2019 για τα Στατιστικά Στοιχεία Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων[18].

Αντίστοιχα, οι αντασφαλιστικές απαιτήσεις όλων των εποπτευόμενων από την ΤτΕ ασφαλιστικών εταιρειών ανέρχονταν σε 70,36 εκ. ΕΥΡΩ στις 31-12-2017.

Δ         Αντασφαλιστική κάλυψη ασφαλιστικών εταιρειών ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ εκ τροχαιων ατυχηματων

  1. ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΈΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, μία από τις καινοτομίες του ν.4364/2016 είναι η διαφάνεια και δημοσιότητα των στοιχείων των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και η κεφαλαιακή θωράκιση των επιχειρήσεων μέσω σύγχρονων κανόνων αποτίμησης, προκειμένου να περιοριστεί η πιθανότητα πτώχευσής τους.

Σε εκπλήρωση αυτών, πλέον των υποχρεώσεων δημοσιότητας που αφορούν την Εποπτική Αρχή κατ’ άρθρο 21 ν. 4364/2016, οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται, κατ’ άρθρο 38 περί δημόσιας πληροφόρησης, να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση Έκθεση Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής κατάστασης.

Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται παράλληλα και ανεξάρτητα των Ετήσιων (Χρηματο)Οικονομικών Καταστάσεων (ή Εκθέσεων) που συντάσσουν σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ). 

Η Έκθεση Φερεγγυότητας έχει σκοπό να παρουσιάσει όχι απλά την δραστηριότητα και τα πεπραγμένα της εταιρείας, όπως η Ετήσια Οικονομική Κατάσταση, αλλά επίσης, το προφίλ κινδύνου, την ποιοτική σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της εταιρείας, καθώς και τους δείκτες κάλυψής τους.

Οι εκθέσεις αυτές είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα κάθε εταιρείας.

2          ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΚ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ

Με βάση τις εκθέσεις αυτές, διαπιστώνεται μεγάλη και αυξανόμενη κάλυψη από αντασφαλιστές των ασφαλιστικών εταιρειών στον κλάδο αυτοκινήτου.

Επίσης, παρατηρείται μεγάλη διαφοροποίηση ανά εταιρεία τόσο στο είδος της αντασφάλισης που ακολουθείται όσο και στο ποσοστό συμμετοχής του αντασφαλιστή στον ασφαλιστικό κίνδυνο και στις αποζημιώσεις, καθώς υπάρχουν εταιρείες που η αντασφαλιστική κάλυψη φτάνει και υπερβαίνει το 50% των καταβληθεισών αποζημιώσεων και των ανακτήσιμων ποσών (βλ. Πίνακα V), αλλά και εταιρείες που η αντασφαλιστική κάλυψη παραμένει σε χαμηλότερα ποσοστά. 

Πηγή: Εκθέσεις Φερεγγυότητας και ΕΚΧ Ασφαλιστικών Εταιρειών (άρθρο 38 ν.4364/2016)

ΠΙΝΑΚΑΣ V: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΚ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟ ΕΤΟΣ 2017[19]

3        Είδη αντασφάλισης στον κλάδο αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων

Από τις δημοσιευόμενες Ετήσιες Εκθέσεις Φερεγγυότητας του έτους 2018 προκύπτει μεγάλη διαφοροποίηση ανά εταιρεία στο είδος της αντασφάλισης που ακολουθείται για αντασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Από την επισκόπηση των Ετήσιων Εκθέσεων Φερεγγυότητας 2017-2018 και των Εκθέσεων Χρηματοοικονομικής Κατάστασης του 2017 που έχουν δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα των ασφαλιστικών εταιρειών, προκύπτει ότι υπάρχουν περιπτώσεις:

α         προαιρετικής αντασφάλισης σε περίπτωση υπέρβασης από την ασφαλιστική εταιρεία του ορισθέντος από αυτήν μέγιστου ορίου ασφάλισης ανά ασφαλισμένο κίνδυνο[20]

β          συμβατικής αναλογικής αντασφάλισης σταθερού ποσού (QuotaShare)[21]

γ          συμβατικής μη-αναλογικής αντασφάλισης υπερβάλλουσας ζημίας (Excess of loss)[22]

δ          μη-αναλογικής καταστροφικής σύμβασης (Catastrophe Excess of loss) [23]

ε          συμβατικής μη-αναλογικής αντασφάλισης υπερβάλλουσας απώλειας για μέρος του χαρτοφυλακίου [24]

Συμπερασματικά, στις περιπτώσεις κάλυψης αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα, χρησιμοποιούνται λιγότερο οι αναλογικές υποχρεωτικές συμβάσεις και περισσότερο οι συμβάσεις υπερβάλλουσας ζημίας, είτε οι απλές είτε οι σωρευτικές, οι οποίες αποτελούν είδος μη-αναλογικής συμβατικής (υποχρεωτικής) αντασφάλισης. Επίσης, χρησιμοποιούνται οι μη-αναλογικές υποχρεωτικές συμβάσεις υπερβάλλουσας απώλειας (stop loss treaty) όταν κύριος σκοπός είναι η προστασία του ετήσιου αποτελέσματος του σχετικού χαρτοφυλακίου.

Χ         ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΘΟΝΤΩΝ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Α         Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Μετά το ν.4364/2016 και την αυξημένη δημοσιότητα που καθιέρωσε, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν γνωρίζει πλέον τον θεσμό της αντασφάλισης και κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τον ρόλο της στην ασφαλιστική αγορά και ειδικά στον κλάδο ασφάλισης αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα.

  • Ο αντασφαλιστής είναι πλέον ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ασφαλιστικής αγοράς.
  • Με το ν.4364/2016 (Solvency II) αναγνωρίζεται η σημασία του θεσμού για τη φερεγγυότητα της ασφαλιστικής αγοράς, ρυθμίζεται πλέον διεξοδικά η αντασφάλιση και λαμβάνει ο θεσμός αυξημένη δημοσιότητα στα πλαίσια των Εκθέσεων Φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών.
  • Παρατηρείται διαρκώς αυξανόμενη κάλυψη των ασφαλιστικών εταιρειών από αντασφαλιστές στον κλάδο ζημιών από τροχαία ατυχήματα, αλλά και μεγάλη διαφοροποίηση ανά εταιρεία τόσο στο είδος της αντασφάλισης που ακολουθείται όσο και στο ποσοστό συμμετοχής του αντασφαλιστή στον ασφαλιστικό κίνδυνο και στις αποζημιώσεις.
  • Η αντασφάλιση έχει μεγάλη σημασία στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, αλλά και ειδικότερα στην κάλυψη αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα και στην αποζημίωση των θυμάτων.

Β         ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΘΟΝΤΩΝ

1       Η αντασφάλιση στηρίζει και ενισχύει τον θεσμό της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων

Κατά τα γνωστά, το θύμα τροχαίου ατυχήματος αντλεί αμέσως δικαιώματα εκ της ασφαλιστικής σύμβασης που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπαίτιου οδηγού, καθώς ο νόμος καθιερώνει ίδια ευθεία αξίωση του παθόντα του ασφαλιστή (10 παρ.1 π.δ. 489/1976).

Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τη σύμβαση ασφάλισης, ο παθών δεν αντλεί άμεσα δικαιώματα από την σύμβαση αντασφάλισης.

 Είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητο ότι η αντασφάλιση στηρίζει και ενισχύει τον θεσμό της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων, ο οποίος διαρθρώνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο ασφαλιστής, όποτε και στον βαθμό που το χρειάζεται, να μπορεί να στηρίζεται στον αντασφαλιστή προκειμένου να ανταπεξέλθει στις εκ του νόμου υποχρεώσεις του για αποζημιωτική κάλυψη των θυμάτων.

2          Η σημασία της αντασφάλισης για την υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης του πρωτασφαλιστή

Η σύνδεση ασφάλισης και αντασφάλισης εξηγεί και την αυξητική τάση στα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης των θυμάτων, τα οποία  προέβλεψε η Οδηγία 2005/14/ΕΚ «ώστε να βελτιωθεί η προστασία των θυμάτων (…) και να καταβάλλεται πλήρης και δίκαιη αποζημίωση σε όλα τα θύματα που έχουν υποστεί πολύ σοβαρές βλάβες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Σκέψη 10 της Οδηγίας. Τα ποσά αυτά που θεσμοθέτησε ο κοινοτικός νομοθέτης ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 33 παρ. 2 νόμου 3746/2009 τροποποιώντας αντίστοιχα το άρθρο 6 παρ. 5 π.δ. 237/1986.

Τη σημασία της αντασφάλισης για την υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης του πρωτασφαλιστή υιοθετεί ρητά ο κοινοτικός νομοθέτης, ο οποίος θεωρεί την αντασφάλιση καθοριστικό παράγοντα της όλης δομής του ασφαλιστικού συστήματος. Στην Σκέψη 4 της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις, η οποία υιοθετήθηκε την ίδια χρονιά με την ανωτέρω Οδηγία 2005/14/ΕΚ που θέσπισε υψηλά ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης των θυμάτων, ρητά αναφέρεται ότι

«Η αντασφάλιση αποτελεί μείζονα οικονομική δραστηριότητα, διότι επιτρέπει στις επιχειρήσεις πρωτασφάλισης, μέσω της διευκόλυνσης της ευρύτερης διασποράς των κινδύνων σε παγκόσμιο επίπεδο, να διαθέτουν υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης κατά την άσκηση των ασφαλιστικών τους δραστηριοτήτων και να παρέχουν την κάλυψη αυτή, καθώς και να μειώνουν το κόστος κεφαλαίου τους.»

3          Κύριος στόχος της ασφάλισης και της αντασφάλισης και του καθεστώτος φερεγγυότητας είναι η προστασία των δικαιούχων

Με την Οδηγία 2009/138/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ / Solvency II) η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 4364/2016, ο ασφαλιστικός και αντασφαλιστικός κλάδος αντιμετωπίζονται πλέον ενιαία και εποπτεύονται ενιαία.

Το δε σημαντικότερο είναι ότι, χωρίς να υποτιμάται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διακηρύσσεταιότι κύριος στόχος της ασφάλισης και αντασφάλισης και του καθεστώτος φερεγγυότητας, το οποίο εισάγει η Κοινοτική Οδηγία Solvency II και προβλέπει αυξημένη ρύθμιση και εποπτεία του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου, είναι η προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων.

Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στις Σκέψεις 16 και 17 της Οδηγίας ρητά αναφέρεται ότι

«(16) Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΧΟΣ της ρύθμισης και της εποπτείας του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου είναι Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ. Ο όρος “δικαιούχος” καλύπτει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει κάποιο δικαίωμα στο πλαίσιο ασφαλιστικής σύμβασης. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η παγίωση δίκαιων και σταθερών αγορών αποτελούν περαιτέρω στόχους της ρύθμισης και της εποπτείας του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου, οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΤΟΧΟ.

(17) Το νέο καθεστώς φερεγγυότητας της παρούσας οδηγίας αναμένεται να επιφέρει ακόμη μεγαλύτερη προστασία των αντισυμβαλλομένων. Θα επιβάλει στα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την ύπαρξη αρχών εποπτείας οι οποίες θα διαθέτουν τα μέσα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. (…)».

4          Η ενισχυμένη θεσμικά παρουσία του αντασφαλιστή υπηρετεί τον νομοθετικό σκοπό της δίκαιης και πλήρους αποζημίωσης των παθόντων

Ενόψει των θεσμικών αυτών αλλαγών, των νομοθετικών προτεραιοτήτων  και της ζωτικής σημασίας τής αντασφάλισης στον ευρύτερο χώρο της ασφαλιστικής αγοράς, η επίκληση της ανάγκης εξασφάλισης της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αποτελέσει πειστικό δικαιολογητικό λόγο περιορισμού των αποζημιωτικών δικαιωμάτων των θυμάτων. Αντίθετα, θα αποτελούσε παραβίαση και του γράμματος του νόμου και του πνεύματος του κοινοτικού και εγχώριου νομοθέτη που ανάγει ρητά την προστασία του δικαιούχου της αποζημίωσης στον κύριο στόχο της ασφάλισης.

Η ενισχυμένη θεσμικά παρουσία του αντασφαλιστή στην ασφαλιστική αγορά υπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων που συνίσταται όχι απλά στην δυνατότητα υψηλής ασφαλιστικής κάλυψης των θυμάτων από τον (πρωτ)ασφαλιστή, αλλά στην πραγματική παροχή της κάλυψης αυτής ώστε να επιτυγχάνεται δίκαιη και πλήρης αποζημιωτική κάλυψη των παθόντων χωρίς καμία έκπτωση στα δικαιώματά τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αθανασιάδης Γ., Η Βασική Λειτουργία της Αντασφαλιστικής Σύμβασης, Αρμενόπουλος 2012.1377.
  • Λυκοτραφίτη Ε., Μέθοδοι Οικονομικής Αντασφάλισης: Ο Σχεδιασμός και η Τιμολόγηση Αντασφαλιστικών Συμβολαίων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης, Διπλωματική Εργασία 2018, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα https://dione.lib.unipi.gr.
  • Ρόκας Ι., Solvency II, Εποπτεία των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων, Αθήνα 2016.
  • Σικιαρίδης Πρ. Ιδιωτική Ασφάλιση και αντασφάλιση – Πρακτικά Ζητήματα και Τάσεις, Σεμινάριο Νομικής Βιβλιοθήκης, 12-13/5/2017.
  • Σίμιτσεκ Π.,  Η αντασφάλιση, Αθήνα 1976.
  • Di Gropello G./ Gionta G./ Manghetti G., H Αντασφάλιση, Forum 2005

[1]  Το παρόν άρθρο βασίσθηκε σε εισήγηση που παρουσιάσθηκε στις 21-9-2019 στο 6ο Πανελλήνιο Νομικό Συνέδριο της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου, η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 20-21/9/2019 στην Κομοτηνή σε συνεργασία με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και τον Δικηγορικό Σύλλογο Ροδόπης, με θέμα «Το Τροχαίο Ατύχημα – Αστική και Ποινική Ευθύνη των εμπλεκόμενων μερών. Ανάδειξη σύγχρονων προβλημάτων δικαστηριακής πρακτικής».

[2] Αναλυτική ιστορική αναδρομή της αντασφάλισης ανά χώρα σε Σίμιτσεκ.Π, Η αντασφάλιση, Αθήνα 1976,
σελ. 11-18.

[3] Το 1846 ιδρύθηκε η Koelnische Rueck και κατόπιν η Aachener Rueck. Και οι δύο είχαν συνδεθεί με την πυρκαγιά του Αμβούργου, το 1842. Στην Ιταλία, ιδρύθηκε το 1898 η Ausonia,η οποία άρχισε να δραστηριοποιείται αντασφαλιστικά το 1924 (Βλ. Λυκοτραφίτη Ε., Μέθοδοι Οικονομικής Αντασφάλισης: Ο Σχεδιασμός και η Τιμολόγηση Αντασφαλιστικών Συμβολαίων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Διπλωματική Εργασία 2018, σελ.11).

[4] Ο ορισμός της αντασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 3 αρ. 7 του ν.4364/2016 τροποποιήθηκε πρόσφατα με το άρθρο 61 ν.4680/2020 ώστε να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις παροχής κάλυψης από αντασφαλιστική επιχείρηση σε οντότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2016/2341/ΕΚ, δηλαδή σε Ιδρύματα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών ( Ι.Ε.Σ.Π), η έννοια των οποίων ορίζεται στο άρθρο 5 του ν.4680/2020.

[5] Σύμφωνα με τις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση ΔΕΚ C-412/98, η αντασφάλιση ορίζεται ως «αυτοτελής σύμβαση ασφαλίσεως, όπου ο αντασφαλιστής δεσμεύεται να διασφαλίσει τον αντασφαλισθέντα πλήρως ή εν μέρει έναντι ζημιών για τις οποίες ο δεύτερος ευθύνεται έναντι του ασφαλισθέντος στο πλαίσιο της αρχικής συμβάσεως ασφαλίσεως» (Σκέψη 27).

[6] Στη θεωρία συναντάται ο όρος «παθητική αντασφάλιση» για την ασφάλιση που συνάπτεται από τον ασφαλιστή -εκχωρητή, ο οποίος εκχωρεί τα ασφάλιστρα και τους κινδύνους για την αντασφάλισή τους και «ενεργητική αντασφάλιση» για την ασφάλιση που συνάπτεται από τον αντασφαλιστή ο οποίος αναλαμβάνει την αντασφάλιση των ασφαλίστρων και των κινδύνων.(Di Gropello G. κ.α. Αντασφάλιση, Forum 2005, σελ 22.)

[7]         Η φερεγγυότητα μίας εταιρείας υπολογίζεται από τον λόγο τού αθροίσματος κεφαλαίου και ελεύθερων αποθεμάτων προς τα καθαρά ασφάλιστρα (=μικτά ασφάλιστρα – ασφάλιστρα που εκχωρήθηκαν σε αντασφάλιση).

[8] Ο ν. 4364/2016 τροποποιήθηκε ως προς τον ορισμό της αντασφάλισης με τον ν. 4680/2020 (άρθρο 61) ενώ με το άρθρο 62 του ίδιου νόμου καταργήθηκαν και τα άρθρα 264-268 που αφορούσαν οντότητες παροχής ή διαχείρισης συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.

Επίσης ο ν. 4364/2016 τροποποιήθηκε περαιτέρω με τον ν.4701/2020 (άρθρο 29) σε θέματα που αφορούν την εποπτεία της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης. Με τις τροποποιήσεις αυτές επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, η ενημέρωση, στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) από την Εποπτική Αρχή.

[9] Βλ.Ρόκας Ι., Solvency II, Εποπτεία των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων, Αθήνα 2016, σελ 12, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η Οδηγία και ο ν.4364/2016 εισάγουν «για πρώτη φορά ρυθμίσεις που αφορούν ειδικά την υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για αναγνώριση, επιμέτρηση και αποτελεσματική προληπτική διαχείριση των κινδύνων» ώστε οι ασφαλιστικές εταιρίες να λαμβάνουν υπόψη κάθε μελλοντικό συμβάν που ενδέχεται να επηρεάσει την οικονομική τους κατάσταση.

[10] Βασικές πηγές για τα είδη αντασφάλισης:

Αθανασιάδης Γ., Η Βασική Λειτουργία της Αντασφαλιστικής Σύμβασης, Αρμενόπουλος 2012.1377

Κακαβίτσας Ι., Βασικές Αρχές της Αντασφάλισης, Αθήνα 1993, σελ 25-50.

Λυκοτραφίτη Ε., Μέθοδοι Οικονομικής Αντασφάλισης: Ο Σχεδιασμός και η Τιμολόγηση Αντασφαλιστικών Συμβολαίων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Διπλωματική Εργασία 2018, σελ.18-35 με σχετικό πίνακα στην σελίδα 18.

[11] Στην αντασφάλιση συνήθως μοιράζεται ο κίνδυνος μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή και δεν έχουμε μεταβίβαση ρίσκου 100% στον αντασφαλιστή, εκτός από τις περιπτώσεις fronting, η οποία είναι μια πρακτική που ακολουθείται είτε για κανονιστικούς λόγους (αποφυγή νομικών περιορισμών) είτε για εμπορικούς.

[12] Στην Έκθεση Φερεγγυότητας 2017 της Εθνικής Ασφαλιστικής γίνεται λόγος για «Σύμβαση υπερβαλλούσης ζημίας ανά γεγονός.»

[13] Βλ. σχετικά άρθρο Αθανασιάδη Γ., Η βασική λειτουργία της αντασφαλιστικής σύμβασης, Αρμενόπουλος 2012, 1382 με αναλυτικές παραπομπές στη θεωρία.

[14] ΟλΑΠ 14/2013,  ΟλΑΠ 18/2015. Στην ίδια κρίση κατέληξε και το  Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) στην απόφαση  Group Josi C-412/98 (13-7-2000), όπου έκρινε ότι «ουδεμία ιδιαίτερη προστασία δικαιολογείται όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αντασφαλιζομένου και του αντασφαλιστή του. Συγκεκριμένα, τα δύο μέρη της συμβάσεως αντασφαλίσεως είναι επαγγελματίες του ασφαλιστικού τομέα και για κανέναν από αυτούς δεν μπορεί να τεκμαρθεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας σε σχέση με τον αντισυμβαλλόμενό του.» (Σκέψη 66).

[15] Από τις Ετήσιες Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις(ΕΧΚ) προκύπτει αντασφαλιστική δραστηριότητα ενδεικτικά των κατωτέρω εταιρειών

Εθνική Ασφαλιστική: απαιτήσεις από αντασφαλιζόμενους 920.000€ (31.12.2018,Ε.Χ.Κ. 2018)

Ευρωπαική Ένωσις (Μινέττα) Ασφαλιστική: απαιτήσεις από αντασφαλιζόμενους 63.708€ (31.12.2017,Ε.Χ.Κ. 2017)

[16] Το άρθρο 21 ν.4364/2016 απαιτεί τη δημοσίευση συγκεντρωτικών στοιχειών για βασικές παραμέτρους εφαρμογής του πλαισίου της προληπτικής εποπτείας.

[17] Βλ. «Πίνακα για τη Δημοσίευση Συγκεντρωτικών Στατιστικών Δεδομένων όσον αφορά τις εποπτευόμενες Ασφαλιστικές και Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δυνάμει της Οδηγίας 2009/38/ΕΚ», με δεδομένα που αφορούν την 31-12-2016 και 31-12-2017 αντίστοιχα, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.bankofgreece.gr (στην ενότητα Εποπτεία Ιδιωτικής Ασφάλισης, υποενότητα Φερεγγυότητα ΙΙ)

[18] Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.bankofgreece.gr (στην ενότητα Κέντρο Ενημέρωσης, Υποενότητα Δελτίο Τύπου)

[19] Βλ. Ευρωπαϊκή Ένωσις (Μινέττα), Ετήσιες Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις της 31-12-2017,

 Υδρόγειος Έκθεση Οικονομικών Καταστάσεων της 31-12-2017 ,

 Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ, Έκθεση Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017, δημοσιευθείσες στις ιστοσελίδες των αντίστοιχων ασφαλιστικών εταιρειών.

[20] Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017| Εθνική Ασφαλιστική.

[21] Ετήσιας Έκθεσης Φερεγγυότητας 2018/Ευρωπαϊκή Ένωσις (ΜΙΝΕΤΤΑ).

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Υδρόγειος Ασφαλιστική (όπου αναφέρεται ότι η εταιρεία χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, αναλογικές αντασφαλιστικές συμβάσεις (proportional).

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Ατλαντική Ένωση (όπου αναφέρεται ότι η εταιρεία χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, αναλογικές αντασφαλιστικές συμβάσεις (proportional).

[22] Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017| Εθνική Ασφαλιστική.

Επίσης,  Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/Interamerican.

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Υδρόγειος Ασφαλιστική.

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης  2017/ GROUPAMA ΦΟΙΝΙΞ

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης  2017/ Ergo Ασφαλιστική.

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Ατλαντική Ένωση.

[23] Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/Interamerican

[24] Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017| Εθνική Ασφαλιστική, όπου γίνεται αναφορά σε Σύμβαση Αναδρομικής Αντασφάλισης μέρους του χαρτοφυλακίου ζημιών του κλάδου Αυτοκινήτου –LossPortfolioTransfer(“LPT”),

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Ηλία Ι. Κλάππα

Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

Α        ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

  1. Πράξη Πρώτη-2011

α          Στην αρχή της δεκαετίας που διανύουμε, ένα χρόνο μετά το πρώτο μνημόνιο του Μαΐου 2010,  σε εποχή που το Δημόσιο αναζητούσε απεγνωσμένα έκτακτα δημοσιονομικά έσοδα, νομοθετήθηκε με το άρθρο 70 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α. 165/25-7-2011) η υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές και, ειδικά για τις εργατικές διαφορές, εφόσον υπερέβαινε κατ’ άρθρον 71 ΕισΝΚΠολΔ το όριο της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου.

Με τη ρύθμιση αυτή ανατράπηκε το νομικό καθεστώς που ίσχυε για εβδομήντα περίπου χρόνια και για όλη τη διάρκεια ισχύος του σύγχρονου Αστικού Κώδικα που είναι σε ισχύ από 23-2-1946, δεδομένου ότι με το άρθρο 7 παρ.3 του ν.δ. 1544/1942 οι αναγνωριστικές αγωγές είχαν εξαιρεθεί της υποχρέωσης καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου που είχε εισαχθεί με το ν. ΓπΟΗ/1912.

Στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το άρθρο 70 ν.3994/2011, ο νομοθέτης δεν δίστασε να αποκαλύψει τον πραγματικό σκοπό της διάταξης που δεν ήταν άλλος από το δημοσιονομικό όφελος που προσδοκούσε το Ελληνικό Δημόσιο από την επιβολή δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές. Μάλιστα, στην αιτιολογική έκθεση γινόταν ρητή αναφορά στις, κατά κύριο λόγο, ταμειακές προσδοκίες του Δημοσίου καθώς, όπως συγκεκριμένα αναγραφόταν, «με την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών στις οποίες περιλαμβάνονται βεβαίως και οι καταψηφιστικές μετά τον περιορισμό του αιτήματος τους σε μόνο το αναγνωριστικό, θα επέλθει αύξηση των δημοσίων εσόδων, ενώ θα αποφευχθεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών».

β          Η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών όχι μόνο δεν έτυχε αποδοχής, αλλά επικρίθηκε ως αντισυνταγματική (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος) και ως αντίθετη με την υπερνομοθετικής ισχύος κυρωθείσα με το ν.δ.53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ, άρθρο 6 και 13), καθώς έθιγε το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, το οποίο όπως είχε κρίνει και ο Άρειος Πάγος με την 675/2010 απόφασή του, προστατευόταν ικανοποιητικά με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής. (βλ. σχετικά σε Κλάππα Ηλ,  Το δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, ΕπΣυγκΔ 2011, 354 επ. όπου περιέχονται αναλυτικές σκέψεις περί της αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης με την ΕΣΔΑ της επιβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, σκέψεις οι οποίες υιοθετούνται πλήρως κατ’ ουσία και λεκτικό στις αποφάσεις ΜονΠρΧανίων 3/2013, ΝοΒ 2013. 415 και ΠΠρΑθ 4557/2014, NOMOS) 

Συγκεκριμένα, κρίθηκε νομολογιακά ότι

 «η διαφοροποίηση της αναγνωριστικής από την καταψηφιστική αγωγή και η επιβολή δικαστικού ενσήμου μόνο στη δεύτερη δικαιολογείται με το ότι ο πολίτης μπορεί με μια σχετικά ολιγοδάπανη διαδικασία να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματός του, να άρει αμφισβήτηση για την ύπαρξη του, να βεβαιωθεί για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και ως προς τη δυνατότητα της εκτέλεσης της απόφασης ή μη και να προστατεύσει εμπράγματα δικαιώματά του από προσβολή.

 Η επέκταση της καταβολής δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές (…) δηλώνει ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησης αγωγής και υπό την αναγνωριστική της μορφή. Η τέτοια είδους είσπραξη τέλους εκ μέρους του Δημοσίου ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης παρίσταται κατά των αρχών του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας και νομιμότητας, της συνταγματικής επιταγής για δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντ, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του με τον ν.2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.» (ΠΠρΑθ 4557/2014, NOMOS. Βλ. επίσης ΕιρΑθ 322/2014, NOMOS. Contra, ΠΠρΑθ 2155/2017 με μειοψηφία NOMOS, ΠΠρΑθ 75/2016, NOMOS όπου και σε αυτές, όμως, υφίσταται προβληματισμός περί αντισυνταγματικότητας εφόσον απαιτηθεί εκ νέου καταβολή δικαστικού ενσήμου προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση αναγνωριστική απόφαση για την οποία έχει ήδη καταβληθεί το τέλος αυτό).

  • ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ-2012

            Λίγους μόλις μήνες μετά την ψήφιση του ν.3994/2011, ο νομοθέτης επιχείρησε να διορθώσει, έστω και μερικώς, τα τεράστια προβλήματα που η διάταξη του άρθρου 70 του ν.3994/2011δημιούργησε στην προσφυγή στη δικαιοσύνη και στην παροχή εννόμου προστασίας.

Συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α51/12-3-2012), καταργήθηκε το τέλος δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών μόνο, όμως, για τέσσερις κατηγορίες διαφορών και, συγκεκριμένα, για αγωγές εργατικών διαφορών, διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητα και διαφορές περί διατροφών.

Επίσης, με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου 21 ν.4055/2012, επιλύθηκε ένα ζήτημα διαχρονικού δικαίου που είχε δημιουργηθεί από την ασαφή διατύπωση του άρθρου 72 παρ.14 ν.3994/2011 και, συγκεκριμένα, ορίσθηκε ρητώς ότι  η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του, ακόμη και αν πρόκειται για καταψηφιστικές αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του και μετατράπηκαν εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού.  

  • ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ-2016

Με το άρθρο 33 παρ.1 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016), ο νομοθέτης αποκατέστησε το νομικό καθεστώς που υπήρχε προ του ν.3994/2011 και κατήργησε την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου για τις αναγνωριστικές αγωγές, συνολικά για όλες τις υποθέσεις, ανεξαρτήτως αρμοδιότητας Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που τη συνόδευε «η ρύθμιση αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την έννοια της διαφοροποίησης μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών καθώς η καταβολή του δικαστικού ενσήμου συνδέεται με την εκτελεστότητα και υπό την έννοια αυτή παρίσταται εύλογο να μην επιβαρύνεται με αυτό η αναγνωριστική αγωγή, στο μέτρο που δεν άγει σε εκτελεστό τίτλο

                       Με την παράγραφο 2 του ίδιου ανωτέρω άρθρου, προβλέφθηκε ότι η άρση της υποχρέωσης καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αγωγές τόσο αυτές που ασκήθηκαν ως αναγνωριστικές όσο και αυτές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν τη δημοσίευση του νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του.

Β        ΕΡΓΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙΑ-2019

1         Η ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

                       Ενώ το συγκεκριμένο θέμα, ένα από τα πολλά που ταλάνισαν τη νομική κοινότητα στα χρόνια της κρίσης, έμοιαζε λυμένο, εντελώς αιφνιδιαστικά, με μία τροπολογία που κατατέθηκε από ένα μόνο βουλευτή της συμπολίτευσης και, μάλιστα, εκπρόθεσμα στο σχέδιο νόμου για τη Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το τέλος δικαστικού ενσήμου επανήλθε στην επικαιρότητα.

                       Συγκεκριμένα, με το άρθρο 42 του ν.4640/2019 (ΦΕΚ Α΄ 190/30-11-2019) που ενσωμάτωσε κατά λέξη τη συγκεκριμένη τροπολογία, προβλέφθηκε εκ νέου υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, ανεξαρτήτως της φύσης των υποθέσεων, μόνο, όμως, αυτή τη φορά, αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

2         ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Όσον αφορά στη διαδικασία εισαγωγής και ψήφισης της συγκεκριμένης τροπολογίας, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι η αιφνιδιαστική επανανομοθέτηση ενός τόσο αμφιλεγόμενου μέτρου που έχει δεχθεί τέτοια κριτική από τη νομική κοινότητα, όπως το δικαστικό ένσημο, με βάση τροπολογία χωρίς προηγούμενη δημόσια διαβούλευση, χωρίς προηγούμενη ακρόαση των φορέων των Δικηγορικών Συλλόγων και των Δικαστικών Ενώσεων και χωρίς νομοτεχνική έκθεση από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, πραγματικά ευτελίζει τη νομοθετική διαδικασία.

Όσον αφορά στην αιτιολογία της νομοθετικής πρωτοβουλίας, παρατηρείται το οξύμωρο, στη μεταμνημονιακή εποχή όπου πλέον γίνεται λόγος για δημοσιονομικά πλεονάσματα, να χρησιμοποιείται στην Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει τη συγκεκριμένη διάταξη, η ίδια ακριβώς, αντιγραμμένη κατά λέξη, επιχειρηματολογία περί ανάγκης αύξησης των δημοσίων εσόδων που υπήρχε στην αιτιολογική έκθεση του ν.3994/2011, όταν το δημόσιο αποζητούσε έσοδα από κάθε πηγή.

Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι με τον συντάκτη της συνοδεύουσας την τροπολογία αιτιολογικής έκθεσης, προσέθεσε σε αυτήν και δικές του σκέψεις για την αναγκαιότητα επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αγωγές, υποστηρίζοντας ότι θα συμβάλλει στην «καταπολέμηση της δικομανίας», επαναλαμβάνοντας στη συνέχεια τη φρασεολογία της Αιτιολογικής Έκθεσης του 2011περί «αποτροπής προπετών και αβασίμων αγωγών». Οι σκέψεις αυτές προφανώς οφείλονται σε άγνοια της νομικής πραγματικότητας και δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική ακόμη και στην περίπτωση που ο συντάκτης της τροπολογίας ήθελε να πατάξει τη «δικομανία» των οικονομικά αδύναμων και μόνο, οι οποίοι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν το δικαστικό ένσημο.

3         ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ 2011 ΚΑΙ ΤΟΥ 2019       

Αξίζει να παρατηρήσει κανείς δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις συγκρίνοντας την επιβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές με τον ν.3994/2011 και με τον ν.4640/2019, πέραν, βεβαίως, του εύρους των υποθέσεων στις οποίες η κάθε ρύθμιση αφορά.

α          Την προηγουμένη φορά που ο νομοθέτης είχε ενδώσει στον πειρασμό να επιβάλει δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, είχε προηγηθεί του ν.3994/2011 νομοπαρασκευαστική επιτροπή που είχε εισηγηθεί σχετικά, η δε προτεινόμενη διάταξη υποβλήθηκε σε νομοτεχνική επεξεργασία από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής. Η παρέμβαση της Επιτροπής συνέβαλε τουλάχιστον στη διατύπωση μεταβατικής διάταξης που δεν είχε προβλεφθεί με το σχέδιο νόμου.

                       Στην πρόσφατη περίπτωση  του ν.4640/2019, η ρύθμιση, ακριβώς επειδή τέθηκε προς συζήτηση και ψήφιση εντελώς αιφνιδιαστικά με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, δεν εξετάστηκε από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.

                       Για το λόγο αυτό, δεδομένου ότι παρακάμφθηκε η νομοτεχνική επεξεργασία της ρύθμισης, θα άξιζε να υπενθυμίσει κανείς τις όλως επίκαιρες και σήμερα παρατηρήσεις περί της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές που περιέχονται στην Έκθεση επί του νομοσχεδίου της Β΄ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής της 11-7-2011. Συγκεκριμένα, η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την Έκθεση αυτή, με συγκεκριμένη παραπομπή σε νομολογία του ΑΠ, του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ, εξέφρασε τον έντονο νομικό προβληματισμό της «εάν είναι συνταγματικώς ανεκτή η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, οι οποίες δεν συνδέονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αλλά με αμιγώς ταμειακές ανάγκες του Κράτους. Κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ μόνο το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου δεν δικαιολογεί προσβολή του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Συμφώνως, εξάλλου, προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη».

β          Ως προς τη δεύτερη υφιστάμενη διαφοροποίηση μεταξύ των ρυθμίσεων του 2011 και του 2019, σημειώνεται ότι στη ρύθμιση του ν.3994/2011 δεν υπήρχε πρόβλεψη περί αναδρομικής εφαρμογής της, αλλά προβλέφθηκε με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ.14 ότι η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου «εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Μάλιστα, προκειμένου να αποφευχθούν ζητήματα παρερμηνειών, με το άρθρο 21 παρ.2 Ν.4055/2012 ορίστηκε ότι «2. Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α` 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού».

Αντίθετα, με την εντελώς πρόσφατη διάταξη του ν.4640/2019 δόθηκε αναδρομική ισχύς στη ρύθμιση περί επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και, συγκεκριμένα με το άρθρο 42 παρ.2, προβλέφθηκε ότι «Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία».

  • ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

Γεννώνται εύλογα ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα της αναδρομικότητας της συγκεκριμένης ρύθμισης, στο φως, μάλιστα, της σύγκρισης αυτής με τη ρύθμιση του 2011 που δεν προέβλεπε καμία αναδρομικότητα. Ανεξαρτήτως προθέσεων όσων είχαν την πρωτοβουλία, η αναδρομικότητα της ρύθμισης δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκεται να δυσχερανθεί η εκδίκαση ήδη κατατεθεισών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αγωγών με την επιβολή στους ενάγοντες δικαστικού ενσήμου επί των ήδη ασκηθεισών αξιώσεών τους, το οποίο, βεβαίως, δεν μπορούσαν να προβλέψουν κατά την άσκηση των αγωγών αυτών.

Πλέον και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η αναδρομική εφαρμογή που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη, η οποία καταλαμβάνει αγωγές που έχουν ήδη ασκηθεί κατά το χρόνο που η διάταξη τίθεται σε ισχύ, προσβάλλει ενοχικά δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο εκκρεμών δικών, για τα οποία υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά με βάση το ισχύον κατά τη προσφυγή στο Δικαστήριο δίκαιο,και τα οποία προστατεύονται τόσο από τη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 6/2007, ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΑΠ 4/1990) όσο και από τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1938/2008) περί σεβασμού της περιουσίας. Και αυτό γιατί με τη συγκεκριμένη διάταξη, αφενός, επιβαρύνεται η ένδικη αξίωση με τέλος δικαστικού ενσήμου που δεν προβλεπόταν κατά το χρόνο άσκησής της, αφετέρου δε, τίθεται σε κίνδυνο εν όλω ή εν μέρει η ίδια η ένδικη αξίωση, καθώς σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής όλου ή μέρους του δικαστικού ενσήμου, μόνος τρόπος αποφυγής καταβολής του είναι πλέον η ολική ή, αντίστοιχα, μερική παραίτηση από την ίδια την ένδικη αξίωση, χωρίς τη δυνατότητα μετατροπής όλου ή μέρους της σε αναγνωριστική.

Περαιτέρω, η αναδρομικότητα της συγκεκριμένης διάταξης είναι αντίθετη με την αρχή του κράτους δικαίου και με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς με αυτήν ο νομοθέτης παρεμβαίνει στην απονομή της δικαιοσύνης και επηρεάζει το αποτέλεσμα σε εκκρεμείς δίκες (ΣτΕ 6/2010, ΑΠ 1277/2008. Επίσης, από 22.10.1997 απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας, από 7.11.2000 απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Αναγνωστόπουλος κλπ. κατά Ελλάδος)

γ         αντι επιλογου

είναι δύσκολο να βρει κανείς επίλογο για μια διάταξη που μετά από εβδομήντα χρόνια ηρεμίας, έρχεται και επανέρχεται στην Ελληνική Βουλή τα τελευταία χρόνια, γεννώντας νομικά αλλά και πολιτικά πάθη χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα το τέλος αυτής της περιπέτειάς της.

Πρέπει, ωστόσο, συμπερασματικά να τονιστεί ότι η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σε αναγνωριστικές αγωγές, έστω και μόνο της αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις όποιες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου ούτε συνδέεται με την λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης την οποία υποβιβάζει σε απλό «μηχανισμό», όπως επιπόλαια αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, παραβλέποντας ότι η δικαιοσύνη αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας.

Η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι συνταγματικό δικαίωμα θεμελιώδες για το κράτος δικαίου και οι όποιες προπετείς και αβάσιμες αξιώσεις κρίνονται όχι προκαταβολικά αλλά από τα ίδια τα Δικαστήρια και προβλέπονται επαρκείς ποινές και κυρώσεις για τέτοιες περιπτώσεις.

Η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές λειτουργεί αποτρεπτικά για την προσφυγή στην Δικαιοσύνη και αποκτά κυρωτικό  χαρακτήρα δημιουργώντας ανεπίτρεπτα προσκόμματα οικονομικής φύσης στην άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών.

Ευελπιστεί κανείς ότι στο τέλος όλων αυτών των επαναλαμβανομένων πράξεων θα επαναληφθεί και η πράξη κατάργησης του τέλους δικαστικού ενσήμου για όλες τις αναγνωριστικές αγωγές.

ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΑΓΩΓΗ του παθόντα κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου

σε περίπτωση πτώχευσης Ή ανάκλησης αδείας ασφαλιστή,

συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης ασφαλιστή που δραστηριοποιείται

στην Ελλάδα υπό καθεστώς ΕΠΥ

Ηλία Ι. Κλάππα

Δικηγόρου Πειραιά

Α          Εισαγωγικά

1                       Μετά το ν.4364/2016 (ΦΕΚ Α/13/5-2-2016) με τον οποίο η ελληνική νομοθεσία προσαρμόστηκε στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ),  ένα από τα πλέον εριζόμενα νομικά ζητήματα που απασχολούν τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία, αφορά στην αποζημίωση των παθόντων από τροχαία ατυχήματα σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης.

2                       Το ζήτημα που ταλανίζει τα δικαστήρια, τους θεωρητικούς του δικαίου αλλά κυρίως τους παθόντες εστιάζεται στο κατά πόσο είναι αποκλειστική η διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης σύμφωνα με τα άρθρα 235 επ. ν.4364/2016 (αναγγελία της απαίτησης στον διορισθέντα από την Εποπτική Αρχή ασφαλιστικό εκκαθαριστή, επαλήθευση αυτής, ανακοπή κατά του πίνακα των δικαιούχων στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου έδρας της επιχείρησης, εκδίκαση της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εκδίκαση της έφεσης από το αρμόδιο Εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απόφαση Εφετείου που δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο) και αν υπάρχει παράλληλη νομική δυνατότητα παραδεκτής άσκησης νέας αγωγής ή συνέχισης εκκρεμούς δίκης κατά της υπό εκκαθάριση πλέον τελούσας ασφαλιστικής επιχείρησης, με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.

3                     Ο ανωτέρω ιδιαιτέρως ενδιαφέρων και σημαντικός νομικός προβληματισμός θα ήταν πληρέστερος αν περιλάμβανε και το ζήτημα της παραδεκτής άσκησης αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά την πτώχευση ή την ανάκληση άδειας της ασφαλιστικής εταιρίας.

Με άλλα λόγια, πρέπει να διερευνηθεί η νομική δυνατότητα του παθόντα να αναζητήσει με χωριστή αγωγή ευθέως από το Επικουρικό Κεφάλαιο την αποζημίωσή του, παράλληλα και ανεξάρτητα από τις ενέργειες στις οποίες ενδεχομένως θα προβεί έναντι της τελούσας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης είτε κατά την διαδικασία του άρθρου 242 ν.4364/2016 είτε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (614 παρ. 6 επ. ΚΠολΔ).

Β        Δεν είναι δυνατή η συνέχιση εκκρεμούς δίκης κατά του ασφαλιστή από το Επικουρικό Κεφάλαιο

1                     Με το άρθρο 53 του ν. 4438/2016 (ΦΕΚ Α220/28-11-2016) που περιλήφθηκε σε ένα νομοσχέδιο που δεν σχετιζόταν με την ασφάλιση, το οποίο αφορούσε συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, καταργήθηκε η (εισαχθείσα με το άρθρο 50 παρ.13 ν.1569/1985) διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 489/1976, όπως αυτή κωδικοποιήθηκε ως παρ. 4 του άρθρου 25 του π.δ. 237/1986.

 Η καταργηθείσα διάταξη προέβλεπε ότι

«4. Από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς άλλο από το Επικουρικού Κεφάλαιο».

           Κατά συνέπεια, δεδομένης της κατάργησης της εκ του νόμου υποκατάστασης από το Επικουρικό Κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης που κηρύσσεται σε πτώχευση ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, οι εκκρεμείς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης αγωγές, σε όποιο στάδιο της δίκης και αν βρίσκονται, δεν μπορούν να συνεχιστούν με εναγόμενο το Επικουρικό Κεφάλαιο.

2                     Σημειώνεται ότι η διάταξη με την οποία καταργήθηκε η παρ. 4 του άρθρου 25 του π.δ. 237/1986 δεν αφορούσε και δεν επηρέασε σε καμία περίπτωση τα όρια ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, όπως αυτά ρυθμίζονται με το άρθρο 19 του π.δ. 237/1986.

Γ         Άσκηση αυτοτελούς αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου

1                     Το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται πλέον στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της έχει, ωστόσο, και την εξής συνέπεια. Η εκκρεμής αγωγή του παθόντα κατά της ασφαλιστικής εταιρίας,  σε όποιο στάδιο της δίκης και αν η αγωγή βρίσκεται κατά το χρόνο πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, δεν εμποδίζει δικονομικά τον παθόντα από την άσκηση αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, ακόμα και για τις ίδιες αξιώσεις, καθώς δεν υφίσταται εκκρεμοδικία κατ’ άρθρον 222 επ. ΚΠολΔ ούτε δεδικασμένο κατ’ άρθρον 325 επ. ΚΠολΔ. Η νέα δίκη, είτε αφορά την ίδια επίδικη διαφορά είτε άλλες αξιώσεις που δεν είχαν αχθεί σε δίκη μέχρι την πτώχευση ή ανάκληση της αδείας του ασφαλιστή, ανοίγεται ανάμεσα σε διαφορετικούς διαδίκους και δεν καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμοδικίας και του δεδικασμένου.

  • Η δικονομική αυτοτέλεια της ευθείας αγωγής του παθόντα κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου συνεπάγεται ότι αυτοτελώς θα κριθεί και το ζήτημα τυχόν παραγραφής των αξιώσεών του κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 του π.δ. 237/1986, για τις αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ισχύει η ίδια παραγραφή που ισχύει κατά του ασφαλιστή σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 π.δ.237/1986, το οποίο μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 7 ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α 100/14-5-2007) προβλέπει πενταετή παραγραφή των αξιώσεων του παθόντα από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και την διακοπή της παραγραφής.[1]
  • Σύμφωνα με το π.δ. 237/1986 που κωδικοποίησε το ν.489/1976,  το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» έχει ιδρυτικό σκοπό την «καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο άρθρο 19»(άρθρο 17).

             Το άρθρο 19 παρ. 1 πδ 237/1986 προβλέπει τις ειδικότερες περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για αποζημίωση των παθόντων λόγω θανάτωσης ή σωματικών ζημιών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα.

Ανάμεσα στις περιπτώσεις αυτές είναι και η περίπτωση όπου

« γ. Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης

Μάλιστα, ο νομοθέτης εξοπλίζει το Επικουρικό Κεφάλαιο με το δικαίωμα να στραφεί το ίδιο κατά του αντασφαλιστή και, συγκεκριμένα, στο επόμενο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, ορίζεται ότι

« Στην περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο έχει ίδια αξίωση κατά του αντασφαλιστή για τις υποχρεώσεις του προς την ασφαλιστική επιχείρηση που προκύπτουν από την αντασφαλιστική σύμβαση αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα».

4                     Το άρθρο 19 παρ. 3 π.δ. 237/1986  προβλέπει ότι

«Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου το ζημιωθέν πρόσωπο έχει ιδΊα αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, όχι  όμως και κατά των μελών αυτού»

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου και, συνεπώς, και στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης, ο παθών έχει δικαίωμα ευθείας εκ του νόμου αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και, αντίστοιχα, το Επικουρικό Κεφάλαιο έχει ιδΊα εκ του νόμου υποχρέωση προς αποζημίωση έναντι του ζημιωθέντος προσώπου  και άρα νομιμοποιείται παθητικά σε περίπτωση αγωγής του παθόντα κατά αυτού.

Σε περίπτωση σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και της υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας υφίσταται απλή ομοδικία και η κρίση περί του παραδεκτού ή μη της αγωγής κατά της υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας δεν προδικάζει το παραδεκτό της αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς η παθητική νομιμοποίηση αυτών των δύο νομικών προσώπων έχει τελείως διαφορετική νομική βάση.

Η επίκληση των διατάξεων περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν. 4364/2016 και, μεταξύ άλλων, της διάταξης περί αναστολής των ατομικών διώξεων των δικαιούχων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρόνο που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση  (άρθρο 239 παρ. 5) και των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες κατ’ άρθρο 235 παρ. 3 του ίδιου νόμου «εφαρμόζονται συμπληρωματικά» στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν είναι νομικά επιτρεπτή αναφορικά με το Επικουρικό Κεφάλαιο. Το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου καθορίζεται από τις οικείες διατάξεις του π.δ. 237/1986 και όχι από τις διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν. 4364/2016.

