Author Archives: hklappaslawoffice

Συνέδριο στη Θεσσαλονίκη (15-16/2/2013) για τις νέες διατάξεις περί Επικουρικού Κεφαλαίου

αρθρο 4 ν.4092/2012: Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

του Ηλία Ι. Κλάππα,

Δικηγόρου Πειραιά,

Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Π.

1          Ο Λέων Τολστόι ξεκινάει το μυθιστόρημά του «Άννα Καρένινα» με τη φράση «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο».

Τα αυτοκινητικά ατυχήματα δημιουργούν θύματα και δυστυχισμένες οικογένειες. Επειδή η τραγωδία της καθεμίας είναι διαφορετική, δεν υπάρχει αντικειμενική δυνατότητα για τα θύματα και τις οικογένειες αυτές ούτε να οργανωθούν ούτε να συνδικαλιστούν ούτε να αντιδράσουν σε πρωτοβουλίες που τους στερούν δικαιώματα.

Οι δυστυχισμένες οικογένειες στον πρώτο που απευθύνονται όταν τους χτυπήσει η τραγωδία είναι σε ένα νομικό παραστάτη για να τους στηρίξει στην αναζήτηση των δικαιωμάτων τους και στη διεκδίκηση των νομίμων αξιώσεών τους. Εξηγείται απόλυτα, λοιπόν, γιατί οι Δικηγόροι και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι πήραν θέση από την πρώτη στιγμή επί της τροπολογίας για το Επικουρικό Κεφάλαιο που κατατέθηκε, δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο, με πρωτοβουλία του Υπουργού Οικονομικών και όχι του Υπουργού Δικαιοσύνης, την Παρασκευή 5-10-2012 σε ένα άσχετο νομοσχέδιο που αφορούσε τις δημοσιονομικές μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας (Βλ. Απόφαση και Ενημερωτικό Σημείωμα της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων περί της προτεινόμενης ρύθμισης για το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου σε www.dspeir.gr (8-10-2012).

Για τη στάση τους αυτή, έγινε προσπάθεια να λοιδορηθούν οι Δικηγόροι και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ότι δήθεν, με τον τρόπο αυτό, υπερασπίζονταν συντεχνιακά δικαιώματά τους.

Στην πραγματικότητα, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ανέδειξαν την κοινωνική και δικαιοπολιτική σημασία του θέματος και αντιπάλεψαν αυτή την τροπολογία, καθώς έθετε σοβαρά νομικά ζητήματα αντισυνταγματικότητας και προσβολής της ΕΣΔΑ και του Κοινοτικού Δικαίου.

2          Η παρέμβαση των Δικηγορικών Συλλόγων δικαιώθηκε τόσο από την Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής επί του νομοσχεδίου (βλ. ΕπΣυγκΔ 2012.502 επ.), όσο και από τη συζήτηση της τροπολογίας αυτής στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής στις 17-10-2012, όπου το σύνολο των Βουλευτών και των κομμάτων της Βουλής την επέκριναν και την καταδίκασαν. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις ομιλίες των Βουλευτών στην Κοινοβουλευτική αυτή Επιτροπή και ιδιαιτέρως στις ομιλίες των εισηγητών αλλά και των υπόλοιπων Βουλευτών εκείνων των δύο εκ των τριών κομμάτων της Κυβέρνησης που τελικώς λίγες ημέρες αργότερα ψήφισαν την τροπολογία, την οποία και αυτοί καταδίκαζαν τόσο έντονα (Βλ. http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/ToKtirio/Fotografiko-Archeio/#61c4f747-817a-4c27-ac2d-abd82c0bfad8).

3          Η τροπολογία έγινε νόμος, καθώς ψηφίστηκε με 158 ψήφους υπέρ και 135 κατά και αποτέλεσε το άρθρο 4 του ν.4092/2012 (ΦΕΚ Α΄ 220/8-11-2012).

Ο νόμος αυτός και οι συγκεκριμένες διατάξεις του περί του Επικουρικού Κεφαλαίου, στερεί δικαιώματα και πλήττει τα θύματα και τους ασφαλισμένους των εταιρειών, των οποίων ανακλήθηκε η άδεια ή πτώχευσαν.

Το θέμα δεν απέκτησε ευρύτερη δημοσιογραφική προβολή. Εκτός του ότι έμεινε στη σκιά άλλων τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, θεωρήθηκε ότι αφορά μόνο μία πολύ μικρή κατηγορία συμπολιτών μας, άποψη όμως που παραβλέπει, αφενός, ότι η κατηγορία αυτή δεν είναι, δυστυχώς, μικρή και, αφετέρου, ότι ο καθένας από εμάς και η οικογένειά του μπορεί να αποτελέσει εν δυνάμει μέλος αυτής της κατηγορίας.