5                      Οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 περ. γ’ και 3 π.δ. 237/1986 επιβίωσαν της κατάργησης με τον ν.4438/2016 της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 4 π.δ.237/1986 περί αυτοδίκαιης υποκατάστασης του Επικουρικού Κεφαλαίου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της αδείας του

Αν ο νομοθέτης είχε τη βούληση να εμποδίσει την άσκηση αυτοτελούς αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, τότε, μαζί με την κατάργηση της αυτοδίκαιης υποκατάστασης του Επικουρικού Κεφαλαίου στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της, θα περιόριζε είτε την έκταση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου αφαιρώντας από τις περιπτώσεις νόμιμης υποχρέωσης του προς αποζημίωση την περίπτωση της πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή είτε θα περιόριζε, στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα του ζημιωθέντος να έχει ιδία αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Προφανώς δεν υπήρχε νομοθετική βούληση να περιοριστούν τα δικαιώματα του παθόντα έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, γεγονός το οποίο ούτως άλλως θα προσέκρουε σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος όπως, με σπάνια για τα δικαστικά χρονικά ομοφωνία έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με αλλεπάλληλες αποφάσεις της τόσο αναφορικά με το θέμα του περιορισμού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από το Επικουρικό Κεφάλαιο και του ποσοστού του τόκου υπερημερίας επί των αποζημιώσεων που καταβάλλονται από αυτό (ΟλΑΠ 3,4,5/2017) όσο και αναφορικά με το θέμα του περιορισμού της αποζημίωσης (αποθετικής ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) του παθόντα από το Επικουρικό Κεφάλαιο στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή (ΟλΑΠ 3/2019).

            Όπως, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην εντελώς πρόσφατη απόφαση ΟλΑΠ 3/2019, η ίδρυση του προβλεπόμενου από τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 (84/5/ΕΟΚ), Οργανισμού για την αποζημίωση των παθόντων από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η απαιτούμενη υποχρέωση ασφάλισης, είχε ήδη πραγματοποιηθεί και εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο  με το ν.489/1976 με τον οποίο ιδρύθηκε το Επικουρικό Κεφάλαιο.  Πλην όμως, «η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή διαμορφώθηκε ως λόγος ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για πρώτη φορά με το αρ. 50 παρ. 7 του ν. 1569/1985», ήτοι μετά τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 (84/5/ΕΟΚ) και σε εναρμόνιση με αυτή.

 Μάλιστα, όπως έκρινε με τις προμνημονευθείσες αποφάσεις της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με αναφορά σε αποφάσεις του ΔΕΕ (ΔΕΕ С-277/12  υπόθεση Drozdovs, ΔΕΚ C-348/1998 υπόθεση Ferreira), μόνη η νομοθετική εναρμόνιση με τις Οδηγίες δεν αρκεί, αλλά είναι υποχρέωση τόσο του εθνικού νομοθέτη όσο και του εφαρμοστή του Δικαίου η εξασφάλιση της «πρακτικής αποτελεσματικότητας» των Κοινοτικών Οδηγιών και αυτό επιτυγχάνεται μόνο εφόσον δεν περιορίζεται το δικαίωμα του παθόντα να ενάγει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε όλες τις περιπτώσεις της κατά το νόμο ευθύνης του.

Δ          Ευθεία εναγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της αδείας ασφαλιστή που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα υπό καθεστώς ΕΠΥ

1                       Τα ίδια δικαιώματα ευθείας εναγωγής του Επικουρικού Κεφαλαίου έχουν και οι παθόντες σε περίπτωση που το ζημιογόνο όχημα είναι ασφαλισμένο σε ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος και δραστηριοποιείται  στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΠΥ) και η οποία μετά το ατύχημα πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά της καθώς αποφάσεις των άλλων κρατών μελών εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, παράγουν αποτελέσματα στην Ελλάδα (άρθρο 235 παρ. 1 εδ. στ’).

2                       Η ισότιμη μεταχείριση των παθόντων στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 4 παρ.1 και 2 Συντ. περί της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου που συνέπαγεται ισότητα του νόμου έναντι των πολιτών με την έννοια ότι ο νομοθέτης «κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων  και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων»(ΟλΑΠ 3/2006).

                        Αλλά και χωρίς προσφυγή στις διατάξεις του Συντάγματος, για την υποστήριξη της ανωτέρω άποψης αρκεί η αναφορά στο άρθρο 120 παρ. 1,2,3,4 ν.4364/2016 με το οποίο ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία τα άρθρα 150, 151 και 152 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και το οποίο έχει τον τίτλο «Υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, ισότιμη μεταχείριση αιτούντων αποζημίωση και αντιπρόσωπος» και προβλέπει ρητά την υποχρέωση τήρησης από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις  που λειτουργούν με καθεστώς ΕΠΥ των διατάξεων του ν.489/1976 που αφορούν στην προστασία των αιτούντων αποζημίωση συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι

«1. Σε περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μέσω εγκατάστασής της σε άλλο κράτος – μέλος, καλύπτει υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, στην Ελλάδα, η εν λόγω επιχείρηση οφείλει να εγγραφεί στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και στο Επικουρικό Κεφάλαιο και να καταβάλει τις προβλεπόμενες από τον κ.ν. 489/1976 (Α` 331) εισφορές.

2. Οι ως άνω εισφορές καταβάλλονται αποκλειστικά και μόνο για τους κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, που καλύπτονται μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι εισφορές δε αυτές υπολογίζονται υποχρεωτικά επί της ίδιας βάσης, για τις επιχειρήσεις που καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους μέσω εγκατάστασης στην Ελλάδα.

3. Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί στην Ελλάδα μέσω ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του κ.ν. 489/1976 (Α` 331) και τις εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση που σχετίζονται με την προστασία του αιτούντος αποζημίωση αυτού κανονιστικές πράξεις συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στην Ελλάδα.

4. Για τους ως άνω αναφερόμενους σκοπούς, η επιχείρηση που καλύπτει κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα υποχρεούται να διορίζει ειδικό αντιπρόσωπο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα.»

3                      Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 εδ. στ΄ του π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν.489/1976), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 34 π.δ. 252/1996

«στ. Ασφάλιση με καθεστώς Ελεύθερης Παροχής Υπηρεσιών στην Ελλάδα, σημαίνει κάλυψη του κινδύνου της αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα από ασφαλιστική επιχείρηση που έχει έδρα σε άλλο κράτος-μέλος ή υποκατάστημα ή πρακτορείο της επιχείρησης αυτής σε άλλο κράτος-μέλος»

                        Με το άρθρο 18 π.δ. 237/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 π.δ. 252/1996,προβλέπεται ότι

«μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση  αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ. στ’ του παρόντος»,

Το Επικουρικό Κεφάλαιο, μάλιστα, δημοσιεύει τα μέλη του στην ιστοσελίδα του www.epikef.gr/members, στην κατάσταση δε αυτή συμπεριλαμβάνονται ως μέλη του και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση υπό καθεστώς ΕΠΥ.

4                       Συνεπώς και στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστή με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΠΥ) με ειδικό αντιπρόσωπο ζημιών, το Επικουρικό Κεφάλαιο νομιμοποιείται παθητικά έναντι του ζημιωθέντα σχετικά με τις αξιώσεις αυτού από ασφάλιση της αστικής ευθύνης εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων.

Ε        Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της αδείας της ασφαλιστικής επιχείρησης ο παθών νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει ευθεία αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ανεξάρτητα αν υπάρχει εκκρεμής αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας και ανεξάρτητα από τις ενέργειες τις οποίες θα προβεί έναντι της τελούσας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας, υπό την προϋπόθεση ασφαλώς ότι οι αξιώσεις του έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή και ότι θα τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 19 παρ. 8 π.δ. 237/1986 προπαρασκευαστική διαδικασία με την υποβολή έγγραφης αίτησης αποζημίωσης προς το Επικουρικό Κεφάλαιο.


[1] Η κατάργηση του άρθρου 25 παρ.4 ν.237/1986 περί νόμιμης υποκατάστασης του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή που πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά του, έχει ως συνέπεια  να παραγράφονται οι αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου πριν καν δοθεί η δικονομική δυνατότητα στον παθόντα να τις ασκήσει στις περιπτώσεις που η πτώχευση ή ανάκληση της άδειας του ασφαλιστή επέρχεται μετά την πάροδο πενταετίας από το ατύχημα, ακόμη και αν έχει ασκηθεί εντός αυτής αγωγή κατά του ασφαλιστή που πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά του.  Είναι αξιοσημείωτο ότι στην δεκαετία του 1980 ήταν ιδιαίτερα επίκαιρη η θεωρητική και νομολογιακή διαμάχη περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περιπτώσεις πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή και, συγκεκριμένα, αναφορικά με το αν η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου αρχίζει από την επομένη της ημέρας του ατυχήματος ή από την πτώχευση ή ανάκληση της αδείας του ασφαλιστή.

Παραγραφή των αξιώσεων του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή που πηγάζουν από την ασφάλιση αστικής ευθύνης εκ της κυκλοφορίας του αυτοκινήτου

Ηλία Ι. Κλάππα, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

1      Στα πλαίσια της ασφαλιστικής σύμβασης με την οποία καλύπτεται η αστική ευθύνη εκ της κυκλοφορίας του αυτοκινήτου έναντι τρίτων ζημιωθέντων, απορρέει, κατ’ άρθρον 1 παρ. 1 και 7 παρ. 7 Ν.2496/1997,  η υποχρέωση του ασφαλιστή να παράσχει ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή σε περίπτωση πρόκλησης ζημιών σε τρίτο πρόσωπο από την κυκλοφορία του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Αντίστοιχα, ο ασφαλισμένος, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη κατ’ άρθρον 6β ν.489/1976, έχει δικαίωμα να στραφεί κατά του ασφαλιστή και, ασκώντας αναγωγή, να απαιτήσει απ’ αυτόν όσα τυχόν κατέβαλε ή, κατ’ άρθρον 69 παρ.1 ε ΚΠολΔ, να απαιτήσει όσα τυχόν θα καταβάλει στον τρίτο ζημιωθέντα, περιλαμβανομένων των τόκων και των δικαστικών εξόδων.

2      Το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή που πηγάζουν από τη σύμβαση ασφαλίσεως, δεν ρυθμίζεται από το ν.489/1976, όπως έχει κωδικοποιηθεί και ισχύει με το πδ 237/1986, αλλά ρυθμίζεται από τη γενική διάταξη του άρθρου 10 Ν. 2496/1997, η οποία αντικατέστησε τη διάταξη του άρθρου 195 ΕμπΝ. που ίσχυε μέχρι τις 17-11-1997 και καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 ν.2496/1997.

3      Συγκεκριμένα, όπως δέχεται παγίως η νομολογία, για τις αξιώσεις εκ της σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης του Ν. 489/1976, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν η παραγραφή που ισχύει για τις ασφαλίσεις ζημιών, η οποία είναι πλέον τετραετής κατ’ άρθρον 10 Ν. 2496/1997 (ΑΠ 231/2010, ΕφΛαρ 205/2014), ενώ υπό την ισχύ του 195 ΕμπΝ ήταν τριετής (ΑΠ 1884/2005, ΑΠ 728/1985).

4      Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής ανατρέχει στο τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση και, σύμφωνα με την πάγια άποψη της νομολογίας, ανατρέχει στο τέλος του έτους εντός του οποίου επιδόθηκε στον ασφαλισμένο η αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή εξώδικο διακανονισμό το μέγεθος της αξίωσης του τρίτου, γιατί τότε πραγματώνεται η ασφαλιστική περίπτωση και είναι δυνατή κατ’ άρθρον 251 ΑΚ η δικαστική επιδίωξή της από τον ασφαλισμένο στον ασφαλιστή (ΑΠ 941/2017, ΑΠ 69/2011).

Μάλιστα, ακριβώς επειδή το κρίσιμο γεγονός για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, και κατ’ επέκταση για το εφαρμοστέο δίκαιο, είναι  ο χρόνος άσκησης της αγωγής του τρίτου και όχι ο χρόνος του ατυχήματος, κρίθηκε ότι, από άποψη διαχρονικού δικαίου, έστω και αν το ατύχημα συνέβη πριν τις 17-11-1997 υπό την ισχύ ακόμη του ένατου τμήματος του Εμπορικού Νόμου που ρύθμιζε την ασφαλιστική σύμβαση, εφόσον η αγωγή του τρίτου ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 10 Ν. 2496/1997, ισχύει η τετραετής παραγραφή που αυτό προβλέπει για τις αξιώσεις εκ  της ασφαλιστικής σύμβασης και δεν ισχύει η τριετής παραγραφή τού προϊσχύσαντος άρθρου 195 ΕμπΝ  (ΑΠ 231/2010).

5      Η παραγραφή αυτή των αξιώσεων του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή μπορεί να διακοπεί ή να ανασταλεί σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 255 επ. ΑΚ).

6      Περίπτωση διακοπής της παραγραφής συνιστά και η αναγνώριση κατά την ΑΚ 260 από τον υπόχρεο της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο. Όπως έχει κρίνει ο Άρειος Πάγος, η συμμετοχή του ασφαλιστή στη δίκη για την απόκρουση της αγωγής του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλισμένου συνιστά αναγνώριση της υποχρέωσης του ασφαλιστή για ασφαλιστική κάλυψη και συγχρόνως αναγνώριση της έναντι αυτού αξίωσης του ασφαλισμένου, έστω και αν ο ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος παρίστανται στη δίκη αυτοτελώς και με διαφορετικούς πληρεξούσιους δικηγόρους (ΑΠ 1596/1995, ΑΠ 1275/2009. Επίσης, Κρητικός Αθ. Αποζημίωση, 2008 σελ. 625 – 627).

       Συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος με την 1596/1995 απόφασή του, με την οποία επικύρωσε την απόφαση 7160/1993 του Εφετείου Αθηνών, έκρινε ότι:

«Εξάλλου από το άρθρο  260  ΑΚ,  το  οποίο  ορίζει  ότι  η  παραγραφή διακόπτεται  όταν  ο  υπόχρεος  αναγνωρίσει  την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο, συνάγεται ότι αρκεί για τη διακοπή της  παραγραφής  οποιαδήποτε συμπεριφορά  ή  ενέργεια  του  οφειλέτη προς το δανειστή, με την οποία εκφράζεται ρητώς ή σιωπηρώς, αλλά σαφώς, η πεποίθηση του οφειλέτη  για την  ύπαρξη  της  υποχρεώσεώς  του  και  της αξίωσης του δανειστή, εις τρόπον ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση  της  οικείας  αγωγής, χωρίς  να  είναι  απαραίτητο  η  τοιαύτη  συμπεριφορά  ή  ενέργεια του οφειλέτη να έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα ή να  γίνεται  με  το  σκοπό αναλήψεως  υποχρεώσεως  ή  να  γίνει αποδεκτή από το δανειστή. Τοιαύτη αναγνώριση  συνιστά  και  η  παροχή  νομικής   προστασίας   προς   τον ασφαλισμένο  από  τον  ασφαλιστή,  που συμμετέχει  στη  δίκη  για την απόκρουση της  αγωγής  του  ζημιωθέντος  τρίτου.»
  • Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν αναγνώριση, υπόκειται ανελέγκτως ακυρωτικώς κατά το άρθρο 561 αρ.1 ΚΠολΔ στην κρίση των δικαστηρίων της ουσίας (ΑΠ 1596/1995).
  • Όπως έχει κριθεί νομολογιακά, η συμμετοχή της ασφαλιστικής εταιρείας ως συνεναγόμενης με τον ασφαλισμένο στη δίκη επί της αγωγής αποζημίωσης που άσκησε ο τρίτος για το τροχαίο ατύχημα, κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία αρνήθηκε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και παρείχε, έστω και αυτοτελώς παριστάμενη με δικό της πληρεξούσιο δικηγόρο, νομική προστασία στον ασφαλισμένο της προς απόκρουση της αγωγής του τρίτου, συνιστά αναγνώριση της αξίωσης του ασφαλισμένου έναντι αυτής (ΑΠ 1596/1995, ΕφΠατρών 281/2003).
  • Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας από το τέλος του έτους που ασκήθηκε η αγωγή του τρίτου κατά του ασφαλισμένου, οι αξιώσεις αυτού εκ της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι της εταιρίας δύναται να μην έχουν παραγραφεί, καθώς, με την αναγνώριση από την ασφαλιστική εταιρία της αξίωσής του για ασφαλιστική κάλυψη, επήλθε διακοπή της παραγραφής κατ’ άρθρον 260 ΑΚ.
  • Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου κατ’ άρθρον 270 ΑΚ από τότε που περατώθηκε η διακοπή και, κατ’ αναλογία με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του 270 ΑΚ για την παραγραφή εκ του άρθρου 250 ΑΚ, η παραγραφή στην περίπτωση του άρθρου 10 ν. 2496/1997 αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή, δηλαδή από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο έγινε η τελευταία διαδικαστική πράξη κατά την εκδίκαση της αγωγής του τρίτου στην οποία συμμετείχε η ασφαλιστική εταιρία.
  • Δικονομικά, ο ισχυρισμός του ασφαλισμένου για διακοπή της παραγραφής των αξιώσεών του εκ της ασφαλιστικής σύμβασης, πρέπει να υποβληθεί κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, τόσο με τις προτάσεις όσο και με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά της δίκης (άρθρο 591 παρ.1 δ΄ ΚΠολΔ), ως αντένσταση επί της ένστασης παραγραφής που ήθελε τυχόν προβάλει η ασφαλιστική εταιρία προς απόκρουση της αγωγής αναγωγής του ασφαλισμένου κατ’ αυτής. Η απλή άρνηση από τον ασφαλισμένο της ένστασης παραγραφής της ασφαλιστικής εταιρίας δεν αρκεί για το παραδεκτό της υποβολής του σχετικού ισχυρισμού περί διακοπής της παραγραφής (ΑΠ 1275/2009).

«ΕΝΟΧΗ στο Τροχαίο Ατύχημα: Αρχή Συνετούς Οδήγησης Vs Αρχή Εμπιστοσύνης – Μία αντιδικία με μακρά ιστορία»

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος, Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

Ι           Έννοιες

Α         Έννοια αρχής εμπιστοσύνης

1          Η αρχή της εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε, καταρχήν, στη γερμανική θεωρία δικαίου στη δεκαετία του 1930 υπό τη μορφή μη-κωδικοποιημένου κανόνα στο πλαίσιο της οδικής κυκλοφορίας (συναγόμενου από τον γερμανικό ΚΟΚ, άρθρα 1 παρ.2 και 11 παρ.3), με σκοπό να περιοριστεί το καθήκον επιμέλειας που βαρύνει τους οδηγούς τροχοφόρων.

Η αρχή της εμπιστοσύνης, η οποία είναι υποκατηγορία της «επιτρεπόμενης διακινδύνευσης», αποτελεί κριτήριο οριοθέτησης των «πεδίων ευθύνης» στο χώρο της αμέλειας.

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, καθένας που μετέχει στην οδική κυκλοφορία ως οδηγός ή πεζός, εφόσον τηρεί τους προβλεπόμενους κανόνες κυκλοφορίας, δικαιούται να έχει εμπιστοσύνη ότι και οι λοιποί συμμετέχοντες σε αυτήν θα τηρούν τους κανόνες κυκλοφορίας και δεν υποχρεούται να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα επιμέλειας ούτε να υπολογίζει σε κάθε κίνησή του τυχόν αμέλεια των άλλων.

2          Εντούτοις, σύμφωνα με τους ίδιους τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής, η «αρχή της εμπιστοσύνης» στο πλαίσιο της οδικής κυκλοφορίας αίρεται και, επομένως, ισχύει η λεγόμενη «αρχή της δυσπιστίας» στις ακόλουθες περιπτώσεις, που συνιστούν εξαιρέσεις στην εφαρμογή της αρχής της εμπιστοσύνης.

α. Όταν το ίδιο το πρόσωπο που την επικαλείται συμπεριφέρεται παράνομα, προϋποτιθέμενου βεβαίως ότι η παρανομία αυτή συνέβαλε αιτιωδώς στην πρόκληση του ατυχήματος.

β. Όταν σημειώνονται παραβάσεις που σύμφωνα με την εμπειρία του συγκεκριμένου οδηγού συμβαίνουν συχνά.

γ. Όταν είναι ή θα έπρεπε να είναι διαγνώσιμη η αλλότρια παράβαση, ιδίως όταν το ενδεχόμενο του σφάλματος είναι εμφανές, αλλά ακόμη κι όταν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό εφόσον είχε καταβληθεί η απαιτούμενη επιμέλεια ή

δ. Όταν υφίστανται λόγοι που καθιστούν αστάθμητη τη συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων στην κυκλοφορία, π.χ. πρόκειται για μικρά παιδιά, μεθυσμένους, γέροντες ή για οδικά σημεία, στα οποία πρέπει να υπολογίζει κανείς το ενδεχόμενο να εμφανισθούν αιφνιδίως άλλοι εποχούμενοι ή πεζοί.

Στις περιπτώσεις των ανωτέρω εξαιρέσεων από την αρχή της εμπιστοσύνης, η ευθύνη του δράστη θα κριθεί με βάση τις διατάξεις που καθορίζουν πότε υπάρχει αμέλεια.

Β         Έννοια αρχής συνετούς ή συντηρητικής οδήγησης

Στον αντίποδα της αρχής της εμπιστοσύνης είναι η αρχή της συνετούς ή συντηρητικής οδήγησης.

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, στην οδική κυκλοφορία καθένας από τους μετέχοντες στην κυκλοφορία πρέπει να ρυθμίζει κάθε στιγμή την κίνησή του κατά τρόπο ώστε να συμβάλλει στην αποτροπή του ατυχήματος λαμβάνοντας τα δυνατά σε αυτόν εξασφαλιστικά μέτρα παραιτούμενος από την εμπιστοσύνη σε μία κυκλοφοριακώς ορθή συμπεριφορά άλλου.

Συντηρητική οδήγηση σημαίνει μη-προσκόλληση σε ίδια δικαιώματα και εύνοιες του νόμου και υποχρέωση του οδηγού να κινείται προσεκτικά και συντηρητικά ώστε να μπορεί να αποτρέψει την εμπλοκή σε ατύχημα, ακόμη και με εκείνον που βαίνει αντικανονικώς.

ΙΙ          Ισχύον Δίκαιο – Το νομοθετικό θεμέλιο και οι εφαρμογές της αρχής της συνετούς οδήγησης στις διατάξεις του ΚΟΚ

1          Η νομοθετική επιλογή για νέες αρχές στο κυκλοφοριακό δίκαιο, η οποία εκφράζεται με τρόπο ξεκάθαρο και στις Εισηγητικές και Αιτιολογικές Εκθέσεις των πρόσφατων ΚΟΚ, αποτυπώθηκε στο άρθρο 12 του ΚΟΚ, το οποίο είναι το νομοθετικό θεμέλιο της αρχής της συνετούς οδήγησης και καθιερώνει την υποχρέωση του οδηγού να οδηγεί με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή και να αποφεύγει οποιαδήποτε συμπεριφορά είναι ενδεχόμενο να θέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή περιουσία ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία.

2          Οι γενικοί κανόνες και υποχρεώσεις που εισάγει το άρθρο 12 παρ.1 ΚΟΚ συνδυάζονται με αυτές της διάταξης του άρθρου 19 παρ.1 ΚΟΚ, που επιβάλλει στον οδηγό να λαμβάνει υπόψη του τις επικρατούσες κυκλοφοριακές συνθήκες, ώστε να έχει κάθε στιγμή τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του για να μπορεί να εκτελεί τους εκάστοτε απαιτούμενους χειρισμούς.

3          Η διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 ΚΟΚ δεν είναι μία μεμονωμένη διάταξη, αλλά αντίθετα αποτελεί γενικό κατευθυντήριο κανόνα οδικής συμπεριφοράς, ο οποίος αποτυπώνεται στο σύνολο σχεδόν των διατάξεων του ΚΟΚ περί υπαιτιότητας.

Εξειδικεύσεις της θεμελιώδους αυτής αρχής συναντώνται σε πολλές διατάξεις του ΚΟΚ, οι οποίες, μεταξύ άλλων, επιβάλλουν στον οδηγό να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα επιμέλειας, ώστε να αντιμετωπίσει πιθανή αντικανονική συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων στην κυκλοφορία προς αποφυγή εμπλοκής σε ατύχημα,

Επίσης, είναι πολύ σημαντική, απορρέουσα από τη γενική αρχή της συνετούς οδήγησης, η επιφύλαξη που θέτει ο νομοθέτης σε πληθώρα διατάξεων, σύμφωνα με την οποία επιτρεπτή είναι η συμπεριφορά που δεν προκαλεί «κίνδυνο (στους λοιπούς χρήστες) ή παρακώλυση της κυκλοφορίας».

Από την επιφύλαξη αυτή, όχι μόνο τίθεται όριο στην επιτρεπτή συμπεριφορά των οδηγών, αλλά γεννάται και υποχρέωσή τους για πρόσθετα μέτρα επιμέλειας.

Την ίδια στόχευση, δηλαδή τη λήψη πρόσθετων μέτρων επιμέλειας, έχουν και οι διατάξεις του ΚΟΚ που επιβάλλουν «ιδιαίτερη προσοχή» στον οδηγό.

ΙΙΙ         Η ποινική σημασία των διατάξεων του ΚΟΚ για τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης στο πεδίο της οδικής κυκλοφορίας

1          Προκειμένου να εξακριβώσουμε αν η αρχή της συνετούς οδήγησης που ισχύει στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας έχει εφαρμογή στο ποινικό δίκαιο, θα πρέπει να αναζητήσουμε την ποινική σημασία των διατάξεων του ΚΟΚ περιέχουν κανόνες οδικής συμπεριφοράς.

Οφείλουμε, δηλαδή, να απαντήσουμε στο ερώτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1, 19 και οι λοιπές διατάξεις του ΚΟΚ περί υπαιτιότητας αποτελούν μαζί με τις διατάξεις των άρθρων 302, 314 και 28 ΠΚ, πηγή δικαίου για τον ποινικό δικαστή.

2          Πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ του ισχύοντος δικαίου και του δικαίου που θα έπρεπε να ισχύει, ώστε κατά την αναζήτηση της σημασίας των ισχυουσών διατάξεων του ΚΟΚ να μην γίνει σύγχυση με θεωρία δικαίου και νομολογία που επικρατεί σε άλλες δικαιοπολιτικές τάξεις.

3          Για όλα τα εγκλήματα αμέλειας μέσω της διάταξης του άρθρου 28 ΠΚ, η οποία απαιτεί, προκειμένου να υφίσταται αμέλεια, ο υπαίτιος να επιδείξει «έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει», οδηγούμαστε στους νομικούς κανόνες δικαίου που ισχύουν στην εν λόγω δραστηριότητα, καθώς το αντικειμενικό κριτήριο της αμέλειας, το πώς όφειλε δηλαδή να συμπεριφερθεί ο δράστης κρίνεται με βάση τους οικείους νομικούς κανόνες, την κρατούσα στις συναλλαγές συνήθεια και την κοινή πείρα και λογική.

4          Επομένως, στα τροχαία ατυχήματα προκειμένου να κριθεί αν καταβλήθηκε η απαιτούμενη προσοχή αποβλέπουμε, καταρχήν, στους κανόνες του ΚΟΚ, οι οποίοι ρυθμίζουν την οδική κυκλοφορία.

Κατά συνέπεια, οι κανόνες του ΚΟΚ που ρυθμίζουν ζητήματα υπαιτιότητας αποκτούν σημασία για το ποινικό δίκαιο, καθίστανται πηγή δικαίου για τον ποινικό δικαστή και αποκτούν το χαρακτήρα ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.

ΙV         Νομολογιακή αντιμετώπιση της αμέλειας στα τροχαία ατυχήματα και των διατάξεων του ΚΟΚ

Α         Απόρριψη της αρχής της εμπιστοσύνης από τα ποινικά Δικαστήρια

Στο χώρο του αστικού δικαίου τόσο τα Δικαστήρια της ουσίας όσο και το Ανώτατο Ακυρωτικό φαίνεται ότι έχουν αποδεχθεί ως κρατούσα την αρχή της συνετούς οδήγησης.

Στο χώρο του ποινικού δικαίου η επίκληση της αρχής της εμπιστοσύνης από τα Ελληνικά Δικαστήρια είναι εντελώς σπάνια.

Αντίθετα, ικανό μέρος της ποινικής θεωρίας, προφανώς κάτω από τη γνωστή επιρροή της γερμανικής ποινικής θεωρίας, όπου γίνεται δεκτή η αρχή της εμπιστοσύνης τόσο στο χώρο της οδικής κυκλοφορίας όσο και σε άλλα πεδία συγκλίνουσας δράσης, εξακολουθεί να υποστηρίζει την αρχή της εμπιστοσύνης στο χώρο του Ποινικού Δικαίου, θεωρώντας παραδόξως και αυθαιρέτως ότι είναι η κρατούσα στο πεδίο της οδικής κυκλοφορίας, παραγνωρίζοντας τα ισχύοντα στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τη νομοθετική τομή που επήλθε στο χώρο του Συγκοινωνιακού Δικαίου ήδη από το 1977, αλλά και την πάγια νομολογία.

Η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων αποδεχόμενη την αρχή της συνετούς οδήγησης, χωρίς απαραίτητα να την αναφέρει, εξετάζει την αμέλεια κάθε εμπλακέντος οδηγού χωριστά με προσφυγή στους ειδικούς νομικούς κανόνες που περιλαμβάνει ο ΚΟΚ, χωρίς προσκόλληση σε τυχόν εύνοιες του νόμου (όπως ύπαρξη προτεραιότητας, έλλειψη διάβασης πεζών κτλ), χωρίς συμψηφισμούς του εκατέρωθεν πταίσματος δράστη και παθόντος, περιορίζοντας τη σημασία της συντρέχουσας αμέλειας του παθόντα στο χώρο της επιμέτρησης της ποινής και όχι στην κατάγνωση της ενοχής.

Β         Νομολογία στο ποινικό δίκαιο

Αναφέρονται ενδεικτικά αποφάσεις του ποινικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου που κατ’ εφαρμογή της αρχής της συνετούς οδήγησης, απαιτούν την πλήρη τήρηση όλων των κανόνων του ΚΟΚ χωρίς προσκόλληση σε δικαιώματα και εύνοιες εκ του νόμου και, μάλιστα, απαιτούν πρόσθετα μέτρα επιμέλειας από τον οδηγό προς αποφυγή του ατυχήματος (ΑΠ ποιν 1704/2008, ΑΠ ποιν 918/1982, ΑΠ ποιν 1704/2008, ΑΠ  ποιν 5579/2007, ΑΠ ποιν1635/2009, ΑΠ ποιν 1525/1987, ΑΠ ποιν1153/2005, ΑΠ ποιν630/1975).

V          Συμπέρασμα

1          Πλέον στο ελληνικό δίκαιο που ρυθμίζει την οδική κυκλοφορία, δεν κυριαρχεί η αρχή της εμπιστοσύνης, αλλά η αρχή της συνετούς οδήγησης, νομικό θεμέλιο δε αυτής αποτελεί το άρθρο 12 παρ.1 ΚΟΚ.

Ακόμη και όσοι επικαλούνται μέχρι και σήμερα την αρχή της εμπιστοσύνης, αναγκάζονται να θέτουν όλο και περισσότερα όρια εφαρμογής της, τα οποία πλέον προσεγγίζουν προς την αρχή της συνετούς οδήγησης, δεχόμενοι ότι υφίστανται αρκετές περιπτώσεις όπου η αρχή της εμπιστοσύνης κάμπτεται και υπερισχύει η λεγόμενη αρχή της δυσπιστίας.

2          Η αρχή της εμπιστοσύνης, ως γενικός μετα-κανόνας που περιορίζει το καθήκον επιμέλειας των οδηγών, αποστερεί από την κοινωνία μας, σε συνθήκες ιδιαιτέρως πολύπλοκης και πυκνής κυκλοφορίας, τη δυνατότητα να δημιουργήσει πολλαπλές δικλείδες ασφαλείας για την αντιμετώπιση των πολλαπλών κινδύνων που δημιουργούνται στα πλαίσια της οδικής κυκλοφορίας.

Σωστά έχει επισημανθεί στη θεωρία ότι στη χαώδη ελληνική κυκλοφοριακή πραγματικότητα, αρμόζει η αρχή της καλούμενης συντηρητικής ή αμυντικής οδήγησης.

Αυτή την άποψη υιοθέτησε και ο έλληνας νομοθέτης ήδη από το 1977.

3          Βεβαίως, στο ποινικό δίκαιο δεν είναι επιτρεπτή η αναλογία και η προσφυγή σε γενικούς κανόνες δικαίου προκειμένου να υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των καταδικαστικών αποφάσεων.

Ορθά το Ανώτατο Ακυρωτικό έκρινε ότι ο δικαστής δεν εφαρμόζει αρχές αλλά συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου ως προς την αναζήτηση της υπαιτιότητας και τον καταλογισμό της ενοχής ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση θεωρίας και ισχύοντος κανόνα δικαίου.

Είναι αξιοσημείωτη η απόφαση του Αρείου Πάγου 750/2006, η οποία έχει θέση στην παρούσα εισήγηση, έστω και αν δεν είναι του ποινικού τμήματος, καθώς απηχεί τη γενικότερη στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η συνταγματική απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν ικανοποιείται όταν γίνεται επίκληση μίας αόριστης αρχής ή όρου, όπως η αρχή της εμπιστοσύνης, χωρίς εξειδίκευση αυτού με συγκεκριμένους κανόνες δικαίου και αναφορά σε πραγματικά περιστατικά.

4          Η ευθύνη καθενός από τους εμπλεκόμενους οδηγούς δεν θα κριθεί με την επίκληση της αρχής της εμπιστοσύνης και της επιτρεπτούς διακινδύνευσης, η οποία, μάλιστα, δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη στο δίκαιο οδικής κυκλοφορίας, αλλά με βάση τις διατάξεις που καθορίζουν πότε υπάρχει αμέλεια.

Παραπομπή στην αρχή της εμπιστοσύνης για τη μείωση της ευθύνης των συμμετεχόντων στην κυκλοφορία κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ δεν είναι επιτρεπτή.

5          Μέσω της ρύθμισης του άρθρου 28 ΠΚ, για την κατάφαση της ενοχής για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια στο χώρο της οδικής κυκλοφορίας, ο φυσικός δικαστής οφείλει να κρίνει το αμελές της συμπεριφοράς με βάση τις τηρητέες ειδικές διατάξεις, αξιώνοντας τη μη-καταβολή από τον δράστη της απαιτούμενης κατά αντικειμενική κρίση προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός άνθρωπος οφείλει να καταβάλει με βάση την κρατούσα στις συναλλαγές συνήθεια, την κοινή πείρα και λογική και ασφαλώς με βάση τους νομικούς κανόνες που ισχύουν στην οδική κυκλοφορία.

Συνεπώς, για να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αμέλειας στα τροχαία ατυχήματα απαιτείται η προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 και 19 ΚΟΚ και γενικά σε όλες τις διατάξεις του ΚΟΚ περί υπαιτιότητας, οι οποίες δεν απευθύνονται μόνο στον αστικό αλλά και στον ποινικό δικαστή.

Στις διατάξεις δε του ισχύοντος ΚΟΚ, αποτυπώνονται και εξειδικεύονται κατά τρόπο απολύτως συγκεκριμένο οι παράμετροι ακριβώς της κρατούσας σήμερα στο πεδίο της οδικής κυκλοφορίας αρχής της συνετούς οδήγησης.

5ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου σε συνεργασία με τον
Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών

ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ-Αστική και ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων μερών

Η ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΔΕΕ)
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ

Η περίπτωση του Επικουρικού Κεφαλαίου
Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος Πειραιά, Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

Αθήνα, 20-9-2014

Α         Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΕ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΩΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ

Α.1.     Ο Θεσμικός ρόλος του ΔΕΕ και η νομολογια του για το επικουρικο κεφαλαιο

Α.1.α. Το ΔΕΕ έχει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία εναρμόνισης του δικαίου των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενσωμάτωσης του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη. Η αρχή της αποτελεσματικότητας που διέπει το δίκαιο της ΕΕ συνίσταται στην ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του και εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις του ΔΕΕ.

Α.1.β.  Ο θεσμός του Επικουρικού Κεφαλαίου Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων πλέον των εθνικών διατάξεων, συνταγματικού και νομοθετικού χαρακτήρα, διέπεται και από Κοινοτικές Οδηγίες.

Ειδικότερα οι Κοινοτικές οδηγίες που διέπουν την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα και τους όρους ίδρυσης και λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι οι εξής:

  • Πρώτη  Κοινοτική Οδηγία  :           72/166/ΕΟΚ
  • Δεύτερη                                :           84/05/ΕΟΚ
  • Τρίτη                                      :           90/232/ΕΟΚ
  • Τέταρτη                                  :           2000/26/ΕΚ
  • Πέμπτη                                   :           2005/14/ΕΚ
  • Έκτη (κωδικοποιητική)       :           2009/103/ΕΚ

Α.1.γ.  Το ΔΕΕ έχει επανειλημμένα ασχοληθεί με το νομικό καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου και, μάλιστα, με πρόσφατη νομολογία του, έχει κρίνει επί θεμάτων που έχουν καταστεί επίκαιρα και απασχολούν ιδιαιτέρως την ελληνική νομική νομολογία και θεωρία, λόγω της νομοθέτησης του άρθρου 4 του Ν.4092/2012, το οποίο επέφερε σημαντικές και ιδιαιτέρως εριζόμενες αλλαγές στο καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου τόσο ως προς το εύρος των περιπτώσεων που καλύπτει όσο και το ύψος της αποζημίωσης που αυτό υποχρεούται κατά περίπτωση να καταβάλλει.

Α.1.δ.  Ενδεικτικά αναφέρονται οι πρόσφατες αποφάσεις επί τωνσυνεκδικασθεισών υποθέσεωνDrozdovs κατά Λετονίας (ΔΕΚ C-277/12) καιHaasova κατά Σλοβακίας (ΔΕΚ C-22/2012) , οι οποίες εκδόθηκαν από το ΔΕΕ την ίδια ημέρα, στις 24 Οκτωβρίου 2013, κι επέλυσαν οριστικά θέματα που αφορούν τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, καθώς και τα όρια της δικαιοδοσίας του εθνικού δικαστή στο δίκαιο της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Οι αποφάσεις αυτές ακολουθούν την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ μεταξύ άλλων, αποφάσειςEvans (C-63/2001)[1], Candolin (C-537/2003), Farreli (C-356/2005), σύμφωνα με την οποία, ο μεν εθνικός νομοθέτης έχει τη δικαιοδοσία να καθορίσει τις περιπτώσεις αποζημίωσης (έκταση αποζημίωσης) στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου, πλην όμως τα θέματα που αφορούν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης συμπεριλαμβανομένου του ύψους της ασφαλιστικής κάλυψης, ρυθμίζονται αποκλειστικά από τον κοινοτικό νομοθέτη[2].

Κατά συνέπεια, εφόσον το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, για τις βλάβες αυτές, οι οποίες συγκαταλέγονται στις σωματικές βλάβες κατά την έννοια της δεύτερης κοινοτικής οδηγίας (84/05/ΕΟΚ), δεν επιτρέπεται ο εθνικός νομοθέτης να θεσπίσει  ανώτατα ποσά αποζημίωσης χαμηλότερα από τα όρια που έχουν θεσπιστεί από την κοινοτική οδηγία.

Σημειώνεται ότι στην ίδια κρίση έχει καταλήξει ο Άρειος Πάγος ήδη από το 1993, όταν με την απόφαση 9/1993 της Ολομελείας του έκρινε ότι «το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο, εντός των κατωτάτων ορίων των ασφαλιστικών ποσών, να αποκαταστήσει και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης»

Υπό το φως των αποφάσεων αυτών, η πρόσφατη και ιδιαιτέρως επικριθείσα διάταξη του άρθρου 4 ν. 4092/2012 που τροποποίησε το άρθρο 19 πδ 237/1986παραβιάζει προδήλως το κοινοτικό δίκαιο[3].

Α.2.     ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΕΕ

Α.2.α.Το ερώτημα που γεννάται είναι αν οι αποφάσεις που εκδίδει το ΔΕΕ είναι δεσμευτικές για τον εθνικό δικαστή. Με άλλα λόγια, τίθεται ο προβληματισμός αν ο εθνικός δικαστής και ιδίως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεσμεύεται από τη δικαστική κρίση και τις αποφάσεις του ΔΕΕ επί των θεμάτων επί των οποίων ο ίδιος καλείται να κρίνει.

Α.2.β.  Το ανωτέρω ερώτημα, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, γεννά και ένα επιπλέον ερώτημα: Ποια είναι η ευθύνη του Δημοσίου από αποφάσεις Δικαστικών Αρχών που δεν συνάδουν με τη νομολογία του ΔΕΕ.

Β         ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Β.1.     Πρώιμο Ενωσιακό Δίκαιο Αστικής Ευθύνησ κρατουσ

Β.1.α.  Το ΔΕΕ από νωρίς, ήδη από το 1960, με  την απόφαση Humblet κατά Βελγίου, (ΔΕΚ C-6/60) και Salgoil κατά Ιταλίας, (ΔΕΚ C-13/68), αφενός, εντόπισε το νομοθετικό κενό στο κοινοτικό εν γένει δίκαιο, σε σχέση με την προστασία των ιδιωτών από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους των κρατών μελών, και, αφετέρου, αναγνώρισε την υποχρέωση του κράτους μέλους να αποκαθιστά τη ζημία που προξενείται στον ιδιώτη από την παράβαση του κοινοτικού δικαίου από τα όργανα του κράτους μέλους.

Β.1.β.  Πλην όμως, με την πρώιμη αυτή νομολογία του, έκρινε ότι η νομιμοποίηση και οι ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις αυτής της προστασίας του ιδιώτη εναπόκειντο στα κράτη μέλη, τα οποία είχαν την αρμοδιότητα να καθορίσουν τις σχετικές ρυθμίσεις. Το γεγονός κατέστησε ουσιαστικά ανενεργό το δικαίωμα των ζημιωθέντων, καθώς τα κράτη μέλη αδρανούσαν να προβλέψουν το σχετικό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο.

Β.2.     Ισχύον Ενωσιακό Δίκαιο Αστικής Ευθύνης κρατουσ

Β.2.α.  Η μεταστροφή της νομολογίας του ΔΕΕ επήλθε με την απόφαση Francovich/Bonifaci[4] κατά Ιταλίας (ΔΕΚ συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 καιC-9/90) με την οποία κρίθηκε ότι ναι μεν οι δικονομικές προϋποθέσεις (αρμόδιο Δικαστήριο, ένδικο βοήθημα κλπ.), προστασίας του ιδιώτη σε περίπτωση παραβίασης του κοινοτικού δικαίου, ρυθμίζονται στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, ωστόσο, το ουσιαστικό μέρος της ευθύνης του κράτους μέλους κρίνεται με βάση το κοινοτικό δίκαιο.

Β.2.β   Η απόφαση Francovich/Bonifaci όσο και η μεταγενέστερη απόφαση Brasserie du Pecheur/Factortame (ΔΕΚ συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93), στηριζόμενες στην αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 5 της Συνθήκης της ΕΟΚ, ήδη άρθρο 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε.[5], θέσπισαν κοινοτικού επιπέδου υποχρέωση των κρατών μελών να αποκαθιστούν τις ζημίες τους που προκαλούνται από παραβίαση των κοινοτικών τους υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, αναγνώρισαν την αστική ευθύνη του κράτους μέλους και συγκεκριμένα  την υποχρέωσή του να αποκαθιστά τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, έθεσαν δε τις προϋποθέσεις της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου (βλ. επίσης απόφαση British Telecommunications, ΔΕΚ C-392/93 και απόφαση Hedley Lomas, ΔΕΚ C-5/94).

Β.3.     ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Αστικής Ευθύνης Δημοσίου κατά το Ενωσιακό Δίκαιο

Β.3.α.  Οι τρεις προϋποθέσεις αστικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημία που προκλήθηκε σε ιδιώτη από παράβαση του Κοινοτικού Δικαίου[6], είναι σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ (βλ. απόφαση Brasserie du Pecheur/Factortame επί συνεκδικαζομένων υποθέσεων  ΔΕΚ C-46/93 και ΔΕΚ C-48/93, επίσης,απόφαση AGMCOS.MET, ΔΕΚ C-470/03), οι εξής:

(i) ο παραβιαζόμενος κανόνας να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες,

(ii) η παραβίαση να είναι ΚΑΤΑΦΩΡΗ,

(iii) να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης που υπέχει το κράτος και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες

Β.3.β.  Όσον αφορά στον παραβιαζόμενο κανόνα του ενωσιακού δικαίου, δεν απαιτείται να είναι άμεσης εφαρμογής, όπως οι Κανονισμοί, αλλά αρκεί από την παραβιαζόμενη διάταξη του ενωσιακού δικαίου να αντλούνται έστω και εμμέσως δικαιώματα, όπως είναι οι διατάξεις των Οδηγιών, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι έχουν σαφές περιεχόμενο και απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες[7].

Β.3.γ.  Η έννοια της κατάφωρης παραβίασης

            Κρίσιμη προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου είναι ο χαρακτηρισμός της παραβίασης ως κατάφωρης. Το αποφασιστικό κριτήριο προκειμένου να θεωρηθεί ότι μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι αρκούντως κατάφωρη είναι το αν συντρέχει εκ μέρους του κράτους μέλους, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια (κριτήριο της διακριτικής ευχέρειας).

Το ΔΕΕ έχει δεχθεί ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος, κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, διέθετε πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως αρκούντως κατάφωρης παραβάσεως. (βλ. απόφαση AGMCOS.MET, ΔΕΚ C-470/03, επίσης απόφαση Hedley Lomas, ΔΕΚ C-5/94).

Β.4      ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΕ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Β.4.α.  Τέτοια περίπτωση που το κράτος μέλος διαθέτει περιορισμένο αν όχι ανύπαρκτο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην εκτίμηση του Κοινοτικού Δικαίου, συντρέχει όταν η παράβαση συνεχίζεται παρά την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ή πάγιας σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ, από όπου προκύπτει ότι η επίμαχη συμπεριφορά στοιχειοθετεί παράβαση.

            Συνεπώς, προκύπτει ότι η έκδοση προδικαστικής απόφασης καθώς και η ύπαρξη πάγιας νομολογίας του ΔΕΕ επί του επίδικου θέματος δεσμεύει τα όργανα του κράτους μέλους συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής εξουσίας, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση, η παράβαση του κοινοτικού δικαίου θεωρείται κατάφωρη, ενόψει της προφανούς αντίθεσής της προς την σχετική νομολογία του ΔΕΕ.[8]

Β.4.β.  Πλην όμως, ακόμη και μετά τις αποφάσεις Francovich/Bonifaci και Brasserie du Pecheur/Factortame και παρά την καθιερωθείσα αστική ευθύνη του κράτους μέλους για τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου, έμοιαζε αδιανόητη η αστική ευθύνη του κράτους για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις.

Β.4.γ.  Η στροφή στη νομολογία του ΔΕΕ, επήλθε με την απόφαση Kobler κατά Αυστρίας του 2003 (ΔΕΚ C-224/01), η οποία έκρινε ότι «η αρχή της ευθύνης του Δημοσίου ισχύει για κάθε περίπτωση παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκαλεί την παραβίαση.

Εφόσον, στη διεθνή έννομη τάξη, το κράτος του οποίου γεννάται ευθύνη λόγω παραβιάσεως διεθνούς υποχρεώσεως λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του αν η ζημιογόνος παραβίαση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική, τη δικαστική ή την εκτελεστική εξουσία, το ίδιο, κατά μείζονα λόγο, πρέπει να ισχύει και στην κοινοτική έννομη τάξη, όπου όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένης και της νομοθετικής εξουσίας, υποχρεούνται, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να τηρούν τους επιβαλλόμενους από το κοινοτικό δίκαιο κανόνες, οι οποίοι διέπουν απευθείας την κατάσταση των ιδιωτών»

            Η απόφαση Kobler[9] αναγνώρισε την αστική ευθύνη του κράτους μέλους για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, κι έδωσε νέα διάσταση στην ανάγκη συμμόρφωσης του εθνικού δικαστή στο ενωσιακό δίκαιο και πολύ περισσότερο στη νομολογία του ΔΕΕ που το ερμηνεύει και το εφαρμόζει[10].