Μόνο συγκεκριμένες οικονομικές ιστοσελίδες και εφημερίδες προέβαλαν το θέμα και αυτές βεβαίως από την οικονομική και μόνο πλευρά του, αποσιωπώντας τόσο τα νομικά όσο και τα κοινωνικά ζητήματα που δημιουργούνται.

Πλην όμως, τα υπαρκτά οικονομικά προβλήματα του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν επιλύονται μετατρέποντας τα θύματα και τους πρώην ασφαλισμένους σε έμμεσους χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου.

4          Παρά τη ψήφισή του, οι νέες διατάξεις περί Επικουρικού Κεφαλαίου παραμένουν στην κορυφή της νομικής επικαιρότητας και υπάρχει έντονη αρθρογραφία σχετικά με τις ρυθμίσεις αυτές (βλ. τα άρθρα του Καθηγητή Νομικής Γ.Κατρούγκαλου και του Αρεοπαγίτη ε.τ. Αθ.Κρητικού σε ΕπΣυγκΔ 2012.482 επ.), ενώ το Επικουρικό Κεφάλαιο προς υποστήριξη των διατάξεων του νέου νόμου, ζήτησε και πήρε δύο γνωμοδοτήσεις από Καθηγητές Πανεπιστημίου. Για την υπεράσπιση του νέου νόμου έγινε επίκληση από έγκριτους συγγραφείς της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος, κατά τρόπο, όμως, που η επίκλησή του δημιούργησε ιδιαιτέρως πικρές σκέψεις, καθώς αποδεικνύεται ότι θυμόμαστε και επικαλούμαστε το δημόσιο συμφέρον μόνο για να στερήσουμε δικαιώματα από τους αδύνατους αφήνοντας στο απυρόβλητο τους δυνατούς.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου «το Επικουρικό Κεφάλαιο αποτελεί οργανισμό που προεχόντως ιδρύθηκε από το νόμο χάριν του ζημιωθέντος τρίτου στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, στις οποίες οι αξιώσεις του θανόντος δεν είναι αρκούντως εξασφαλισμένες στην ικανοποίησή τους κατά του υπόχρεου ή υπεύθυνου για το ατύχημα» (ΑΠ 1221/2011).

Δυστυχώς, στο όνομα δήθεν του δημόσιου συμφέροντος, η νομοθετική επιλογή που έγινε με το άρθρο 4 του ν.4092/2012 καταστρατηγεί το σκοπό ίδρυσης και λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς μειώνεται ποιοτικά και ποσοτικά η προστασία του ζημιωθέντος, τον οποίο θα έπρεπε κατά το σκοπό του να προστατεύει, ενώ ταυτόχρονα παραμένει απροστάτευτος και ο ασφαλισμένος ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας ανακαλείται η άδεια μετά το χρόνο του ατυχήματος.

5          Η Δικαιοσύνη στάθηκε κριτικά απέναντι στο νέο νόμο και με σειρά δικαστικών αποφάσεων οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν.4092/2012 θεωρήθηκαν ανίσχυρες και ανεφάρμοστες ως αντικείμενες στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στις Κοινοτικές Οδηγίες που ρυθμίζουν την ύπαρξη και το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου (Ενδεικτικά, ΜονΠρωτΑθ 3903/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.514, ΜονΠρωτΑθ 3941/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΑθ 3905/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.465, ΜονΠρωτΑθ 3907/2012 ΕπΣυγκΔ 2012.506, ΜονΠρωτΚατερίνης 31/2013, ΕιρΘεσσαλονίκης 552/2013).

Υπήρξαν και αποφάσεις που εφάρμοσαν το νέο νόμο είτε γιατί τον έκριναν συνταγματικό και συμβατό με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (ΜονΠρωτΑμαλιάδας 108/2012) είτε με απλή επίκλησή του, στερούμενες, όμως, παντελώς και αδικαιολογήτως μείζονας πρότασης και αιτιολογίας, καθώς όχι μόνο δεν ασχολήθηκαν με τα θέματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με την ΕΣΔΑ και το Κοινοτικό Δίκαιο, αλλά δεν καταπιάστηκαν ούτε με τον τρόπο προβολής του σχετικού ισχυρισμού περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, αν δηλαδή αποτελεί ένσταση ή λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (ΜονΠρωτΠειρ 5376/2012).