Β.4.δ.  Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση Kobler ακολουθεί αντίστοιχη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), η οποία δέχεται δικαίωμα αποζημίωσης του πολίτη σε περίπτωση προσβολής θεμελιώδους δικαιώματός του προστατευόμενου από την ΕΣΔΑ, ακόμη και όταν η προσβολή προέρχεται από δικαστική απόφαση.

Β.4.ε.  Συγκεκριμένα, η απόφαση Kobler δέχθηκε ότι παράβαση του ενωσιακού δικαίου με δικαστική απόφαση, υφίσταται στην εξαιρετική περίπτωση που ο δικαστής προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο δίκαιο, περίπτωση που συντρέχει όταν υπάρχει διατυπωμένη γνώμη κοινοτικού οργάνου ή κρίση του ΔΕΕ επί προδικαστικού ζητήματος ή πάγια νομολογία του ΔΕΕ επί του επίδικου θέματος .

 Η απόφαση έκρινε ότι μεταξύ των στοιχείων που εξετάζονται για το πρόδηλο της παραβίασης από το δικαστή του εφαρμοστέου δικαίου «περιλαμβάνονται, ιδίως ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβιάσεως, ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης, η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης ενός κοινοτικού οργάνου, καθώς και η συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ.

Εν πάση περιπτώσει, η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη, όταν η σχετική απόφαση εκδόθηκε κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Brasserie du pecheur και Factortame, σκέψη 57)»

Β.4.στ.Επίσης, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, ένα από τα στοιχεία που καθορίζουν αν συντρέχει η περίπτωση της κατάφωρης παράβασης, είναι και η
μη-συμμόρφωση του ανώτατου εθνικού δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δυνάμει του άρθρου 234 γ’ εδάφιο της Συνθήκης της ΕΚ (απόφαση Kobler, ΔΕΚ C-224/01 σκέψη 55)

            Σημειώνεται ότι, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η κρίση του ΔΕΕ επί προδικαστικής παραπομπής που αφορά στην ερμηνεία κοινοτικής πράξης, δεσμεύει στο πλαίσιο της κύριας δίκης το εθνικό δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, επιπλέον, όμως, δεσμεύει εμμέσως και τα υπόλοιπα εθνικά δικαστήρια, εφόσον ούτε αυτά μπορεί να αποκλίνουν από μία τέτοια απόφαση. Οι δε προδικαστικές αποφάσεις του ΔΕΕ, με τις οποίες αποσαφηνίζεται η έννοια και το περιεχόμενο μιας κοινοτικής διάταξης, ισχύουν κατά κανόνα αναδρομικά από τη χρονική στιγμή που τέθηκε η διάταξη αυτή σε ισχύ.

Β.4.ζ.  Ουσιαστικά με την απόφαση Kobler δεν προστέθηκε μία ακόμη προϋπόθεση για την ευθύνη του κράτους σε περίπτωση παραβίασης, αλλά εξειδικεύθηκε η περίπτωση της κατάφωρης παραβίασης του κοινοτικού δικαίου, στην περίπτωση που αυτή επέρχεται με δικαστική απόφαση του κράτους μέλους[11].

Β.4.η.  Μάλιστα, παρότι γίνεται δεκτό ότι απόκειται στο κράτος μέλος να αποκαταστήσει  την προκληθείσα ζημία στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, το ΔΕΕ με τη μεταγενέστερη απόφαση Traghetti del Mediterraneo του 2006 (ΔΕΚ C-173/2003) έκρινε ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να περιορίσει τη θεμελίωση της ευθύνης του κράτους από παράνομες αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων, μόνο σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του ανώτατου δικαστή, αλλά αρκεί να συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις που η νομολογία του ΔΕΕ έχει καθιερώσει και έχει νομολογιακά  διαπλάσει.[12]

Γ         ΤΙ ΔΕΧΕΤΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Γ.1.     υποχρεωση συμμορφωσης με το κοινοτικο δικαιο

Γ.1.α.  Η ελληνική νομολογία έχει αναγνωρίσει από νωρίς την υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη αλλά και του εθνικού δικαστή, να συμμορφώνεται με το κοινοτικό δίκαιο, τόσο με τις διατάξεις που έχουν άμεση ισχύ, όσο και με αυτές που έχουν έμμεση ισχύ και απαιτούν ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο, όπως οι Οδηγίες (βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 23/1998, ΟλΑΠ 11/2013) [13].

Γ.1.β.  Στα πλαίσια της υποχρέωσης αυτής, αναγνωρίστηκε όχι μόνο η θετική υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου αλλά και η αρνητική του υποχρέωση «να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων» (ΟλΑΠ 11/2013, ΑΠ 926/2011, ΑΠ 631/2011).

Γ.2.     ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΕΕ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ 

Γ.2.α   Όσον αφορά στο θέμα της συμμόρφωσης του εθνικού δικαστή με τις αποφάσεις του ΔΕΕ, η νομολογία των ελληνικών  δικαστηρίων, δέχεται ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο έτσι ώστε να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του ΔΕΕ (βλ. ενδεικτικά, ΔιοικΠρωτΙωαννίνων 131/2006). Η απόφαση του ΔΕΕ που διαπιστώνει  την παράβαση του κράτους μέλους έχει μεν αναγνωριστικό χαρακτήρα, χωρίς να ακυρώνει ή να καταργεί την εθνική ρύθμιση που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, για τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους που έκανε την παράβαση, αυτό συνεπάγεται την απαγόρευση εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης.

Γ.2.β.  Μάλιστα με την πρόσφατη 16/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι «η άρνηση ή η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την εκκρεμή σ’ αυτό υπόθεση με βάση την ερμηνεία, που δόθηκε στο ενωσιακό δίκαιο από το Δικαστήριο της Ένωσης, συνιστά παράβαση του δικαίου αυτού, η οποία στην Ελλάδα ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 των άρθρ. 559 ή 560 ΚΠολΔ. Η ίδια παράβαση συντελείται ακόμη και όταν το εθνικό δικαστήριο δεν εφαρμόζει μεν ευθέως το δίκαιο της Ένωσης, αλλά ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου, που ενσωματώνουν αντίστοιχες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, τις οποίες όμως και πάλι παραβιάζει, αν τελικά ερμηνεύει τις εσωτερικές ρυθμίσεις  κατά τρόπο αντίθετο προς την ερμηνεία προηγουμένως των ενωσιακών ρυθμίσεων από το Δικαστήριο της Ένωσης.[14]»

Γ.2.γ.  Επιπλέον, ο Άρειος  Πάγος με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας 16/2013, επαναβεβαίωσε τη θέση της θεωρίας και της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία και η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, επίσης δεσμευτική για το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε το σχετικό προδικαστικό ερώτημα όσο και για όλα τα άλλα εθνικά δικαστήρια που τυχόν θα δικάσουν στη συνέχεια την υπόθεση. Όπως αναφέρεται στην απόφαση,
«η δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής δεν προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη της Ένωσης, είναι όμως αναμφίβολη, αφού μόνον έτσι εξυπηρετείται ο σκοπός της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (…)[15]»

Γ.3.     ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Γ.3.α.  Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει την καθιερωθείσα από τη νομολογία του ΔΕΕ αστική ευθύνη του κράτους μέλους, σε περίπτωση παράβασης του κοινοτικού δικαίου και, μάλιστα έχουν επιδικάσει αποζημιώσεις σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως ενδεικτικά στην περίπτωση της υπ’ αριθ. 17346/2008 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιδίκασε αποζημίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από τις μη-νόμιμες πράξεις οργάνων του Δημοσίου αντικείμενες  σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

Γ.3.β.  Ωστόσο, παρά την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ, αρχής γενομένης από την απόφαση Kobler, τα ελληνικά δικαστήρια είναι πολύ διστακτικά να  θεμελιώσουν ευθύνη του ελληνικού δημοσίου για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων και τυχόν παράνομες  πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών  λειτουργών  κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου (βλ. σχετική διαπίστωση στην απόφαση 47/2008 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης)[16]

Γ.3.δ.  Παρόλα αυτά, έστω και δειλά, εμφανίζονται αποφάσεις που όχι μόνο  τονίζουν την  υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων  για συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΔΕΕ, αλλά αναγνωρίζουν ότι θεμελιώνεται ευθύνη του κράτους μέλους για τη ζημία που υφίσταται ο ιδιώτης, εξαιτίας της κατάφωρης παράβασης του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια (ΔιοικΠρωτΛάρισας 41/2008,  ΔιοικΠρωτΙωαννίνων 131/2006)[17].

Δ          ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Δ.1,     Οι αποφάσεις του ΔΕΕ δεν περιορίζονται στα στενά όρια της επίλυσης των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ διαφυλάσσουν και αναπτύσσουν το κανονιστικό περιεχόμενο του ενωσιακού δικαίου, δεσμεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο τον εθνικό δικαστή.

Τυχόν διαφορετική αντιμετώπιση των αποφάσεων του ΔΕΕ αφενός, θα αποδυνάμωνε την αυθεντία του Δικαστηρίου, αφετέρου θα υπέσκαπτε την ασφάλεια δικαίου και θα υπονόμευε την εναρμόνιση των εθνικών έννομων τάξεων με τις επιταγές της Συνθήκης.

Δ.2,     Το ΔΕΕ με την πάγια νομολογία του αλλά και τις αποφάσεις του επί προδικαστικών ζητημάτων, δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ακόμη και των κρατών μελών που δεν ήταν διάδικα μέρη κατά την εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον του ΔΕΕ, καθώς στην περίπτωση αυτή, υφίσταται η προϋπόθεση του «κατάφωρου» της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από το εθνικό δικαστήριο.

Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις που το ΔΕΕ έχει διαμορφώσει πάγια νομολογία ή έχει κρίνει επί συναφών προδικαστικών  ζητημάτων που παραπέμφθηκαν σε αυτό από εθνικό δικαστήριο, ο εθνικός δικαστής διαθέτει πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, με αποτέλεσμα η μη-συμμόρφωση με το εφαρμοστέο δίκαιο να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως πρόδηλης παράβασης του κοινοτικού δικαίου.

Δ.3.     Η σημασία της εναρμόνισης της εθνικής νομολογίας με τη νομολογία του ΔΕΕ, έχει επιπρόσθετα τονιστεί με την αναγνώριση αποζημιωτικής ευθύνης του δημοσίου σε περίπτωση παράβασης του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί από το ΔΕΕ , από τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια.

Δ.4.     Το ΔΕΕ έχει πλούσια νομολογία για θέματα που αφορούν το Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και, επομένως, περίπτωση πεπλανημένης κατανόησης του κοινοτικού δικαίου
δεν υφίσταται σχετικά με τις κοινοτικές Οδηγίες που ρυθμίζουν το καθεστώς του. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ήταν διάδικο μέρος στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι σχετικές αποφάσεις, δεν περιορίζει τη σημασία των αποφάσεων αυτών για τον εθνικό δικαστή.

            Ο εθνικός δικαστής όχι μόνο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις αποφάσεις του ΔΕΕ αλλά δεσμεύεται να υιοθετήσει τα πορίσματα αυτών, εφόσον υφίσταται κρίση του ΔΕΕ επί προδικαστικού ζητήματος που απασχολεί τον εθνικό δικαστή ή πάγια νομολογία του ΔΕΕ επί του επίδικου θέματος.

Δ.5.     Σε περίπτωση δε, που κριθεί ότι παρά τις ήδη εκδοθείσες αποφάσεις του ΔΕΕ, εξακολουθούν να υφίστανται εριζόμενα ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία των κοινοτικών Οδηγιών, που διέπουν το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου, απαιτείται η υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΕ

Όπως έχει κρίνει το ΔΕΕ στην απόφαση Kobler και όπως δέχεται η θεωρία[18], ακόμη και η μη-συμμόρφωση του ανώτατου εθνικού δικαστηρίου με την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για αμφισβητούμενα θέματα που αφορούν το κοινοτικό δίκαιο και γενικότερα η
μη-επίδειξη της προσήκουσας επιμέλειας για την αποφυγή του σφάλματος στην ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, συνιστά κατάφωρη παραβίασή του.


[1] Με την απόφαση Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου (ΔΕΚ C-63/2001), το ΔΕΕ έκρινε ότι
«Σε αντίθεση με το θύμα που υπέστη ζημίες στο εντοπισθέν όχημα, το θύμα που υπέστη ζημίες από όχημα αγνώστων στοιχείων τελεί συνήθως σε αδυναμία να προβάλει το δικαίωμά του προς αποκατάσταση ενώπιον των δικαστηρίων λόγω της αδυναμίας εντοπισμού του αντιδίκου (σκέψη 22). Όσον αφορά τα ανεπαρκώς ασφαλισμένα οχήματα, ακόμη και αν το θύμα είναι σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αντιδίκου προκειμένου να προσφύγει στη δικαιοσύνη, υπάρχει κίνδυνος παρόμοια προσφυγή να αποδεικνύεται συνηθέστατα περιττή για τον λόγο ότι ο αντίδικος δεν διαθέτει τα αναγκαία οικονομικά μέσα προς εκτέλεση της εκδιδόμενης εις βάρος του δικαστικής αποφάσεως, ακόμη δε και να καταβάλει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στα πλαίσια της ένδικης προσφυγής (σκέψη 23)»

Για το λόγο αυτό, κρίθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.4 της Δεύτερης Οδηγίας (84/5/ΕΟΚ), κάθε κράτος μέλος οφείλει «να ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά εντός των ορίων της υποχρεώσεως ασφαλίσεως τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλεί αγνώστων στοιχείων ή ανεπαρκώς ασφαλισμένο όχημα (σκέψη 24)

Μάλιστα, προς άρση αμφισβήτησης για τα όρια της υποχρεωτικής ασφάλισης, παραπέμπει στο άρθρο 3 παρ.1 της Πρώτης Οδηγίας, σύμφωνα  με το οποίο η επιβαλλόμενη υποχρέωση ασφάλισης καλύπτει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, «τουλάχιστον εντός των ορίων των κατωτάτων εγγυημένων ποσών που ορίζει ο κοινοτικός νομοθέτης (σκέψη 25)»

[2] Η απόφαση Gabor Csonka κατά Ουγγαρίας (ΔΕΚ C-409/11) που εκδόθηκε στις 11-07-2013,προγενέστερα των αποφάσεωνDrozdovs κατά Λετονίας (ΔΕΚ C-277/12) καιHaasova κατά Σλοβακίας (ΔΕΚ C-22/2012), παρότι δέχεται ότι πριν την 1-1-2010 (οπότε προβλέφθηκε νομοθετικά στην Ουγγαρία αρμόδιος οργανισμός  για την καταβολή αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από όχημα σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή), δεν υπήρχε σχετική κοινοτική υποχρέωση της Ουγγαρίας, παρόλα αυτά δέχεται ότι «(…) όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 7, της δεύτερης οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν, όσον αφορά τις προϋποθέσεις παρεμβάσεως του εθνικού οργανισμού αποζημιώσεως, μέτρα που είναι ευνοϊκότερα για τα θύματα, σε σχέση με τα μέτρα που προβλέπουν οι οδηγίες περί ασφαλίσεως αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων.»

Δεδομένου ότι στην Ελλάδα (όπως πλέον και στην Ουγγαρία, μετά την 1-1-2010), προβλέπεται παρέμβαση του Επικουρικού Κεφαλαίου για καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή, ισχύει η πάγια νομολογία του ΔΕΕ που θεσπίζει τα όρια δικαιοδοσίας του εθνικού και κοινοτικού νομοθέτη. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει αποζημίωση σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή για σωματικές βλάβες και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης, τότε τα κατώτερα όρια της ασφαλιστικής κάλυψης ρυθμίζονται από τον κοινοτικό νομοθέτη.

 Η απόφαση Gabor Csonka κατά Ουγγαρίας (ΔΕΚ C-409/11)δεν επηρεάζει την πάγια αυτή νομολογία του ΔΕΕ περί των ορίων δικαιοδοσίας του εθνικού και του κοινοτικού νομοθέτη, γι’ αυτό άλλωστε και μεταγενέστερα αυτής, εκδόθηκαν στις 24-10-2013 οι αποφάσεις Drozdovs κατά Λετονίας (ΔΕΚ C-277/12) καιHaasova κατά Σλοβακίας (ΔΕΚ C-22/2012) που επαναλαμβάνουν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση  τη σχετική πάγια νομολογία του ΔΕΕ.

[3] Το ΔΕΕ θέλοντας να επιδείξει την αποφασιστικότητά του να επιλύσει το θέμα αυτό οριστικά με ενιαίο τρόπο που να μην αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης στον  εθνικό νομοθέτη αλλά και στα εθνικά δικαστήρια να επανέλθουν επί του θέματος, παρότι επιλήφθηκε σε διαφορετικό χρόνο των προδικαστικών ερωτημάτων, εξέδωσε τις δύο αποφάσεις του (ΔΕΚ C-277/12 και  C-22/2012) ταυτόχρονα την ίδια ημέρα 24-10-2013 και τις συνόδευσε, μάλιστα, με κοινό ανακοινωθέν τύπου που αναφέρει ότι «εφόσον τα μέλη της οικογένειας του θύματος τροχαίου  ατυχήματος έχουν κατά την εθνική νομοθεσία, το δικαίωμα να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική οδύνη που έχουν υποστεί, η εν  λόγω χρηματική ικανοποίηση πρέπει να καλύπτεται από την ασφάλιση του οχήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κατώτατα όρια που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης για τις σωματικές βλάβες ισχύουν και για την ψυχική οδύνη». βλ. αναλυτικά σε σχόλιο υπογράφοντος στην ΕπΣυγκΔ, 2013 σελ.379, κάτωθι της ΔΕΕ C-277/12.

Επίσης, σχετικά με τη νομολογία του ΔΕΕ για το Επικουρικό Κεφάλαιο, βλ. Αμπατζή Γ. «Επικουρικό Κεφάλαιο-Ένας Κοινωνικός Θεσμός στο Στόχαστρο του Εθνικού Νομοθέτη-Η Αντίθεση των διατάξεων του άρθρου 4 Ν.4092/2012 προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Νομολογία του ΔΕΚ» ΕπΣυγκΔ , 2013,  σελ.9.

[4] Η επιχειρηματολογία του Γενικού Εισαγγελέα J. Mischo στις προτάσεις του για τις υποθέσεις αυτές, στηρίχθηκε στην αρχή της αποτελεσματικότητας που διέπει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την  οποία αρχή γεννάται η υποχρέωση του κράτους μέλους, σε επίπεδο ενωσιακού πλέον δικαίου, προς αποζημίωση.

[5] Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το οποίο μνημονεύεται και στην απόφαση Humblet (ΔΕΚ C-6/60), προβλέπεται ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης».

[6] Οι προϋποθέσεις για την αστική ευθύνη του Δημοσίου σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, (άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ), διαφέρουν από αυτές που έχει καθιερώσει η νομολογία του ΔΕΕ, και συγκεκριμένα είναι: 1) Νομική πράξη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη παρά την σχετική υποχρέωση, 2) Η πράξη, η παράλειψη ή η υλική ενέργεια να προέρχεται από κρατικό όργανο, 3) Η δράση του κρατικού οργάνου  θα πρέπει  να λαμβάνει χώρα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δηλαδή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, 4) η πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια να είναι  παράνομη, 5) ζημία, υλική ή ηθική, του ιδιώτη, 6) Η παραβιαζόμενη διάταξη να  μην έχει τεθεί και να μην αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και 7) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας της Διοίκησης και του ζημιογόνου αποτελέσματος.

[7] Το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (πρώην άρθρο 249 ΕΚ) προβλέπει πέντε είδη νομικών μέσων, που έχουν το  καθένα διαφορετικές επιπτώσεις  επί των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, δεδομένου ότι ορισμένα εφαρμόζονται άμεσα στα νομικά συστήματα των κρατών μελών (Κανονισμοί και Αποφάσεις), ενώ άλλα επιβάλλουν προσαρμογή των εθνικών διατάξεων στην ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγίες, Συστάσεις και Γνώμες).

[8] Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η θεμελίωση της υπ’ αριθ. 131/2006 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, η οποία μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «(…) αν το ΔΕΚ διαπιστώσει ότι κάποιο κράτος  μέλος έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και το κράτος αυτό δεν συμμορφωθεί με  την απόφαση του ΔΕΚ δημιουργείται τεκμήριο για τον πρόδηλο χαρακτήρα της παράβασης ….  Μάλιστα, σύμφωνα με αυτή την νομολογία, είναι αδιάφορο  αν η παραβιαζόμενη διάταξη έχει ή όχι άμεσο αποτέλεσμα,  καθώς και σε ποιο όργανο του κράτους (της νομοθετικής, εκτελεστικής ή δικαστικής λειτουργίας) καταλογίζεται  η παράβαση».

[9] Ο  G. Kobler, τακτικός καθηγητής σε Πανεπιστήμιο της Αυστρίας, άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον Πρωτοδικείου της Αυστρίας κατά του Αυστριακού Δημοσίου, υποστηρίζοντας ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, με την από 24-6-1996 απόφασή του, παραβίασε τις κοινοτικές διατάξεις όπως τις είχε ερμηνεύσει το ΔΕΕ. Το Πρωτοδικείο της Αυστρίας, απηύθυνε στο ΔΕΕ αίτημα για έκδοση προδικαστικής απόφασης, με πέντε  προδικαστικά ερωτήματα , τα οποία αφορούσαν τυχόν στοιχειοθέτηση αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου κράτους μέλους.

[10] Σύμφωνα με το ΔΕΕ στην απόφαση Kobler, η άσκηση της σχετικής αγωγής αποζημίωσης, ναι μεν δεν θίγει το δεδικασμένο που πηγάζει από τις δικαστικές αποφάσεις και κατ’ επέκταση δεν αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του κρατικού οργάνου που εξέδωσε την απόφαση, παρέχει όμως τη δυνατότητα αποκατάστασης των ζημιών από την εσφαλμένη αμετάκλητη απόφαση και κατ’ επέκταση επιβάλλει ουσιαστικά στα ανώτατα δικαιοδοτικά όργανα των κρατών μελών την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.(βλ. σχετικά Παπαγιαννόπουλου Γ. «Θεμελίωση αποζημιωτικής κατά του Δημοσίου αγωγής, σε παράνομη και ζημιογόνο συμπεριφορά οργάνου που ανήκει στη δικαστική λειτουργία»  σε ΔιοικΔίκη 2002,849).

[11]  Βλ. Αυδίκος Γρ.,«Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξη της στην εθνική έννομη τάξη» σελ.9(ομιλία στην εκδήλωση του ΝΣΚ της 21-11-2013)

[12] Πρέπει να παρατηρηθεί ότι «η νομολογιακή διάπλαση του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου, ουσιαστικά δημιουργεί ένα νέο  νόμιμο λόγο ευθύνης επιπλέον του εθνικού πλαισίου του 105, 106  ΕισΝΑΚ» (Μεταξάς Αντ. «Ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις ανώτατων εθνικών δικαστηρίων», Αθήνα 2003, σελ.23)

[13] «Το άρθρο 10 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, κατάλληλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το Κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου… Τόσο ο εθνικός νομοθέτης όσο και ο εθνικός δικαστής δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ούτε να παρερμηνεύουν τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από 1.1.1981 , δυνάμει της από 28.5.1979 Σύμβασης Προσχωρήσεως της Ελλάδας στην ΕΟΚ , η οποία κυρώθηκε με το Ν. 945/1979 (ΟλΑΠ 23/1998)» ΑΠ 926/2011.

[14] Όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση 16/2013 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «(…) κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή,  είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).»

[15] Βλ. επίσης Ψαρρά Μ. «Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην αμφισβητούμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ στην προδικαστική παραπομπή» σε ΕΕυρΔ 4:2013, σελ.5

[16]             Βλ. επίσης Λαϊνιώτη Α. «Η αστική ευθύνη του κράτους από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας», σε ΔιοικΔίκη 2006,561, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται, με σχετικές νομολογιακές παραπομπές, ότι «η νομολογία εμφανίστηκε ιδιαίτερα διστακτική στο να αποδεχθεί την αστική ευθύνη του κράτους, κυρίως αναφορικά με την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα, ας μου επιτραπεί η έκφραση ως ένα θέμα «ταμπού», παρά το γεγονός  ότι η θεωρητική αντιμετώπιση του θέματος τούτου-τουλάχιστον από τη μεγαλύτερη μερίδα των θεωρητικών- υπήρξε διαφορετική

[17]             Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πρόταση σχετικά με την αρμοδιότητα  του εθνικού δικαστηρίου για την εκδίκαση της σχετικής αποζημιωτικής αγωγής, η οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να είναι αρμόδιο το Διοικητικό Πρωτοδικείο κατά τη γενική ρύθμιση του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αλλά «λόγω της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης (εξέταση έστω και παρεμπιπτόντως απόφασης ανωτάτου δικαστηρίου) να εκδικάζονται οι σχετικές διαφορές σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από ένα ανώτατο δικαστήριο, όπως το δικαστήριο του άρθρου 99 του Συντάγματος» ( Λαϊνιώτη Α. , ο.π., σε ΔιοικΔίκη 2006,571)

[18]βλ. σχετικά  Γεωργακόπουλος Π. , επ. Πρόεδρος ΝΣΚ, «Α. Η νομική βάση της ευθύνης και Β. Έννοια της κατάφωρης παραβίασης», σελ.8 στην επιστημονική εκδήλωση του ΝΣΚ της 21-11-2013 με θέμα «Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξη της στην εθνική έννομη τάξη)

«Κριτική θεώρηση των νέων διατάξεων περί Επικουρικού Κεφαλαίου:

Τα θύματα και οι πρώην ασφαλισμένοι ως έμμεσοι χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου»*

Ηλίας Ι. Κλάππας, Δικηγόρος Πειραιά

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι           Νομοθετικές τροποποιήσεις με το άρθρο 4 ν.4092/2012

ΙΙ         Οι χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου

ΙΙΙ        Προσφορότητα και αναγκαιότητα της λύσης που επέλεξε ο νομοθέτης – Προβληματισμοί περί δημοσίου συμφέροντος

IV        Η Δικαιοσύνη απέναντι στο άρθρο 4 ν.4092/2012

Α         Τα δικαστήρια είναι κατά το Σύνταγμα και το νόμο μόνα αρμόδια να εφαρμόσουν ή να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις και όχι το Επικουρικό Κεφάλαιο

Β         Ο ισχυρισμός περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου αποτελεί ένσταση και δεν λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο

Γ          Αντισυνταγματικότητα του νόμου και αντίθεσή του με την ΕΣΔΑ και το κοινοτικό δίκαιο

1          Η επιβολή ανώτατου ορίου 6.000 ευρώ στην υποχρέωση αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης

2          Η επιβολή ανώτατου ορίου αποζημίωσης των ζημιωθέντων και κλιμακωτής μείωσης της δικαιούμενης αποζημίωσης, σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης άδειας ασφαλιστή

3          Υποχρεωτική εξώδικη προδικασία

4          Αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου

5          Περί της αναδρομικής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 4 ν.4092/2012

V         Αντί επιλόγου

* Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 15-2-2013 στο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου το διήμερο 15/16-2-2013 στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Επικουρικό Κεφάλαιο: Δικαιοπολιτικά ζητήματα εναρμόνισης του άρθρου 4 του Ν.4092/2012 με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία».

Με το άρθρο 4 του ν.4092/2012 (ΦΕΚ Α 220/8-11-2012) επήλθαν σημαντικές νομοθετικές τροποποιήσεις στο καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, οι διατάξεις αυτές λήφθηκαν για να διασφαλιστεί «η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, επιχειρώντας να σταθμιστούν οι υποχρεώσεις του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση».

Σύμφωνα με την Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών των Ρυθμίσεων, ο στόχος των διατάξεων είναι να τονωθεί η ρευστότητα του Επικουρικού Κεφαλαίου και να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα που αυτό παρουσιάζει.

Ι           Νομοθετικές τροποποιήσεις με το άρθρο 4 ν.4092/2012

Πώς αντιμετώπισε ο νομοθέτης το ζήτημα της οικονομικής αδυναμίας του Επικουρικού Κεφαλαίου[1]

            ΠΡΩΤΟΝ, κατήργησε την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου για ατυχήματα τελούμενα από πρόθεση.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, επέβαλε ανώτατο πλαφόν 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για όλες τις περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου (άγνωστος ο υπέχων την ευθύνη, ανασφάλιστο όχημα, πτώχευση ή ανάκληση αδείας ασφαλιστή).

ΤΡΙΤΟΝ, επέβαλε ανώτατο όριο 100.000 ευρώ συνολικά για όλους τους δικαιούχους αποζημίωσης σε περιπτώσεις πτώχευσης ή ανάκλησης αδείας ασφαλιστικής εταιρίας και, μάλιστα, με ποσόστωση από το πρώτο ευρώ και κλιμακωτή μείωσή της από 90% μέχρι 70% επί του συνόλου της αποζημίωσης. Κατ’ εξαίρεση, προβλέφθηκε δυνατότητα αύξησης της αποζημίωσης άνω των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που υπέστησαν αναπηρία μετά Υπουργική Απόφαση εκδιδόμενη μετά από γνώμη του ΚΕΠΑ.

ΤΕΤΑΡΤΟΝ, αύξησε την εισφορά υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου από 5% επί των καθαρών ασφαλίστρων του κλάδου αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα σε 6% επί των ακαθαρίστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων.

ΙΙ         Οι χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου

            Α         Άμεσοι χρηματοδότες

Ευθέως από το  νόμο χρηματοδότες του Επικουρικού είναι οι ασφαλιστικές εταιρίες και οι ασφαλισμένοι, που καταβάλουν εισφορά ίση πλέον με το 6% επί των ακαθαρίστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων του κλάδου αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα. Σημειωτέον ότι η εισφορά αυτή βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (20 παρ.1 ΠΔ 237/1986).

Β         Έμμεσοι χρηματοδότες

Ο νομοθέτης, όμως, δεν αρκέστηκε στην αύξηση από 5%  επί των καθαρών σε 6% επί των ακαθαρίστων ασφαλίστρων, της εισφοράς υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά επενέβη στη νομοθεσία που αφορά στις περιπτώσεις ευθύνης και το μέτρο ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, περιορίζοντάς το δραστικά.

Τι σημαίνουν οι νομοθετικές αυτές τροποποιήσεις για τα θύματα και τους πρώην ασφαλισμένους, οι οποίες μάλιστα έχουν και αναδρομική ισχύ για τις ήδη γεννημένες αξιώσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, προκύπτει από τα ακόλουθα παραδείγματα:

1          Περίπτωση θανατηφόρου τραυματισμού

       Τι ζητήματα γεννώνται για την οικογένεια του θύματος

Παράδειγμα: Ποδηλάτης 30 ετών κινούμενος κανονικά παρασύρεται  από αυτοκίνητο με αποτέλεσμα να τραυματισθεί θανάσιμα, ενώ ο υπαίτιος οδηγός παραμένει άγνωστος καθώς εγκατέλειψε τον τόπο του ατυχήματος. Ο θανών αφήνει 30 χρονών χήρα και ανήλικο παιδί 3 ετών.

Σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε προ ν.4092/12, εκτός από τα έξοδα κηδείας και την αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής, η μεν χήρα θα λάμβανε ψυχική οδύνη κυμαινόμενη, συνήθως, μεταξύ 80.000-100.000 ευρώ και το τέκνο θα λάμβανε ψυχική οδύνη κυμαινόμενη συνήθως μεταξύ 60.000-100.000 ευρώ[2].

            Με το ισχύον σήμερα καθεστώς, η χήρα και το τέκνο δικαιούνται να λάβουν, στην καλύτερη περίπτωση, 6.000 ευρώ ο καθένας για ψυχική οδύνη και με το υπόλοιπο ποσό που θα λάμβαναν, αν δεν είχε τροποποιηθεί ο νόμος, ουσιαστικά χρηματοδοτούν το Επικουρικό Κεφάλαιο για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην Αιτιολογική Έκθεση.

1β        Τι ζητήματα γεννώνται για τον πρώην ασφαλισμένο

            Ας υποτεθεί ότι στο προηγούμενο παράδειγμα του ποδηλάτη ο οδηγός που τον τραυμάτισε θανάσιμα δεν ήταν άγνωστος, αλλά ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος ασφαλισμένος στην εταιρία Εvima, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια εντελώς πρόσφατα, στις 8-2-2013, και ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του οδηγού λόγος άρσης της ασφαλιστικής κάλυψης (άρθρο 6 β΄ π.δ.237/1986), δηλαδή δεν στερείτο της νόμιμης άδειας οδήγησης, δεν τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών και δεν έκανε διαφορετική χρήση από τη νόμιμη του οχήματός του.

            Σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε προ του ν.4092/2012, το Επικουρικό Κεφάλαιο θα ήταν υποχρεωμένο, με τον περιορισμό της περίπτωσης του άρθρου 19 παρ.5 π.δ.237/1986, να καταβάλει κάθε ποσό αποζημίωσης μέχρι τα κατώτερα υποχρεωτικά όρια ασφάλισης (σε περίπτωση σωματικών βλαβών, 1.000.000 ευρώ ανά θύμα για τα ατυχήματα μετά την 1-6-2012 σύμφωνα με την 2005/14/ΕΚ Κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 33 παρ. 2 ν.3746/2009).

            Σύμφωνα με το καθεστώς που ισχύει σήμερα με το ν.4092/2012, ο πρώην ασφαλισμένος, παρότι ήταν ασφαλισμένος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, παρότι δεν φέρει καμία ευθύνη για ένα εξωτερικό της βούλησης και δράσης του γεγονός, όπως είναι η μεταγενέστερη πτώχευση ή ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής του εταιρίας, παρότι έχει ήδη συμβάλει μέσω των καταβληθέντων ασφαλίστρων στη χρηματοδότηση του Επικουρικού Κεφαλαίου, τιμωρείται να καταβάλει ο ίδιος εξ ιδίων χρημάτων τη διαφορά μεταξύ των 6.000 ευρώ για τη ψυχική οδύνη που καλύπτει ως ανώτατο ποσό το Επικουρικό Κεφάλαιο για τη χήρα και το τέκνο και του ποσού που θα ορίσει το Δικαστήριο ότι πραγματικά αυτοί δικαιούνται. Διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις του ν.4092/2012 αφορούν μόνο το Επικουρικό Κεφάλαιο ως εναγόμενο και όχι τους άλλους εις ολόκληρον υπόχρεους, όπως είναι ο οδηγός και ο ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου.

Η χρηματική αυτή διαφορά που καλείται πλέον να καταβάλει ο ίδιος στη χήρα και το τέκνο, αποτελεί τη χρηματοδότηση του πρώην ασφαλισμένου προς το Επικουρικό Κεφάλαιο για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα.

Βεβαίως, αν ο πρώην ασφαλισμένος είναι οικονομικά αφερέγγυος, τότε η χήρα και το τέκνο θα παραμείνουν χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς από τον πρώην ασφαλισμένο δεν θα μπορούν να λάβουν τίποτα.

1γ        Περίπτωση ανασφάλιστου οδηγού

Αν υποθέσουμε ότι στο ανωτέρω παράδειγμα του ποδηλάτη ο υπαίτιος οδηγός ήταν ανασφάλιστος, τότε, σύμφωνα με το ισχύον πλέον καθεστώς, αν μεν είναι αφερέγγυος, η χήρα και το τέκνο της θα απωλέσουν υπέρ του Επικουρικού τη διαφορά μεταξύ των 6.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και του ποσού που θα τους επιδικάσει το δικαστήριο. Αν δε είναι οικονομικά φερέγγυος, τότε ναι μεν έχουν τη δυνατότητα να εισπράξουν τη διαφορά αυτή, υποβαλλόμενοι όμως στα αντίστοιχα δικαστικά έξοδα (και την ταλαιπωρία) του δικαστικού αγώνα και της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, τα οποία άλλως θα επιβάρυναν το μηχανισμό του Επικουρικού Κεφαλαίου.

2          Περίπτωση τραυματισμού του θύματος

2α        Τι ζητήματα γεννώνται για τον ζημιωθέντα

Αν στο παράδειγμα του ποδηλάτη δεν είχαμε θάνατο, αλλά τραυματισμό, και ο υπαίτιος οδηγός παρέμενε άγνωστος ή ήταν ανασφάλιστος, η ευθύνη του Επικουρικού παραμένει ως είχε και πριν το ν.4092/2012, ευθυνόμενο μέχρι τα κατώτερα όρια ασφαλιστικών ποσών που ίσχυαν κατά το χρόνο του ατυχήματος οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ.5 π.δ.237/1986, με τον περιορισμό της περίπτωσης του  άρθρου 19 παρ.5 π.δ.237/1986.

Αν, όμως, ο υπαίτιος οδηγός ήταν ασφαλισμένος σε εταιρία, της οποίας ανακλήθηκε μεταγενεστέρως η άδειά της, τότε με το νέο ν.4092/2012, το θύμα δικαιούται να λάβει από το Επικουρικό Κεφάλαιο ανώτατο ποσό αποζημίωσης 100.000 ευρώ με σταδιακή ποσόστωση από το πρώτο ευρώ που ξεκινάει από το 90% και μειώνεται ως το 70%, όσο αυξάνει το ποσό της αποζημίωσης.

Κατά συνέπεια, το θύμα χρηματοδοτεί το Επικουρικό Κεφάλαιο, κατά πρώτον, με το 10 ως 30% της αποζημίωσής του και, επιπλέον, με όλο το ποσό που ενδεχομένως δικαιούται άνω των 100.000 ευρώ.

Στο σημείο αυτό, ο νόμος αφήνει ένα περιθώριο ελπίδας να είναι μικρότερη η οικονομική απώλεια του θύματος, εφόσον το θύμα υποστεί αναπηρία και εφόσον εκδοθεί σχετική κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, κατόπιν γνωμοδότησης του ΚΕΠΑ. Τέτοια υπουργική απόφαση δεν έχει ακόμη εκδοθεί και είναι άγνωστο πότε θα εκδοθεί και τι θα προβλέπει και η σχετική διάταξη που προβλέπει καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε άτομα με αναπηρία παραμένει αδρανής.

2β        Τι ζητήματα γεννώνται για τον πρώην ασφαλισμένο

Αν ο υπαίτιος οδηγός είναι ασφαλισμένος σε εταιρία της οποίας ανακλήθηκε η άδεια και είναι ο ίδιος οικονομικά φερέγγυος, θα είναι εκείνος που θα επιβαρυνθεί τα ανωτέρω ποσά υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς, όπως ήδη ειπώθηκε, ο ποσοτικός περιορισμός του Επικουρικού Κεφαλαίου με το ν.4092/2012 δεν καταλαμβάνει και τους άλλους εις ολόκληρον υπόχρεους σε αποζημίωση.

ΙΙΙ        Προσφορότητα και αναγκαιότητα της λύσης που επέλεξε ο νομοθέτης – Προβληματισμοί περί δημοσίου συμφέροντος

            Η λύση αυτή που επέλεξε ο νομοθέτης για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ήταν ούτε πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτή ούτε αναγκαία, καθώς ο επιδιωκόμενος σκοπός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα πιο ανώδυνα και ηπιότερα μέτρα ούτε εν στενή εννοία αναλογική, καθώς δεν τελεί σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, όπως επιβάλλει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας σε περίπτωση περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων (ΟλΑΠ 6/2011)[3].

Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα[4], πλην όμως, αντί η Πολιτεία να πατάξει το όλο και ογκούμενο φαινόμενο των ανασφάλιστων οχημάτων και να εισπράξει τα ήδη προβλεπόμενα εκ του νόμου πρόστιμα υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου (άρθρο 5 παρ.4 γ΄ π.δ.237/1986)[5] και αντί να αυξήσει την εποπτεία στην ασφαλιστική αγορά ώστε να μην υποχρεώνεται εκ των υστέρων, ως ομολογία ανικανότητας των οργάνων του, να ανακαλέσει άδειες ασφαλιστικών εταιριών, επέλεξε την ανωτέρω λύση.

Αντί η Πολιτεία να παρέμβει νομοθετικά στις υπό εκκαθάριση ασφαλιστικές εταιρίες για τη μεταβίβαση μέρους του ενεργητικού τους στο Επικουρικό Κεφάλαιο και για την επίσπευση της διαδικασίας εκκαθάρισης, παρενέβη νομοθετικά καταργώντας δικαιώματα των θυμάτων και των ασφαλισμένων[6].

Αντί το ίδιο το Επικουρικό να βελτιώσει το μηχανισμό είσπραξης των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων από τα ανασφάλιστα οχήματα καθώς υπάρχει ο θεσμός της υποκατάστασης του 19 παρ. 4 ΚΠολΔ μετακυλύεται το βάρος αυτό στα ίδια τα θύματα.

Αντί το ίδιο το Επικουρικό να διεκδικήσει το ίδιο το ποσό της αποζημίωσης που καταβάλει σε περίπτωση ανάκλησης άδειας από την κοινή εκκαθάριση στην οποία τίθεται η ασφαλιστική επιχείρηση, μετακυλύεται το βάρος αυτό στα θύματα.

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την όποια, θετική ή αρνητική, αντιμετώπιση των συγκεκριμένων ρυθμίσεων, δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα ή να την ωραιοποιούμε, καθώς η αλήθεια είναι ότι με τη λύση που επέλεξε ο νομοθέτης, τα θύματα και οι πρώην ασφαλισμένοι καθίστανται έμμεσοι χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου για να μπορέσει αυτό να επιλύσει τα οικονομικά του προβλήματα.

Κατά συνέπεια, η όποια συζήτηση περί εξυπηρέτησης ή μη του δημοσίου συμφέροντος με τον περιορισμό των δικαιωμάτων που επέβαλαν οι ρυθμίσεις του ν.4092/2012, δεν μπορεί να παραβλέπει την ανωτέρω πραγματικότητα.

Παρατηρείται, πράγματι, ομοφωνία στη διαπίστωση ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί δημόσια λειτουργία ως οιονεί φορέας κοινωνικής ασφάλισης που εξασφαλίζει την αποζημίωση παθόντων από τροχαία ατυχήματα σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει κάλυψη από άλλο φορέα ασφάλισης[7].

Παρουσιάζεται, όμως το οξύμωρο σχήμα, να γίνεται επίκληση της δημόσιας λειτουργίας και των δικαιωμάτων που παρέχει το Επικουρικό Κεφάλαιο στους παθόντες προς το σκοπό του περιορισμού και κατάργησης των δικαιωμάτων αυτών. Τα ταμειακά προβλήματα δεν μπορεί να αποτελέσουν λόγο δημοσίου συμφέροντος ώστε να αναιρεθεί ο ίδιος ο σκοπός και η λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Επιπλέον, η έννοια της επικουρικότητας της λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου, η οποία αναφέρεται με τρόπο παντελώς εσφαλμένο και διαστρεβλωμένο στην αιτιολογική έκθεση επί του νομοσχεδίου επιχειρώντας να αιτιολογήσει τις διατάξεις αυτές, προϋποθέτει την αποζημίωση του παθόντα από άλλον φορέα, όπως στην περίπτωση καταβολής αποζημίωσης από ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία ή ασφαλιστικό οργανισμό. Με τις ψηφισθείσες διατάξεις καταργείται η υποχρέωση της αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει κανένα άλλο νομικό πρόσωπο υπόχρεο προς αποζημίωση, με αποτέλεσμα ο παθών να παραμένει παντελώς ακάλυπτος και ουσιαστικά το Επικουρικό Κεφάλαιο να χάνει τον επικουρικό του χαρακτήρα[8],[9].

IV        Η Δικαιοσύνη απέναντι στο ΑΡΘΡΟ 4 ν.4092/2012

Α         Τα δικαστήρια είναι κατά το Σύνταγμα και το νόμο μόνα αρμόδια να εφαρμόσουν ή να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις και όχι το Επικουρικό Κεφάλαιο

Η ανάγκη αυτής της διευκρίνισης οφείλεται σε πρόσφατα δημοσιευθέν άρθρο, γραμμένο από έγκριτο συγγραφέα, σύμφωνα με το οποίο στην περίπτωση κλιμακώσεως των ποσών, «ο περιορισμός του νόμου απευθύνεται όχι στο δικαστήριο, αλλά στον καταδικασθέντα εναγόμενο (Ε.Κ.). Το Επικουρικό Κεφάλαιο όταν καλείται από τον ενάγοντα να εκτελέσει την απόφαση, θα αξιοποιήσει τη δυνατότητα που του παρέχει η διάταξη, δηλαδή να περιορίσει το ποσό της καταβολής»[10].

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την άποψη αυτή, την ποσόστωση που προβλέπει ο νόμος θα την κάνει το Επικουρικό Κεφάλαιο και όχι οι δικαστές με τις αποφάσεις τους.

Η θέση αυτή είναι όλως προβληματική, αντιβαίνει στις βασικές συνταγματικές αρχές του φυσικού δικαστή, της παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, της διάκρισης των εξουσιών και στην απονεμητική και δικαιοδοτική φύση της δικαιοσύνης και προσβάλλει γενικές αρχές της πολιτικής δικονομίας, όπως την αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης και την αρχή περί δεδικασμένου[11].

Τα δικαστήρια και μόνο είναι αρμόδια να κρίνουν αν θα εφαρμοστεί ή δεν θα εφαρμοστεί ο νόμος[12] και ακόμη και η σιωπηρή απόρριψή του[13] δεν παρέχει σε κανένα άλλο πρόσωπο το δικαίωμα να τον εφαρμόσει εκ των υστέρων. Υποκατάσταση του φυσικού δικαστή δεν νοείται σε καμία περίπτωση.

Το πόσο προβληματική είναι αυτή η άποψη μπορεί κανείς να το κατανοήσει αν συνδυαστεί με το προνόμιο που ο ν.4092/2012 απέδωσε στο Επικουρικό Κεφάλαιο για αναστολή  των εις βάρος του αναγκαστικών εκτελέσεων μέχρι 31-12-2016, γεγονός που καθιστά αδύνατη κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης αυθαίρετης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από το Επικουρικό Κεφάλαιο.

Β         Ο ισχυρισμός περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου αποτελεί ένσταση και δεν λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο

Σύμφωνα με δημοσιευθείσα άποψη, δεν απαιτείται προβολή σχετικού ισχυρισμού περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, το δε δικαστήριο οφείλει να τον λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη γιατί ο περιορισμός της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου ισχύει ex lege[14].

Η ερμηνεία αυτή είναι αντίθετη με τη νομολογία για τα ισχύοντα στην περίπτωση περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου είτε με το 19 παρ.2 ως ίσχυε είτε με το 19 παρ.5 π.δ.237/1986[15].

Ειδικά στην περίπτωση του 19 παρ.2 π.δ.237/1986 για τον περιορισμό της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου ως τα κατώτερα εκ του νόμου ασφαλιστικά όρια και εδώ έχουμε ex lege περιορισμό ευθύνης, ο οποίος, όμως, πρέπει να υποβληθεί ως ένσταση και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο[16].

Σημειώνεται, επίσης, ότι και στην περίπτωση περιορισμού της ευθύνης του εναγόμενου ασφαλιστή στα κατώτερα όρια ασφαλιστικής κάλυψης, η νομολογία του Αρείου Πάγου δέχεται ότι ο περιορισμός της ευθύνης του εναγόμενου ασφαλιστή δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από σχετική ένσταση του εναγόμενου ασφαλιστή[17].

Γ          Αντισυνταγματικότητα του νόμου και αντίθεσή του με την ΕΣΔΑ και το κοινοτικό δίκαιο [18]

1    Η επιβολή ανώτατου ορίου 6.000 ευρώ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ για ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ψυχικήΣ οδύνηΣ είναι αντισυνταγματική, αντίθετη στην ΕΣΔΑ και το Κοινοτικό Δίκαιο.