6          Στις συνθήκες αυτές, ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης πήρε την πρωτοβουλία, σε συνεργασία με την Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου και την Ένωση Νομικών Αυτοκινητικού Δικαίου και Ιδιωτικής Ασφάλισης Βορείου Ελλάδας (ΕΝΑΔΙΑΒΕ), να διοργανώσει στη Θεσσαλονίκη στις 15-16/2/2013, ένα επιστημονικό συνέδριο για το Επικουρικό Κεφάλαιο και τις νέες διατάξεις, με θέμα: «Δικαιοπολιτικά ζητήματα εναρμόνισης του άρθρου 4 του ν.4092/2012 με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία».

Τις εργασίες του Συνεδρίου που είχε ιδιαίτερη επιτυχία και μεγάλη συμμετοχή Δικαστών και Δικηγόρων, χαιρέτησαν, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά Στέλιος Μανουσάκης και, εκ των συνδιοργανωτών του Συνεδρίου, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Νίκος Βαλεργάκης, ο εκδότης της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου Μιχάλης Ονουφριάδης και ο Πρόεδρος της ΕΝΑΔΙΑΒΕ Αθανάσιος Μασούρας.

7          Τα θέματα τα οποία απασχόλησαν τους ομιλητές και τους συνέδρους αφορούσαν

ΠΡΩΤΟΝ, την επιβολή ανωτάτου ορίου 6.000 ευρώ στην υποχρέωση αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, σε όλες τις περιπτώσεις ευθύνης του

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, την επιβολή ανωτάτου ορίου αποζημίωσης των ζημιωθέντων και, ταυτόχρονα, την καθιέρωση κλιμακωτής μείωσης της δικαιούμενης αποζημίωσης, στις περιπτώσεις πτώχευσης ή ανάκλησης άδειας ασφαλιστή

ΤΡΙΤΟΝ, την κατάργηση της ευθύνης του σε περιπτώσεις εκ προθέσεως πρόκλησης του ατυχήματος

ΤΕΤΑΡΤΟΝ, την υποχρεωτική τρίμηνη εξώδικη προδικασία για την άσκηση αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου

ΠΕΜΠΤΟΝ, την αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου ως 31-12-2016

ΕΚΤΟΝ, την καταβολή αποζημιώσεως από το Επικουρικό Κεφάλαιο με τόκο 6% ετησίως, αντί του νόμιμου τόκου υπερημερίας.

ΕΒΔΟΜΟΝ, την αναδρομικότητα των διατάξεων που αφορούν στον περιορισμό ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου και στις αξιώσεις που δεν έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση

ΟΓΔΟΟΝ, τον τρόπο προβολής του ισχυρισμού περί περιορισμού ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, αν δηλαδή αποτελεί ένσταση ή λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο.

8          Στο συνέδριο συμμετείχαν ως ομιλητές οι Πανεπιστημιακοί Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και Απόστολος Σοφιαλίδης, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, οι εισηγήσεις των οποίων αφορούσαν, αντίστοιχα, «Το Σύνταγμα και το άρθρο 4 του ν.4092/2012» και «Τα ζητήματα προδικασίας και αναγκαστικής εκτέλεσης».

Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Παυλίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, ανέπτυξε εισήγηση που αφορούσε στην «Επισκόπηση της πρόσφατης νομολογίας σχετικά με το άρθρο 4 του ν.4092/2012 για το Επικουρικό Κεφάλαιο».

Ο Δικηγόρος Ιωάννης Κοτζαμανίδης, μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Θ., μετά την εισαγωγή στα θέματα του Συνεδρίου, ανέλυσε τα δικαιοπολιτικά ζητήματα που ανακύπτουν από το άρθρο 4 ν.4092/2012, προτείνοντας συγκεκριμένα υποδείγματα αντενστάσεων και νομικών ισχυρισμών.

Ο Δικηγόρος ε.τ. Γεώργιος Αμπατζής, ασχολήθηκε με το θέμα «Η αντίθεση των διατάξεων ν.4092/2012 περί Επικουρικού Κεφαλαίου προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη νομολογία του ΔΕΚ».

Ο Δικηγόρος Ηλίας Κλάππας, μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Π., εισηγήθηκε το θέμα: «Κριτική θεώρηση των νέων διατάξεων περί Επικουρικού Κεφαλαίου: Τα θύματα και οι πρώην ασφαλισμένοι ως έμμεσοι χρηματοδότες του Επικουρικού Κεφαλαίου».

Ο Δικηγόρος Αθανάσιος Μασούρας, Πρόεδρος της ΕΝΑΔΙΑΒΕ, αναφέρθηκε στα νομικά ζητήματα που γεννώνται από την επιβολή περιορισμένου τόκου υπερημερίας 6% υπέρ ενός ν.π.ι.δ. όπως το Επικουρικό Κεφάλαιο.