(1α)           Στην αρχική του διατύπωση το νομοσχέδιο προέβλεπε πλήρη κατάργηση της υποχρέωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής για όλες τις περιπτώσεις ευθύνης του.

Στην πρώτη τροποποίηση του σχεδίου νόμου προβλέφθηκε το ποσό των 10.000 ευρώ ως ανώτατο όριο για «χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης για το σύνολο των δικαιούχων».

Τελικώς, στο ψηφισθέν κείμενο προβλέπεται επιβολή ανώτατου ορίου 6.000 ευρώ ανά δικαιούχο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.

Το ποσό αυτό είναι εντελώς συμβολικό και εξευτελιστικό για το έννομο αγαθό της προσωπικότητας, το οποίο ο συγκεκριμένος θεσμός προστατεύει. Με τον τρόπο αυτό, μειώνεται δραματικά και στην ουσία καταργείται η προστασία που παρέχεται από την κοινή νομοθεσία στην οικογένεια του θύματος σε περίπτωση θανάτωσής του (άρθρο 932 ΑΚ).

(1β)            Σύμφωνα με την νομολογία του Αρείου Πάγου,η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ψυχική οδύνη, επιτελεί αποκαταστατική λειτουργία για την τρωθείσα προσωπικότητα του παθόντα και συναρτάται με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αξία του ανθρώπου που προστατεύεται με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο αποτελεί θεμελιώδη αρχή του νομικού μας συστήματος, καθώς δεν μπορεί να αναθεωρηθεί (άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος). Είναι χαρακτηριστικό ότι η διάταξη για την προστασία της αξίας του ανθρώπου περιλαμβάνεται στο τμήμα Α΄ του Συντάγματος που αφορά τη μορφή του πολιτεύματος, θέλοντας να καταδείξει ότι το δημοκρατικό μας πολίτευμα είναι ανθρωποκεντρικό με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, κάθε διάταξη η οποία καταργεί ή μειώνει την προστασία της αξίας του ανθρώπου, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ευθέως αντισυνταγματική.

Είναι αξιομνημόνευτη η απόφαση 40/1998 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (Πρόεδρος Σ.Ματθίας, Εισηγητής Γ.Μπούτσικος), η οποία ρητά αναφέρει ότι

«Ο σεβασμός της (αξίας του ανθρώπου) αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Με βάση τη διάταξη αυτή του άρθρου 2, που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, η πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να «σέβονται» αλλά και να «προστατεύουν» την αξία αυτή από προσβολές προερχόμενες από τρίτους. Όταν ορισμένη πολιτειακή πράξη μειώνει ή καταργεί σε συγκεκριμένη περίπτωση την προστασία που παρέχεται από την κοινή νομοθεσία (άρθρα 34, 57, 59, 932 ΑΚ), αίροντας έτσι στην περίπτωση αυτή τη γενικώς αναγνωρισμένη διασφάλιση της προσωπικότητας έναντι προσβολών κατ’ αυτής, η πράξη αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα πράγματα δεν μεταβάλλονται και αν ακόμη θεωρηθεί ότι το άρθρο 2 παρ.1 ιδρύει ατομικό δικαίωμα, δεδομένου ότι στο ατομικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνεται όχι μόνο η άμυνα κατά επεμβάσεων της πολιτειακής εξουσίας, αλλά και η αξίωση κατά της πολιτείας για θετική ενέργεια προς αποτροπή προσβολών της αξίας του ανθρώπου από τρίτους, εις τρόπον ώστε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος εμποδίζει το νομοθέτη να υποβιβάσει σε συγκεκριμένη περίπτωση το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας».

Με την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η απόσβεση αστικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που απορρέουν από αδικήματα του τύπου ή δια του τύπου, είναι αντισυνταγματική, καθώς αναιρείται η συνταγματική προστασία της αξίας του ανθρώπου.

(1γ)            Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η επιβολή ανώτατου ορίου χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στο όλως ασήμαντο ποσό των 6.000 ευρώ με μόνο δικαιολογητικό σκοπό την εξοικονόμηση πόρων για το Επικουρικό Κεφάλαιο και την αντιμετώπιση των προβλημάτων ρευστότητάς του, αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 δ΄ του Συντ/τος και τη θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας.

Ειδικότερα, η καθιέρωση αυτού του ανώτατου ορίου με κριτήριο μόνο τις οικονομικές ανάγκες του υπόχρεου Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, εκτός του ότι δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν ούτε αναγκαία, καθώς μπορεί να επιτευχθεί με άλλο πιο ανώδυνο και ηπιότερο μέσο, δεν είναι ούτε εν στενή εννοία αναλογική, καθώς η βλάβη που προκαλείται στο δικαιούχο, ο οποίος χάνει υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου το επιπλέον ποσό που δικαιούται, είναι δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια της ταμειακής εξυπηρέτησης του Επικουρικού Κεφαλαίου[19].

(1δ)            Εκτός των ζητημάτων αντισυνταγματικότητας, γεννάται ζήτημα συμβατότητας του περιορισμού της ψυχικής οδύνης μέχρι 6.000 ευρώ, με τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ (που κυρώθηκε μαζί με την ΕΣΔΑ με το ν.δ. 54/1974)

Με τη νέα ρύθμιση, οι δικαιούχοι ψυχικής οδύνης αποστερούνται αδικαιολογήτως των προστατευόμενων από την ανωτέρω διάταξη περιουσιακών τους αξιώσεων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης άνω του ποσού των 6.000 ευρώ, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας.

Η αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων είναι αντίθετη προς την υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ.1 Συν/τος) διάταξη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ και για το λόγο αυτό ανίσχυρη.

(1ε)            Η επιβολή ανώτατου ορίου στην υποχρέωση αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης είναι αντίθετη με το Κοινοτικό Δίκαιο[20].

Το άρθρο 1 παρ.4 εδ.α’ της 84/5/ΕΟΚ Κοινοτικής Οδηγίας η οποία ρυθμίζει το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου και η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Π.Δ. 264/91, προβλέπει ρητά την υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου να αποζημιώνει πλήρως τα θύματα τουλάχιστον «εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης». Η διατύπωση αυτή έχει διατηρηθεί και στην Κωδικοποιητική Οδηγία 2009/103/ΕΚ (άρθρο 10 παρ.1).

Ειδικά όσον αφορά στο όριο της υποχρέωσης αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου, η διατύπωση στο αγγλικό κείμενο της Οδηγίας είναι «compensation,
at least up to the limits of the insurance obligation»[21]. Είναι προφανές ότι η διατύπωση στα ελληνικά «να αποζημιώνει εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης» δεν σημαίνει δυνατότητα να οριστεί αποζημίωση μικρότερη από τα ελάχιστα όρια ασφάλισης, αλλά σημαίνει υποχρέωση αποζημίωσης τουλάχιστον ως τα κατώτερα όρια ασφαλιστικής αποζημίωσης όπως άλλωστε επισημαίνεται και στην Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής επί του νομοσχεδίου [22] και όπως έχει γίνει δεκτό από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[23].

Συνεπώς, η ερμηνεία ότι «η έννοια της φράσης αυτής είναι ότι καταβάλλει αποζημιώσεις κατά το άρθρο 3 της Οδηγίας που αναφέρεται στην υποχρέωση ασφάλισης στην έκτασή της και όχι βάσει των ελαχίστων ποσών του άρθρου 9»[24] είναι αντίθετη με τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης.

Ταυτόχρονα, η ανωτέρω άποψη είναι αντίθετη και με την τελολογική ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Ο σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη, όπως αποτυπώνεται και στις αιτιολογικές σκέψειςτης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ όσο και της Κωδικοποιητικής 2009/103/ΕΚ[25], είναι να ιδρυθεί και να υπάρχει ένας οργανισμός στα κράτη-μέλη που θα εξασφαλίζει πραγματική και όχι συμβολική αποζημίωση στο θύμα και για το λόγο αυτό ο κοινοτικός νομοθέτης ορίζει κατά τρόπο απολύτως περιοριστικό και όχι ενδεικτικό τις περιπτώσεις περιορισμού ή αποκλεισμού της παρέμβασης του οργανισμού (άρθρο 10 παρ.2 εδ. β΄ και παρ.3 εδ. α΄ Οδηγία 2009/103/ΕΚ) και επιλύει υπέρ του θύματος κάθε αμφισβήτηση περί της αποζημίωσής του (άρθρο 11 της Οδηγίας 2009/103/ΕΚ). Άλλωστε, αν το κράτος μέλος διατηρούσε την εξουσία να ορίσει ελευθέρως το ύψος της ελάχιστης αποζημίωσης του θύματος από τον οργανισμό αυτό κάτω από τα ελάχιστα όρια της ασφαλιστικής αποζημίωσης, τότε δεν θα είχε νόημα να προβλέψει περιοριστικά ο κοινοτικός νομοθέτης τις περιπτώσεις περιορισμού ή αποκλεισμού της παρέμβασης του οργανισμού αυτού.[26]

Κατά συνέπεια, εφόσον, όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία, η υποχρέωση ασφάλισης καλύπτει και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (βλ. ΟλΑΠ 9/1993 ΕλλΔνη 1994.332)[27], δεν μπορεί η συγκεκριμένη αξίωση ούτε να εξαιρεθεί της υποχρέωσης αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου ούτε να τεθεί ανώτατο όριο, το οποίο δεν προβλέπεται με τις κοινοτικές οδηγίες για τα κατώτερα όρια ασφαλιστικής αποζημίωσης.

(1στ)          Η άποψη ότι οι Κοινοτικές Οδηγίες δεν καλύπτουν τη ψυχική οδύνη της οικογένειας του θύματος σε περίπτωση θανάτωσης με το σκεπτικό ότι καλύπτουν μόνο την αποζημίωση του θύματος[28], υπονοώντας κατά τον τρόπο αυτό ότι ο δικαιούχος ψυχικής οδύνης δεν είναι ο ίδιος ζημιωθείς, δεν είναι ορθή και δείχνει να παραγνωρίζει τα ισχύοντα στο νόμο, τη νομολογία και τη θεωρία.

Ο δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης αναγνωρίζεται από τη νομοθεσία (932 εδ. γ΄ ΑΚ) όσο και την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου αλλά και τη θεωρία, ο ίδιος ως ζημιωθείς, καθώς έχει προσβληθεί δικό του έννομο αγαθό και, συγκεκριμένα, έχει προσβληθεί ο ψυχικός και συναισθηματικός του κόσμος από παράνομη πράξη στρεφόμενη, αρχικά, κατά άλλου προσώπου – του θανατωθέντα – με τον οποίο συνδέεται στενώς και εξ αυτού του λόγου έχει ίδιο δικαίωμα, αυτοτελές σε σχέση με την ηθική βλάβη του θύματος, αναγνωριζόμενο ευθέως από το νόμο[29], να απαιτήσει αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης προς το σκοπό της ανακούφισης του ψυχικού άλγους που ο ίδιος βίωσε και βιώνει[30].

2          Η επιβολή ανώτατου ορίου αποζημίωσης των ζημιωθέντων και κλιμακωτής μείωσης της δικαιούμενης αποζημίωσης, σε περίπτωση ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ Ή ανάκλησης άδειας ασφαλιστή

(2α)           Οι περιορισμοί αυτοί είναι αντισυνταγματικοί και αντίθετοι με την ΕΣΔΑ, καθώς απαλλοτριώνονται μερικώς τα περιουσιακά δικαιώματα που ενσωματώνονται στην ασφάλιση, στα οποία περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα και οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, έστω και οι απλώς γεννημένες, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει και τα ενοχικά δικαιώματα, και του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ[31].

(2β)            Επίσης, η επιβολή ανωτάτου ορίου αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι αντίθετη με το Κοινοτικό Δίκαιο (βλ. Κοινοτικές Οδηγίες 84/5/ΕΟΚ και 2009/103/ΕΚ) και δεν συμβαδίζει με τις πρόνοιές του για ύπαρξη οργανισμού σε κάθε κράτος που θα αποζημιώνει τα θύματα στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει ασφάλιση ή που αυτή δεν είναι ενεργή, εντός των ορίων της υποχρεωτικής ασφάλισης, (όπως ήδη αναφέρθηκε αναλυτικά ανωτέρω κατά την κριτική θεώρηση της διάταξης που καθιερώνει ανώτατο όριο για τη ψυχική οδύνη ανά δικαιούχο) και, κατά συνέπεια, ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, να περιορίσει το ύψος της αποζημίωσης κάτω από τα ελάχιστα ασφαλιστικά όρια

(2γ)            Σημειώνεται ότι η αποζημίωση των ζημιών σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της αδείας του από το Επικουρικό Κεφάλαιο καλύπτεται από τις κοινοτικές οδηγίες, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 της Οδηγίας 2009/103/ΕΚ (άρθρο 4 παρ.1 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ) αποστολή του Οργανισμού αυτού είναι να αποζημιώνει τις ζημίες που προκαλούνται «από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί (satisfied=ικανοποιηθεί στο αγγλικό κείμενο[32]) η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 3 (της Οδηγίας)». Οι περιπτώσεις όπου δεν έχει ικανοποιηθεί η υποχρέωση ασφάλισης δεν είναι μόνο αυτές των εξαρχής ανασφαλίστων οχημάτων, αλλά και αυτών που έμειναν ανασφάλιστα για οποιονδήποτε λόγο μετά την έναρξη της ασφάλισης (όπως στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή).

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε αναγιγνώσκοντας το άρθρο 10 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 στο οποίο αυτό παραπέμπει.  Ειδικότερα, το άρθρο 3 της Κωδ. Οδηγίας προβλέπει ότι «Κάθε κράτος λαμβάνει, (…) όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε η  αστική ευθύνη η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφός του να καλύπτεται από ασφάλιση». Είναι προφανές, τόσο από το λεκτικό της διάταξης και τον ενεστωτικό χρόνο που χρησιμοποιείται όσο και από το νομοθετικό σκοπό, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αποβλέπει στη διαρκή κάλυψη της αστικής ευθύνης από ασφάλιση καθόλο το χρόνο κυκλοφορίας του οχήματος και το ενδιαφέρον του δεν εξαντλείται στην αρχική σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης.

 Άρα, το άρθρο 10 παρ.1 της Οδηγίας όταν ομιλεί για οχήματα για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί(ικανοποιηθεί) η υποχρέωση ασφάλισης του άρθρου 3, αναφέρεται, σύμφωνα και με την ακριβή διατύπωση του άρθρου 3, στα οχήματα εκείνα των οποίων η αστική ευθύνη δεν καλύπτεται από ασφάλιση, στα οποία περιλαμβάνονται τόσο τα εξαρχής ανασφάλιστα, όσο και αυτά που παρέμειναν για οποιοδήποτε λόγο χωρίς ασφαλιστική κάλυψη σε μεταγενέστερο χρόνο (όπως στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή).

Διαφορετική ερμηνεία[33] προσκρούει όχι μόνο στο κοινοτικό δίκαιο, αλλά και γεννά ζητήματα συμβατότητας με τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 Συντ/τος), καθώς, ενόψει των ουσιωδώς όμοιων προς ρύθμιση εννόμων καταστάσεων, δεν υφίσταται λόγος που να δικαιολογεί δυσμενέστερη νομοθετική μεταχείριση του θύματος από όχημα αρχικά ασφαλισμένο, το οποίο παρέμεινε μεταγενεστέρως χωρίς ασφαλιστική κάλυψη λόγω ανάκλησης της αδείας του ασφαλιστή, σε σχέση με το θύμα από όχημα εξαρχής ανασφάλιστο[34].

(2δ)            Με τις νέες ρυθμίσεις, με τις οποίες επιβάλλεται ανώτατο όριο αποζημίωσης και κλιμακωτή μείωση της αποζημίωσης σε περίπτωση ανάκλησης αδείας του ασφαλιστή, προσβάλλεται, όπως έχει ήδη και ανωτέρω αναφερθεί, η προβλεπόμενη στο κοινοτικό δίκαιο έννοια της επικουρικότητας της λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου. Όπως ορθά επισήμανε και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της[35], περιορίζεται η ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου χωρίς αυτό να συνδέεται με υποχρέωση του ασφαλιστή ή άλλου νομικού προσώπου που επιτελεί την ίδια λειτουργία με το Επικουρικό Κεφάλαιο, με αποτέλεσμα, αντίθετα με το σκοπό του κοινοτικού νομοθέτη, ο παθών να παραμένει ακάλυπτος.

(2ε)            Πλέον των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι με το άρθρο 4 του ν.4092/2012 δεν τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 25 παρ.4 του π.δ.237/1986, η οποία παραμένει ως έχει και ρητά προβλέπει ότι σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται όχι σε μέρος, αλλά στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου, σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της αδείας του ασφαλιστή, να αποζημιώσει τους ζημιωθέντες στην ίδια έκταση που θα τους αποζημίωνε ο ασφαλιστής βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης.

Η διατήρηση της διάταξης του άρθρου 25 παρ.4 πδ 237/1986 παρά τις τροποποιήσεις που επέφερε το άρθρο 4 του ν.4092/2012 και την εισαγωγή περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή,  δημιουργεί ζητήματα σύγκρουσης διατάξεων του αυτού, μάλιστα, νόμου που περιέχουν τελείως αντίθετες ρυθμίσεις για τις αυτές έννομες σχέσεις.

3    Υποχρεωτική εξώδικη προδικασία

Η σχετική ρύθμιση της νέας παραγράφου 8 του άρθρου 19 π.δ.237/1986, με την οποία καθιερώνεται υποχρεωτική προδικασία για την άσκηση αγωγής κατά του Επικουρικού, θέτει αδικαιολόγητα εμπόδια στην άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος των παθόντων για έννομη προστασία και παραβιάζει τη θεμελιώδη στην πολιτική δικονομία ισότητα των όπλων των διαδίκων με την υποχρεωτική κατάθεση, μαζί με την αίτηση, των εγγράφων του ενάγοντα στο Επικουρικό Κεφάλαιο. Πλέον αυτών, η διάταξη είναι νομικά κακότεχνη και διατυπωμένη κατά τρόπο ελλειπτικό και γεννά πολλά και δυσεπίλυτα δικονομικά προβλήματα και, μάλιστα, δεν προβλέπει ρητά διακοπή της παραγραφής με την υποβολή της αίτησης προς το Επικουρικό Κεφάλαιο.

Αν κριθεί ότι η υποβολή της έγγραφης αίτησης αποζημίωσης στο Επικουρικό Κεφάλαιο δεν διακόπτει την παραγραφή[36], τότε η διάταξη του άρθρου 4 εδ. δ΄ ν.4092/2012 οδηγεί εμμέσως σε σύντμηση της παραγραφής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου σε 4 χρόνια και 9 μήνες και προσκρούει στην ειδική διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 π.δ.237/1986, σύμφωνα με την οποία οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 10 π.δ.237/1986.

Αν σκοπός της διάταξης αυτής είναι η διευκόλυνση της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και όχι η όρθωση αδικαιολόγητων εμποδίων στην πρόσβαση των παθόντων στη δικαιοσύνη, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι σε περίπτωση μη-κατάθεσης της αίτησης είναι  απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής και όχι η ίδια η αγωγή, ώστε να είναι δυνατή η εκ νέου συζήτησή της μετά την αναπλήρωση της ελλείπουσας πράξης.[37]

Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να παρακαμφθούν τα αδικαιολόγητα εμπόδια που βάζει η διάταξη αυτή και να αποφευχθεί επικείμενος κίνδυνος παραγραφής αν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο του τριμήνου μέχρι την πάροδο της πενταετίας, εξετάζεται η χρήση των δικονομικών δυνατοτήτων που προσφέρει το άρθρο 263 ΑΚ[38].

4    Αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου

Ο προγραμματισμός πληρωμών ενός ΝΠΙΔ όπως το Επικουρικό Κεφάλαιο, δεν είναι ούτε ανεξέλεγκτος ούτε υπεράνω των νομικών υποχρεώσεών του.

Η αναστολή εκτέλεσης σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου ως 31-12-2016 στερεί από τη δικαστική απόφαση την εκτελεστότητα και αντίκειται στα άρθρα 20 παρ.1 και 4 παρ.1 του Συντ/τος και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ 6 παρ.1, καθώς η εκτελεστότητα της δικαστικής απόφασης είναι βασική προϋπόθεση ώστε η συνταγματική πρόβλεψη περί παροχής έννομης προστασίας να είναι πλήρης, ουσιαστική και αποτελεσματική[39].

Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη περί αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου συνυπάρχει  με τη διάταξη του άρθρου 12 α΄ του ν.δ.400/1970, σύμφωνα με την οποία αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση κατά ασφαλιστικής επιχείρησης που βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση και των ασφαλισμένων της εκ της ασφαλίσεως αστικής ευθύνης.

Κατά συνέπεια, ο ζημιωθείς δεν δύναται πλέον να εκτελέσει αναγκαστικά τις επιδικασθείσες αξιώσεις του ούτε κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ούτε κατά των λοιπών υπόχρεων προς αποζημίωσή του, γεγονός το οποίο καθιστά την παροχή έννομης προστασίας του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος κενό γράμμα[40].

5    Περί της αναδρομικής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 4 ν.4092/2012

(5α)           Από την αναδρομικότητα της διάταξης καταλαμβάνονται ατυχήματα τα οποία έχουν συμβεί μέχρι τη δημοσίευση της σχετικής ρύθμισης ακόμη και αν έχει ασκηθεί αγωγή, ακόμη και αν έχει συζητηθεί σε πρώτο βαθμό και δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση.

(5β)            Η αναδρομική εφαρμογή που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη είναι αντισυνταγματική και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από τα Δικαστήρια καθώς με την αναδρομικότητα ο νομοθέτης παρεμβαίνει στην απονομή της δικαιοσύνης, προσκρούει δε στην πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου η οποία προβλέπει ότι απαγορεύεται η αναδρομικότητα του νόμου όταν προσβάλλει κεκτημένα δικαιώματα κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα όπως είναι οι αξιώσεις του παθόντα από τροχαίο ατύχημα (ΟλΑΠ 6/2007, ΑΠ 1939/2009,  ΟλΑΠ 4/1990).

Η αναδρομική εφαρμογή που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη είναι αντίθετη με την αρχή του Κράτους δικαίου και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς είναι ανεπίτρεπτη κάθε παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στην απονομή της δικαιοσύνης, άρα και κάθε νομοθετική ρύθμιση με την οποία επιδιώκεται  να επηρεαστεί το αποτέλεσμα σε εκκρεμείς δίκες (από 22-10-1997 απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας, από 7-11-2000 απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Αναγνωστόπουλος κ.λ.π. κατά Ελλάδας. Επίσης, ΣτΕ 6/2010, ΑΠ 1277/2008). [41]

Όπως έχει κρίνει ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 1938/2008 ΕλλΔνη 2009.167), οι διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, παρεμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο εκκρεμών δικών με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής αυτών.

Συνεπώς, η διάταξη περί αναδρομικής ισχύος του ν.4092/2012, είναι καταρχήν ανίσχυρη, καθώς αντίκειται στις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις στο βαθμό που παρεμβαίνει σε εκκρεμείς δίκες.

(5γ)            Ωστόσο, η απαγόρευση αναδρομικότητας δεν εκτείνεται μόνο μέχρι του χρόνου της πρώτης συζήτησης της αγωγής ούτε μόνο μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε γεννάται εκκρεμοδικία.

Ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος που επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, δηλαδή ο χρόνος του ατυχήματος. Από τη στιγμή που υπάρχει προσβολή του δικαιώματος, έχουν γεννηθεί οι αστικές απαιτήσεις αποκατάστασης περιουσιακής ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης, ακόμη και αν δεν έχει γίνει ακόμη προσφυγή στο δικαστήριο, καθώς υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον δίκαιο ικανοποίησής τους.

Οι απαιτήσεις αυτές αποτελούν ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα τα οποία προστατεύονται από το Σύνταγμα (άρθρο 17) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί σεβασμού της περιουσίας.