9          Τις ομιλίες ακολούθησε πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με πολλές παρεμβάσεις και ζωντανός διάλογος με μεγάλη συμμετοχή των συνέδρων που βοήθησε να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο το πλήθος των ουσιαστικών και δικονομικών προβλημάτων που γεννά ο νέος νόμος και τα οποία επιτείνονται λόγω της ιδιαιτέρως κακότεχνης νομικής διατύπωσης των νέων διατάξεων.

10        Το Συνέδριο της Θεσσαλονίκης κατέδειξε ότι το νέο θεσμικό πλαίσιο για το Επικουρικό Κεφάλαιο παραμένει στην πρώτη γραμμή της νομικής επικαιρότητας.

Η Δικαιοσύνη θα κληθεί πλέον να απαντήσει σε μία σειρά από νομικά ζητήματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με τη διεθνή και κοινοτική έννομη τάξη, τα οποία έχουν ευρύτερη κοινωνική σημασία και αφορούν στην παροχή έννομης προστασίας σε μία ιδιαίτερα αδύναμη κοινωνικά και οικονομικά ομάδα πολιτών, που συχνά βιώνει μία ανείπωτη δυστυχία.

Η συνταγματική αρχή παροχής έννομης προστασίας κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, οφείλει να είναι πλήρης, ουσιαστική και αποτελεσματική και δεν είναι ούτε συμβολική ούτε θεωρητική. Ο δικαστικός έλεγχος των νέων διατάξεων πρέπει να γίνεται  με παρρησία ώστε να μην θυσιαστούν θεμελιώδεις νομικοί κανόνες και τα δικαιώματα των πολιτών.

ΝΟΜΟΣ 4055/2012 ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ: ΠΩΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΚ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ

Ηλία Ι. Κλάππα, Δικηγόρου Πειραιά, Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Π.

——————————————————-

Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι του νομοθέτη για την σύνταξη και τη δημοσίευση του νόμου 3994/2011 που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην Πολιτική Δικονομία, ένας νέος νόμος με τίτλο «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ψηφίστηκε και τέθηκε σε ισχύ. Είναι ο νόμος 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12-3-2012), ο οποίος εισάγει νέες σημαντικές αλλαγές στην αστική, ποινική και διοικητική δίκη, τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονομικό επίπεδο.

Η προσοχή του παρόντος σημειώματος επικεντρώνεται στις νομοθετικές εκείνες αλλαγές που επιφέρει ο νέος νόμος και οι οποίες ενδιαφέρουν άμεσα, αλλά όχι απαραίτητα αποκλειστικά, τον νομικό που δραστηριοποιείται στο δίκαιο της αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Α         Τροποποιήσεις Αστικού Κώδικα

            Άρθρο 2. Τόκος επιδικίας

α          Το κείμενο της διάταξης:

«Το άρθρο 346 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”

β          Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση επί του σχεδίου νόμου, με τη διάταξη αυτή ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα η έγγραφη αναγνώριση της οφειλής και ο συμβιβασμός και επιχειρείται ο περιορισμός των άσκοπων ένδικων μέσων και βοηθημάτων. Η διάταξη δύναται κατ’ εξαίρεση να μην εφαρμοστεί, μόνο, όμως, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, όταν ο εναγόμενος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αντιδικεί ευλόγως.

Β         Τροποποιήσεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

1          Άρθρο 6. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων

α          Το κείμενο της διάταξης:

«1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 14 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ.”

2. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ”».

β          Επί της ουσίας δεν επέρχεται κάποια αλλαγή με τις ανωτέρω διατάξεις σε σχέση με όσα ίσχυαν πριν το ν.4055/2012 και είχαν θεσπιστεί με το άρθρο 2 ν.3994/2011, ως προς την αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων και των Μονομελών Πρωτοδικείων για απαιτήσεις αποζημίωσης για ζημίες από αυτοκίνητα, καθώς παραμένει το κατώτερο όριο της αρμοδιότητας των Μονομελών Πρωτοδικείων στις 20.000 ευρώ και διατηρείται και η εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου έναντι του Πολυμελούς για τις απαιτήσεις αυτές.

2          Άρθρο 7. Δικαστική μεσολάβηση

α          Το κείμενο της διάταξης:

«Μετά το άρθρο 214Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 214Β που έχει ως εξής:

“Άρθρο 214Β. Δικαστική μεσολάβηση

1. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να επιλυθούν και με προσφυγή σε δικαστική μεσολάβηση. Η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση, η οποία είναι προαιρετική, μπορεί να γίνει πριν από την άσκηση της αγωγής ή και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας.

2. Σε κάθε πρωτοδικείο ορίζονται, για ένα έτος με δυνατότητα ανανέωσης για δύο ακόμη έτη, ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες προέδρους πρωτοδικών ή τους αρχαιότερους πρωτοδίκες ως μεσολαβητές μερικής ή πλήρους απασχόλησης.

3. Η δικαστική μεσολάβηση περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους με τον μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, να προσφεύγει στον κατά τόπον αρμόδιο δικαστή μεσολαβητή υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημά του.

4. Το δικαστήριο στο οποίο είναι εκκρεμής η υπόθεση μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη δικαστική μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους και ταυτόχρονα, αν συμφωνούν τα μέρη, να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου.

5. Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία συντάσσεται πρακτικό μεσολάβησης. Το πρακτικό υπογράφεται από τον μεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και το πρωτότυπό του κατατίθεται στη γραμματεία του πρωτοδικείου όπου διεξήχθη η μεσολάβηση. Κατά την κατάθεση ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το ύψος και η αναπροσαρμογή του οποίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Από την κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοδικείου, το πρακτικό μεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ΄ ΚΠολΔ.

6. Η μεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας”.»

β          Με το νέο άρθρο 214Α ΚΠολΔ εισάγεται μία θεσμική καινοτομία που αφορά στην δυνατότητα προσφυγής σε δικαστική διαμεσολάβηση για την επίλυση αστικής διαφοράς σε κάθε στάδιο της δίκης.

Η διαμεσολάβηση είναι ένας θεσμός που εισήχθηκε στο δίκαιό μας με το ν.3898/2010 και αποτελεί μορφή εξώδικης επίλυσης της διαφοράς. Η καινοτομία της διάταξης του άρθρου 214Α ΚΠολΔ συνίσταται στο ότι ανατίθενται καθήκοντα διαμεσολαβητή σε δικαστή.

Η προσφυγή στη δικαστική διαμεσολάβηση είναι προαιρετική και προαπαιτεί κοινή βούληση όλων των διαδίκων μερών. Σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαμεσολάβησης, η συμφωνία των μερών αποτελεί τίτλο εκτελεστό.

3          Άρθρο 8. Αναβολή συζήτησης λόγω απεργίας, αποχής

            Το κείμενο της διάταξης:

«2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής: “Σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων, οι υποθέσεις αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιμο που ανακοινώνει το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών ή σε άλλη εμβόλιμη δικάσιμο”.»

4          Άρθρο 11. Ηλεκτρονική έκδοση αποφάσεων

α          Το κείμενο της διάταξης:

«Το άρθρο 304 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Αφού περατωθεί η ψηφοφορία, ο εισηγητής δικαστής συντάσσει την απόφαση σε ηλεκτρονική μορφή. Αν πρόκειται για αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου, την απόφαση συντάσσει σε ηλεκτρονική μορφή και ακολούθως χρονολογεί και υπογράφει την αποτύπωσή της σε υλική μορφή ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση.

2. Η απόφαση της παραγράφου 1 δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο δικαστής που παραδίδει την απόφαση σε ηλεκτρονική μορφή, παραδίδει ομοίως και το πρωτότυπο της απόφασης με πλήρες το περιεχόμενο που προβλέπεται στο άρθρο 305″.»

β          Η διάταξη αυτή επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα των αποφάσεων που εκδίδονταν ακαθαρόγραφες πολλούς μήνες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και χρειαζόταν ιδιαίτερος κόπος και πρόσθετη πολύμηνη ταλαιπωρία για να καθαρογραφούν και να θεωρηθούν. Πλέον με την υποχρέωση έκδοσης των αποφάσεων σε ηλεκτρονική μορφή δεν θα απαιτείται καθαρογραφή από την υπηρεσία της γραμματείας και θεώρηση του σχεδίου, όπως ίσχυε μέχρι τώρα.

5          Άρθρο 12. Παράβολο ενδίκων μέσων

α          Το κείμενο της διάταξης:

«2. Στο άρθρο 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

“4. Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο.

Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 663, 677 και 681Β”.»

β          Σύμφωνα μετην Αιτιολογική Έκθεση, οι ρυθμίσεις αυτές αποβλέπουν στο να αποτρέπεται η άσκηση «αβασίμων ενδίκων μέσων». Έτσι ο διάδικος εκείνος που καταθέτει κάποιο από τα ανωτέρω ένδικα μέσα υποχρεώνεται να προκαταβάλει, με ποινή το απαράδεκτο, χρηματικό παράβολο με κλιμακούμενο ποσό, αναλόγως με το είδος του ασκούμενου ένδικου μέσου.

            Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο νομοθέτης με την ίδια την αιτιολόγηση της νέας ρύθμισης, την αποδυναμώνει. Και αυτό γιατί ο διάδικος δεν είναι αρμόδιος ούτε κατά το Σύνταγμα ούτε κατά τους νόμους να κρίνει ο ίδιος αν το ένδικο μέσο που πρόκειται να ασκήσει είναι αβάσιμο. Αρμόδιος για την κρίση αυτή είναι ο εκάστοτε φυσικός δικαστής.

Συνεπώς, ο διάδικος δεν μπορεί να παρεμποδίζεται στην άσκηση των νομίμων ενδίκων μέσων με την καταβολή παραβόλου. Αν τελικά αποδειχθεί με την κρίση του αρμόδιου Δικαστηρίου ότι το ένδικο μέσο ήταν πράγματι αβάσιμο, ο νόμος προβλέπει τον καταλογισμό δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ηττηθέντα διαδίκου.

Η επιβολή παραβόλου ως προαπαιτούμενο για την άσκηση του προβλεπόμενου από το νόμο ενδίκου μέσου συνιστά ανεπίτρεπτο δικονομικό φραγμό στην παροχή πλήρους νομικής προστασίας, πολύ περισσότερο που, σύμφωνα με το δικαιϊκό μας σύστημα, η παροχή εννόμου προστασίας επιτυγχάνεται με την εκδίκαση της υπόθεσης από δικαστήρια ουσίας δύο βαθμών. Συνεπακόλουθα, η επιβολή παραβόλου κατά τα ανωτέρω συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος).

6          Άρθρο 12. Προσδιορισμός δικασίμου στον Άρειο Πάγο

α          Το κείμενο της διάταξης:

«3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 568 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “1. Για να προσδιοριστεί δικάσιμος ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση προσάγει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου επικυρωμένο αντίγραφο της αναίρεσης, των προσβαλλόμενων αποφάσεων, των εισαγωγικών εγγράφων της κύριας δίκης ή των παρεμπιπτουσών δικών και των προτάσεων του ίδιου και των άλλων διαδίκων, αν είναι απαραίτητες για να διαγνωστεί η βασιμότητα των λόγων αναίρεσης που περιέχονται στο κύριο δικόγραφο ή στο πρόσθετο αναιρετήριο, καθώς και συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του εντολέα του. Δύο αντίγραφα των εγγράφων αυτών κατατίθενται ατελώς”.»

β          Το νέο που εισάγει η διάταξη αυτή είναι η υποχρέωση του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση στον Άρειο Πάγο να προσκομίσει ήδη κατά το στάδιο αυτό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του εντολέα του.

7          Άρθρο 12. Παραπομπή σε Τμήμα του Αρείου Πάγου

α          Το κείμενο της διάταξης:

«4. H παράγραφος 3 του άρθρου 580 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “3. Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκασή της, ιδίως αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στο τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αρ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε. Αν όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης”.»

β          Η διάταξη αυτή, η οποία έχει καταρχήν θετικό προσανατολισμό, αποσκοπεί στην αποφυγή άσκοπης καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης με την παραπομπή αυτής, μετά την αναίρεσή της από τον Άρειο Πάγο, στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπό άλλη σύνθεση.

Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθούν τα πρακτικά προβλήματα συμφόρησης ύλης και υποθέσεων που μπορεί να δημιουργήσει η ρύθμιση αυτή στο Ανώτατο Ακυρωτικό και τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στη δυσλειτουργία του Αρείου Πάγου, αλλά και στην, προς το σκοπό της αποσυμφόρησης, ευκολότερη και, ίσως, αδικαιολόγητη απόρριψη αναιρέσεων που υπό άλλες συνθήκες θα γίνονταν δεκτές.

Αναμφίβολα σημαντική και ορθή είναι η πρόβλεψη με την οποία δεν επιτρέπεται πλέον δεύτερη παραπομπή της ίδιας υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο στα δικαστήρια της ουσίας μετά την αναίρεση για δεύτερη φορά απόφασης των Δικαστηρίων αυτών επί της αυτής υπόθεσης. Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική περίπτωση που δικαιολογείται η υπόθεση να παραμείνει, μετά την αναίρεσή της για δεύτερη φορά, για εκδίκαση στον Άρειο Πάγο.