Όπως έχει κρίνει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (40/1998)[42], τέτοιες αξιώσεις είναι κατά το ελληνικό δίκαιο οι απαιτήσεις από αδικοπραξία, η καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης (άρθρα 297, 298, 299, 932 ΑΚ).

Κατά συνέπεια, καμία διάταξη δεν μπορεί να έχει εφαρμογή για τροχαία ατυχήματα που συνέβησαν προ της δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και η σχετική διάταξη περί αναδρομικής ισχύος των διατάξεων του ν.4092/2012 είναι ανίσχυρη[43].

V         Αντί επιλόγου

Το άρθρο 4 του ν.4092/2012 δεν είναι ένα συνηθισμένο νομοθέτημα στο χώρο της αστικής ευθύνης και του ασφαλιστικού δικαίου. Είναι ένα νομοθέτημα που από δικαιοπολιτικής άποψης επιλύει οικονομικά προβλήματα νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου σε βάρος αυτών που κατά το νομοθετικό σκοπό του θα έπρεπε να προστατεύει και από νομικής άποψης γεννά τεράστια ζητήματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με τη διεθνή και κοινοτική έννομη τάξη, αλλά και ζητήματα εφαρμογής του στην πράξη λόγω της ιδιαιτέρως κακότεχνης νομικής διατύπωσής του.

Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, αντίκειται στην ΕΣΔΑ και το Κοινοτικό Δίκαιο και είναι κοινωνικά άδικη, καθώς τιμωρούνται τα θύματα αλλά και οι ασφαλισμένοι τροχαίων ατυχημάτων, υπάρχει δε κίνδυνος να γίνει προπομπός και υπόδειγμα και αντίστοιχων ρυθμίσεων που θα αφορούν, μετά το Επικουρικό Κεφάλαιο, και τις ασφαλιστικές εταιρίες. Το άρθρο 4 του ν.4092/2012 επιφέρει μεγάλη ρωγμή στο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης που εισήχθη με το ν.489/1976, του οποίου βασικός πυλώνας είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο, με εν δυνάμει θύματα όλους τους πολίτες που ενεπλάκησαν ή θα εμπλακούν σε τροχαίο ατύχημα.

Τα υπαρκτά προβλήματα του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν επιλύονται μετατρέποντας τα θύματα και τους πρώην ασφαλισμένους σε έμμεσους χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση τα θύματα είναι μία ιδιαίτερα αδύναμη κοινωνικά και οικονομικά ομάδα πολιτών που, όπως σωστά παρατηρήθηκε[44], απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από αναπήρους εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων και από ορφανά, χήρες και γονείς θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου «το Επικουρικό Κεφάλαιο αποτελεί οργανισμό που προεχόντως ιδρύθηκε από το νόμο χάριν του ζημιωθέντος τρίτου στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, στις οποίες οι αξιώσεις του θανόντος δεν είναι αρκούντως εξασφαλισμένες στην ικανοποίησή τους κατά του υπόχρεου ή υπεύθυνου για το ατύχημα» (ΑΠ 1221/2011).

Δυστυχώς, η νομοθετική επιλογή που έγινε με το άρθρο 4 του ν.4092/2012 καταστρατηγεί το σκοπό ίδρυσης και λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς η προστασία του ζημιωθέντος υποβαθμίζεται ποιοτικά και ποσοτικά και μάλιστα σε εποχή οικονομικής κρίσης όταν οι συνέπειες των ατυχημάτων είναι ακόμη πιο οδυνηρές για την οικονομική και κοινωνική επιβίωση των θυμάτων, ενώ ταυτόχρονα παραμένει απροστάτευτος και ο ασφαλισμένος εταιρίας της οποίας ανακαλείται η άδεια μετά το χρόνο του ατυχήματος

Η παροχή έννομης προστασίας δεν μπορεί να είναι ούτε συμβολική ούτε θεωρητική. Ο δικαστικός έλεγχος των νέων διατάξεων πρέπει να γίνεται με παρρησία ώστε να μη θυσιαστούν θεμελιώδεις νομικοί κανόνες και τα δικαιώματα των πολιτών.


[1] Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που κατατέθηκαν στις 5-10-2012 ως τροπολογία στο σχέδιο νόμου, παρότι εντάχθηκαν ανεξήγητα σε νομοσχέδιο που ενσωματώνει διατάξεις που αφορούν μέτρα εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής, δεν αποτελούν διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Ήταν η δεύτερη προσπάθεια να περάσουν από τη Βουλή τέτοιες ρυθμίσεις, καθώς είχε γίνει προσπάθεια και το 2011 να ψηφιστούν με το άρθρο 48 του σχεδίου νόμου «Ενισχυμένα μέτρα εποπτείας και εξυγίανσης των Πιστωτικών Ιδρυμάτων κλπ» που κατατέθηκε στις 1-9-2011 στη Βουλή. Τότε, κάτω από τη γενική αντίδραση, ο ίδιος ο τότε Υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος, είχε αποσύρει τις σχετικές διατάξεις.

[2] Βλ. ενδεικτικά, ΕφΑθ 5259/2009 ΕπΣυγκΔ 2009.392, ΕφΛαμ 81/2009 ΕπΣυγκΔ 2009.235, ΕφΑθ 6680/2008 ΕπΣυγκΔ 2009.463, ΕφΑθ 138/2006 ΕπΣυγκΔ 2007.112

[3] Για τη δικαιοπολιτική διάσταση των νέων ρυθμίσεων, είναι πολύ διαφωτιστική η συζήτηση του νομοσχεδίου στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής στις 17-10-2012 και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες, κυρίως, οι πολύ επικριτικές κατά των διατάξεων τοποθετήσεις των βουλευτών εκείνων των κομμάτων που τελικώς ψήφισαν το νομοσχέδιο μερικές ημέρες αργότερα.

(Βλ. http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/ToKtirio/Fotografiko-Archeio/#86fc4ae4-be37-46b2-95ca-9bd790914aa0

Σημειώνεται ότι από τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, όπου υπήρξε σύσσωμη αντίδραση όλων των βουλευτών όλων των κομμάτων της Βουλής, μέχρι την Ολομέλεια όπου ψηφίστηκε από τους βουλευτές των δύο εκ των τριών κομμάτων της κυβέρνησης, οι μόνες αλλαγές που έγιναν, και αυτές χωρίς να αλλάζουν την ουσία του  νομοσχεδίου, ήταν

(α) η εισαγωγή ρύθμισης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης ως 6.000 ευρώ, ενώ το αρχικό σχέδιο δεν προέβλεπε καθόλου χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης

(β) η απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, ενώ το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τέτοια απαγόρευση μόνο στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ως τη δημοσίευση του νόμου

[4] Το πρώτο και κύριο που πρέπει να κάνει μία ευνομούμενη Πολιτεία σε μακροπρόθεσμη βάση είναι η πρόληψη και μείωση των ατυχημάτων και, κατ’ επέκταση των θυμάτων, και όχι ο περιορισμός των δικαιωμάτων των θυμάτων.

[5] Μόλις σήμερα, μεταγενεστέρως της εισαγωγής των εξεταζόμενων ρυθμίσεων, η Πολιτεία κινητοποιείται με νομοσχέδιο που βρίσκεται στη Βουλή μετά την ολοκλήρωση (5-2-2013)της δημόσιας διαβούλευσης, για τη δημιουργία του μηχανισμού εντοπισμού των ανασφάλιστων οχημάτων με την εισαγωγή νέου άρθρου 5α στο πδ.237/1986.

[6] Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδας στην από 5-11-2010 ανακοίνωσή της για το Επικουρικό Κεφάλαιο, όπου διαπιστώνει ως μία από τις αιτίες των προβλημάτων του Επικουρικού το γεγονός ότι «σε συνέχεια αυτών των ανακλήσεων (αδειών ασφαλιστικών εταιριών), το Επικουρικό Κεφάλαιο έχει εισπράξει συνολικά μόλις 51εκατ. ευρώ έναντι του συνόλου της ασφαλιστικής τοποθέτησης (περίπου 200 εκατ. ευρώ) των εταιριών των οποίων η άδεια ανακλήθηκε».

[7] Κοντιάδης Ξ.-Καϊδατζής Α., Γνωμοδότηση που ζητήθηκε από το Επικουρικό Κεφάλαιο, της 11-12-2012, για τη συνταγματικότητα των τροποποιητικών της νομοθεσίας περί Επικουρικού Κεφαλαίου διατάξεων του ν.4092/2012, Αθήνα 2012, σελ.6. Βλ. επίσης, Κρητικός Αθ., ΕπΣυγκΔ 2012.483 καθώς και Κατρούγκαλος Γ., Κριτική αποτίμηση των ρυθμίσεων του ν.4092/2012 για το Επικουρικό Κεφάλαιο, ΕπΣυγκΔ 2012,492, όπου το Επικουρικό Κεφάλαιο χαρακτηρίζεται ως «φορέας δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια».

[8] Βλ. σχετικά την κριτική άποψη της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής στην Έκθεσή της επί του νομοσχεδίου, ΕπΣυγκΔ 2012.502. Επίσης, Κατρούγκαλος Γ., ο.π., σ.497

[9] Ακόμη και στην περίπτωση ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, η παντελώς αβέβαιη πιθανότητα να λάβει ο παθών στο μακρινό μέλλον ένα παντελώς απροσδιόριστο ποσό αποζημίωσης από την εκκαθάριση μίας αφερέγγυας ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ακριβώς γιατί δεν είχε επάρκεια κεφαλαίων, δεν μπορεί να θεμελιώσει νομικά τον ισχυρισμό περί επικουρικότητας και να δικαιολογήσει την επιβληθείσα μερική παύση πληρωμών από το Επικουρικό Κεφάλαιο.

[10] Άρθρο Αθ. Κρητικού, Το Επικουρικό Κεφάλαιο υπό το φως των διατάξεων του πρόσφατου Ν.4092/2012, ΕπΣυγκΔ 2012.485

[11] Το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται κατά τρόπο αυθεντικό από τα αρμόδια δικαστήρια, η δε τελεσίδικη απόφαση παράγει δεδικασμένο επί των κριθέντων εννόμων σχέσεων, ακόμη και αν είναι για οποιοδήποτε λόγο εσφαλμένη και κανείς τρίτος ούτε άλλο δικαστήριο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων προσώπων με αντικείμενο τις ίδιες αξιώσεις δεν μπορεί να επιληφθεί της αυτής υπόθεσης (ΑΠ 111/2008 ΕλλΔνη 2009.711).

[12] Βλ. άποψη του Αθ.Κρητικού (ο.π. σελ.485), ο οποίος στο ίδιο άρθρο όπου εκφράζει τη θέση ότι ο περιορισμός του νόμου απευθύνεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο, αναφέρει, παρόλα αυτά, ότι «στη δικαστική απόφαση που καταψηφίζει αποζημίωση υπέρ του ενάγοντος ή των εναγόντων πρέπει να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ του ΕΚ και των λοιπών εις ολόκληρον  υπόχρεων».

[13] Ως τέτοια περίπτωση σιωπηρής απόρριψης του νέου νόμου αναφέρεται ενδεικτικά η ΜονΠρωτΑθ 3904/2012 αδημ., η οποία δημοσιεύθηκε (27-11-2012) μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου. Η ανωτέρω απόφαση, χωρίς να περιλαμβάνει στη μείζονα πρότασή της σκέψεις για την ισχύ ή όχι του νέου νόμου, υποχρέωσε σε ολόκληρο τον υπαίτιο οδηγό και το Επικουρικό Κεφάλαιο, ως ειδικό διάδοχο εταιρείας της οποίας ανακλήθηκε η άδεια μεταγενεστέρως του ατυχήματος, να καταβάλουν τα ποσά που η απόφαση επιδίκασε,  χωρίς καμία κλιμακωτή μείωση όσον αφορά το Επικουρικό Κεφάλαιο.

[14] Την άποψη αυτή εκφράζει ο Αντιπρόεδρος ε.τ. Α.Π. Αθ.Κρητικός στο άρθρο του: Το Επικουρικό Κεφάλαιο υπό το φως των διατάξεων του πρόσφατου Ν.4092/2012, ΕπΣυγκΔ 2012.484

[15] Ο ισχυρισμός του Επικουρικού περί μείωσης της ευθύνης του κατά το άρθρο 19 παρ.5 π.δ.237/1986, αποτελεί ένσταση και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. ΕφΠειρ 602/2011 ΝΟΜΟΣ.

[16] ΕφΘεσ 884/2009 Αρμ 2010.830. Βλ. επίσης, Κρητικός Αθ, Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, Αθήνα 1992 σελ.736.

[17] ΑΠ 292/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 595/2003 ΝοΒ 2004.27. Επίσης, ΑΠ 881/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1601/1984 ΕλλΔνη 26.649, ΕφΙωαν 251/2009 ΝΟΜΟΣ

[18] Βλ πρόσφατη νομολογία των Δικαστηρίων επί των διατάξεων του νέου νόμου όπου με αξιοθαύμαστη επιστημονική πληρότητα και παρρησία αντιμετωπίζονται τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης με την ΕΣΔΑ και το κοινοτικό δίκαιο που θέτουν οι ρυθμίσεις του Ν.4092/2012. Ενδεικτικά, αναφέρονται ΜονΠρωτΑθ 3903/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.514, ΜονΠρωτΑθ 3941/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΑθ 3905/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.465, ΜονΠρωτΑθ 3907/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.506, ΜονΠρωτΚατερίνης 31/2013 αδημ., ΕιρΘεσσαλονίκης 552/2013 αδημ.

[19]  Βλ. ΟλΑΠ 6/2011 ΝΟΜΟΣ, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική ως αντίθετη στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας η διάταξη του άρθρου μόνου παρ.2 ν.1178/1981, όπως τροποποιήθηκε με το 4 παρ.10 εδ. β΄ ν.2328/1995, για καθιέρωση ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για δυσφημιστικές και εξυβριστικές πράξεις που τελέστηκαν από τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας και από σταθμούς τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας, στο ποσό των 100.000.000 και 30.000.000 δραχμών, αντίστοιχα.

[20] Σχετικά με τη δεσμευτική ισχύ των Κοινοτικών Οδηγιών για τον εθνικό Δικαστή και το συναφές ερώτημα αν οι Οδηγίες αποτελούν πηγή του εσωτερικού δικαίου, είναι αξιοσημείωτη η ανάλυση στις πρόσφατες αποφάσεις ΜονΠρωτΑθ 3941/2012 ΝΟΜΟΣ και ΜονΠρωτΑθ 3977/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.506, όπου και αναφορά στη θεωρία και τη νομολογία.

[21] Η πλήρης διατύπωση της διάταξης του άρθρου 10 παρ.1 εδ. α΄ της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ στην αγγλική γλώσσα έχει ως εξής: «Each Member State shall set up or authorize a body with the task of providing compensation, at least up to the limits of the insurance obligation for damage to property or personal injuries caused by an unidentified vehicle or a vehicle for which the insurance obligation provided for in Article 3 has not been satisfied».

[22] ΕπΣυγκΔ 2012.502 

[23] Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 9/1993 απόφασή της έκρινε, με επίκληση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 17 π.δ.237/1986 (το οποίο αναφέρεται στην υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου να καταβάλλει «ασφαλιστική» αποζημίωση, και το οποίο έχει διατηρηθεί ως είχε και μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις) ότι «η ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου, υπόχρεου προς καταβολή στις περιπτώσεις που ορίζει ο Νόμος ασφαλιστικής αποζημίωσης, έχει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και την ίδια έκταση με την ευθύνη που θα είχε σε περίπτωση ενεργούς ασφαλίσεως του ζημιογόνου αυτοκινήτου, η καλύπτουσα κάθε είδους υποχρεωτικώς ασφαλιζομένου κινδύνου ασφαλιστική εταιρία, στις υποχρεώσεις της οποίας μέχρι των κατωτάτων, κατά κανόνα, ορίων των ασφαλιστικών ποσών, υπεισέρχεται το Επικουρικό Κεφάλαιο».

[24] Την άποψη αυτή υιοθετεί ο Καθηγητής Φ.Σπυρόπουλος στην από 14-12-2012 γνωμοδότηση που του ζητήθηκε από το Επικουρικό Κεφάλαιο για τις ρυθμίσεις του ν.4092/2012.

[25] Βλ., μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις με αριθμό 14, 16, 18, 19, 51 της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ. Αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις υπάρχουν και στην Οδηγία 84/5/ΕΟΚ. Είναι αξιοσημείωτο ότι η αιτιολογική σκέψη υπ’ αριθμ.14 που αφορά στην ίδρυση και λειτουργία οργανισμού όπως το Επικουρικό Κεφάλαιο, έχει τεθεί στην Κωδικοποιητική Οδηγία ακριβώς μετά τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 που αφορούν στην καθιέρωση από τα κράτη μέλη ελάχιστων ορίων ασφαλιστικής αποζημίωσης και περαιτέρω στην εξασφάλιση της αξίας των ελαχίστων ποσών. Η λεκτική αυτή αλληλουχία αποτυπώνει και μια λογική ακολουθία στις αιτιολογικές σκέψεις και επιβεβαιώνει ότι πράγματι ο νομοθέτης, όταν αναφέρεται στην αποζημίωση του θύματος από οργανισμό όπως το Επικουρικό Κεφάλαιο στην 14η αιτιολογική σκέψη, εννοεί την πραγματική αποζημίωση που συναρτάται με τα ελάχιστα όρια ασφαλιστικής αποζημίωσης των αμέσως προηγουμένων παραγράφων 12 και 13.

[26] Σύμφωνα με τον κοινοτικό νομοθέτη, η επίκληση της ανάγκης οικονομικής ελάφρυνσης του Οργανισμού δεν είναι ανεκτή παρά μόνο στην περίπτωση αποζημίωσης «για υλικές ζημίες που προκλήθηκαν από οχήματα που έχουν κλαπεί ή έχουν αποκτηθεί με χρήση βίας» (16η αιτιολογική σκέψη Κωδ.Οδηγίας)

[27] Με την απόφαση 9/1993 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι «το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται στην αποκατάσταση μέχρι του κατωτάτου ορίου της ασφαλιστικής κάλυψης και της εκ χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης αξιώσεως», με θεμελίωση και παραπομπή, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις των άρθρων 19 παρ.4 και 25 παρ.4 π.δ. 237/1986, οι οποίες παρέμειναν ως είχαν και μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις.

[28] Σπυρόπουλος Φ. στην από 14-12-2012 γνωμοδότηση που του ζητήθηκε από το Επικουρικό Κεφάλαιο για τις ρυθμίσεις του ν.4092/2012, σελ.4.

[29] Η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης γεννάται ευθέως από το νόμο και δεν αποτελεί κληρονομικό στοιχείο, έχει δε γενεσιουργό αιτία την αδικοπραξία καθεαυτή (ΑΠ 1760/2001 ΕλλΔνη 43.1351 ΕφΑθ 1545/1978 ΝοΒ 26.1242).

[30] Βλ. Πατεράκης Στυλ., Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, Αθήνα 1995, σελ.109 επ., σελ.250, όπου και παραπομπή σε περαιτέρω θεωρία, Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 1998, σελ.326. Επίσης, όλως ενδεικτικά, ΟλΑΠ 519/1977 ΝοΒ 1978.182, ΑΠ 1824/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 397/1954 ΕΕΝ 21.618.

[31] Βλ. αναλυτικά για την ασφαλιστική σύμβαση περί αστικής ευθύνης ως σύνολο περιουσιακών ενοχικών δικαιωμάτων του ασφαλισμένου σε Κλάππα Ηλ., Αντισυνταγματικότητα διάταξης περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας ή ανάκλησης της άδειάς της και ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησης της (19 παρ.5 π.δ.237/1986), ΕπΣυγκΔ 2010.358 και, ειδικότερα, σελ.363 επ.

[32] Για το κείμενο του άρθρου 10 παρ.1 εδ. α΄ της Κωδ.Οδηγίας στην αγγλική γλώσσα, βλ. υποσημείωση 20.

[33] Βλ. αντίθετη άποψη Καθηγητή Φ.Σπυρόπουλου στην από 14-12-2012 γνωμοδότηση που του ζητήθηκε από το Επικουρικό Κεφάλαιο για τις ρυθμίσεις του ν.4092/2012.

[34] Από τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, απορρέει όχι μόνο η έναντι του νόμου ισότητα των Ελλήνων, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, ήτοι η δέσμευση του νομοθέτη να επιβάλει την ισότητα των ρυθμίσεων στις ουσιωδώς όμοιες περιπτώσεις ή καταστάσεις (αναλογική ισότητα) λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς αδικαιολόγητα να επιβαρύνει ή αυθαίρετα να περιορίζει δικαιώματα εισάγοντας δυσμενείς εξαιρέσεις και διακρίσεις από υφιστάμενο γενικότερο κανόνα, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. ΑΠ (Ολομ) 5/1993 ΕλλΔνη 1994.1240. Επίσης, Ελεγκτικό Συνέδριο (Ολομ) 41/2005 ΝΟΜΟΣ.

[35] ΕπΣυγκΔ 2012.502

[36] Η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση αγωγής κατ’ άρθρον 261 ΑΚ. Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η έγγραφη αίτηση αποζημίωσης του άρθρου 4 εδ. δ΄ ν.4092/2012 αποτελεί προπαρασκευαστική διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 262 ΑΚ και για το λόγο αυτό με την υποβολή της στο Επικουρικό Κεφάλαιο διακόπτεται η παραγραφή (Γ.Κωλέττης, σε παρέμβασή του στο Επιστημονικό Συνέδριο περί Επικουρικού Κεφαλαίου (Θεσσαλονίκη 15-16/2/2013).

[37] Αντίθετη άποψη εκφράζεται από τον Αθ.Κρητικό (ΕπΣυγκΔ 2012.488)

[38] Συγκεκριμένα εξετάζεται η δυνατότητα να ασκηθεί η αίτηση μαζί με την αγωγή, να γίνει παραίτηση από την αγωγή αυτή που θα έχει διακόψει την παραγραφή κατά το άρθρο 261 ΑΚ, να παρέλθει το τρίμηνο του άρθρου 4 ν.4092/12 και να ασκηθεί πλέον νέα αγωγή κατά το άρθρο 263 ΑΚ εντός εξαμήνου από την παραίτηση της πρώτης η οποία όμως θα έχει διακόψει την παραγραφή. Με τον τρόπο αυτό αναβιώνει το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής που επήλθε με την πρώτη αγωγή (Α.Γεωργιάδης-Ν.Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, τ.Ι, σελ.465) και ταυτόχρονα ικανοποιείται και η πρόνοια της νέας διάταξης για άσκηση της αγωγής μετά την πάροδο τριμήνου από την κατάθεση αίτησης στο Επικ. Κεφάλαιο.

[39] Βλ. αναλυτικότερα την πολύ εμπεριστατωμένη κριτική θέση έναντι της ρύθμισης της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής στην Έκθεσή της επί του νομοσχεδίου, ΕπΣυγκΔ 2012.503,504

[40] Αντίστοιχους προβληματισμούς εκφράζει και ο Αθ.Κρητικός ( ΕπΣυγκΔ 2012.489)

[41] Βλ. την αναλυτική αναφορά της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής στην Έκθεσή της επί του νομοσχεδίου (παρ.1Βi) στα σχετικά με την αναδρομικότητα ζητήματα.

[42] Σημειώνεται ότι η ίδια αυτή η απόφαση (ΟλΑΠ 40/1998), καθώς και η πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, δέχεται ότι από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία του προσώπου καλύπτονται και «τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες είναι κατά το ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις από αδικοπραξία για καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης».

[43] σχετικά με τα ζητήματα αναδρομικότητας που γεννά ο νέος νόμος βλ ΜονΠρωτΑθ 3903/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.518, ΜονΠρωτΑθ 3941/2012 ΝΟΜΟΣ και ΜονΠρωτΑθ 3977/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.506

[44] Ενημερωτικό Σημείωμα της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων περί της προτεινόμενης ρύθμισης για το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου (8-10-2012) σε http://www.dspeir.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1174:ενημερωτικό-σημείωμα-περί-της-προτεινόμενης-ρύθμισης-για-το-καθεστώς-του-επικουρικού-κεφαλαίου&catid=8:νέα-ανακοινώσεις&Itemid=107