8          Άρθρο 16. Ασφαλιστικά μέτρα

α          Το κείμενο της διάταξης:

«2. Στο άρθρο 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής και η παράγραφος 5 αυτού αναριθμείται σε 6:

“5. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας και το αργότερο μέχρι και σαράντα οκτώ (48) ώρες μετά τη συζήτηση, καταχωριζομένου του διατακτικού της κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί το δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί την ημέρα και ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση, η οποία περιέχει συνοπτική αιτιολογία ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του επικαλούμενου δικαιώματος και τη συνδρομή ή μη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη συζήτηση της αίτησης. Μέσα στην ίδια προθεσμία ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση οφείλει να συντάξει, χρονολογήσει και υπογράψει το σύνολο των αποφάσεων επί των υποθέσεων που συζητήθηκαν.”»

β          Η διάταξη είναι ιδιαιτέρως προβληματική, καθώς διαχωρίζεται το διατακτικό από την αιτιολογία της απόφασης. Η δικαστική απόφαση είναι ενιαία και περιλαμβάνει τόσο την αιτιολογία όσο και το διατακτικό της. Ο διαχωρισμός που επιχειρεί η ανωτέρω διάταξη δημιουργεί πολύ σημαντικά νομικά ζητήματα, καθώς οι αποφάσεις πρέπει να είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένες κατά το χρόνο έκδοσής τους και δεν δικαιολογείται η αιτιολόγησή τους σε μεταγενέστερο χρόνο.

Όσον αφορά στο θέμα της ταχείας δημοσίευσης (του διατακτικού) της απόφασης, επισημαίνεται για μία ακόμη φορά ότι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης δεν επιτυγχάνεται μόνο και αποκλειστικά με αυστηροποίηση των διατάξεων που προβλέπουν επίσπευση του χρόνου εκδίκασης μίας υπόθεσης και έκδοσης απόφασης επ’ αυτής. Τα προβλήματα της απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας δεν έχουν κατά κανόνα θεσμικό αλλά λειτουργικό υπόβαθρο. Αντί λοιπόν να διορθώσουμε τα λειτουργικά προβλήματα της δικαιοσύνης, όπως είναι, μεταξύ πολλών άλλων, οι ελλείψεις στις οργανικές θέσεις των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, η απουσία ελεύθερων δικαστικών αιθουσών, τα προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής των δικαστηρίων, επιχειρούνται θεσμικές αλλαγές αμφίβολης αποτελεσματικότητας, οι οποίες είναι ενδεχόμενο όχι μόνο να μην βοηθήσουν στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης, αλλά αντίθετα να δημιουργήσουν πολλαπλάσια προβλήματα, πολύ περισσότερο που  η δίκαιη δίκη δεν απαιτεί μόνο ταχεία αλλά και ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

9          Άρθρο 21. Δικαστικό Ένσημο

α          Το κείμενο της διάταξης:

«1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α΄ 189) που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) αντικαθίσταται ως εξής: “3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού”.

2. Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού».

β          Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 21, ο νομοθέτης διορθώνει, πλην όμως μόνο μερικώς και, δυστυχώς, ημιτελώς, τα προβλήματα που δημιούργησε η διάταξη του άρθρου 70 ν.3994/2011, με την οποία επιβλήθηκε τέλος δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές.

            Η διάταξη αυτή επικρίθηκε ως αντισυνταγματική (άρθρο 20 παρ.1) και αντίθετη με την ΕΣΔΑ (άρθρα 6 και 13), καθώς έθιγε το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, το οποίο, όπως έκρινε και ο Άρειος Πάγος με την 675/2010 απόφασή του, προστατευόταν ικανοποιητικά με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής (βλ. σχετικά Κλάππα Ηλία, Το Δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές – Ζητήματα Συνταγματικότητας και Διαχρονικού Δικαίου διάταξης άρθρου 70 ν.3994/2011 στην ΕπΣυγκΔ 2011.354).

            Με τη νέα διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 ν.4055/2012 επαναφέρεται το νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο που υπήρχε πριν το ν.3994/2011, μόνο, όμως, για τέσσερις κατηγορίες αγωγών και, συγκεκριμένα, για αγωγές που αφορούν εργατικές διαφορές, διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο και διαφορές που αφορούν διατροφή κατ’ άρθρον 681Β ΚΠολΔ.

            Με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 21, επιλύεται ένα ζήτημα διαχρονικού δικαίου που είχε δημιουργηθεί από την διατύπωση του άρθρου 72 παρ.14 ν.3994/2011. Με τη νέα διάταξη ορίζεται ρητώς ότι για τις καταψηφιστικές αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν.3994/2011 (27-7-2011) και μετατράπηκαν εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού, δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο για το αναγνωριστικό αίτημα.

Γ         Ποινική δίκη

1          Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα

Για την πληρότητα του παρόντος σημειώματος, αξίζει να σημειωθούν δύο διατάξεις του νέου νόμου που αφορούν στην τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες ενδιαφέρουν τους νομικούς που ασχολούνται με τα τροχαία ατυχήματα κατά το χειρισμό του ποινικού σκέλους των υποθέσεων.

α          Η πρώτη είναι η διάταξη του άρθρου 24 παρ.3 εδ. γ΄ νέου νόμου 4055/2012, με την οποία η όλως ελαφρά σωματική βλάβη από αμέλεια τρέπεται από πλημμέλημα σε πταίσμα και, συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «γ. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 314 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι όλως ελαφρά, επιβάλλεται κράτηση έως τρεις (3) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.».

β          Η δεύτερη είναι η διάταξη του ίδιου ως άνω άρθρου 24 παρ.2, με την οποία επιμηκύνεται η παραγραφή των πταισμάτων από ένα σε δύο έτη και, συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «2. Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 111 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: “4. Τα πταίσματα παραγράφονται μετά δύο έτη”.».

2          Τροποποιήσεις Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Με το άρθρο 28 παρ.1 ν.4055/2012 αντικαθίσταται το άρθρο 46 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και, μεταξύ άλλων, καθιερώνεται παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ, στο οποίο υποχρεώνεται ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα.

Μετά την νομοθετική αυτή αλλαγή και την καθιέρωση του παραβόλου αυτού, γεννάται ζήτημα αν υφίσταται τέτοια υποχρέωση για τον τραυματισθέντα σε τροχαίο ατύχημα.

Σύμφωνα με το άρθρο 315 παρ.1 εδ. δ΄ ΠΚ «στην περίπτωση του άρθρου 314 (σωματική βλάβη από αμέλεια) αν η πράξη τελέστηκε κατά την οδήγηση οχήματος … η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως …». Οι διακρίσεις που κάνει ο νομοθέτης με κριτήριο την ιδιότητα του οδηγού ως υπόχρεου λόγω του επαγγέλματός του δεν σχετίζονται με την αυτεπάγγελτη ή όχι άσκηση της ποινικής δίωξης, αλλά με την παύση ή όχι της ποινικής δίωξης σε περίπτωση που ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη.

Συνεπώς, ακόμη και επί σωματικών βλαβών από αμέλεια που προκλήθηκαν κατά την οδήγηση οχήματος που δεν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων, η δίωξη ασκείται και πάλι αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 44/2000 ΠοινΧρ Ν.130. Βλ., επίσης, Μαργαρίτης Μ., Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2003, άρθρο 315).

Κατά συνέπεια, ο παθών που υπέστη σωματικές βλάβες σε τροχαίο ατύχημα δεν υποχρεούται σε καταβολή του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ποσού 100 ευρώ, στο οποίο υποχρεούται ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, εφιστάται η προσοχή στους νομικούς της πράξης για την εφαρμογή από τα δικαστήρια της ανωτέρω διάταξης λόγω της απουσίας νομολογιακού προηγούμενου και των σημαντικότατων δυσμενών συνεπειών που έχει για τον εγκαλούντα η μη-καταβολή του παραβόλου (απόρριψη της έγκλησης και στέρηση δικαιώματος άσκησης προσφυγής, άρθρο 28 παρ.3 ν.4055/2012).

Δ         Έναρξη ισχύος των ανωτέρω διατάξεων

Ως προς την έναρξη ισχύος των ανωτέρω διατάξεων, πρέπει να γίνει η εξής διάκριση.

Για τη διάταξη του άρθρου 8 ν.4055/2012 που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το χρόνο αναβολής της συζήτησης λόγω απεργίας και αποχής, καθορίζεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος η 16-9-2012 (άρθρο 110 παρ.21).

Για τη διάταξη του άρθρου 16 ν.4055/2012 που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, καθορίζεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος η 12-5-2012 (άρθρο 110 παρ.20).

Για τις λοιπές ανωτέρω διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν σημείωμα, ισχύει η γενική πρόβλεψη του άρθρου 113 ν.4055/2012 περί έναρξης ισχύος από τις 2-4-2012.

Ε         Επίλογος

Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη σήμερα, πριν μάλιστα αρχίσουν να ισχύουν όλες οι διατάξεις του νέου νόμου, καθώς πολλές εξ αυτών με μεγάλη πρακτική σημασία προβλέπεται να ισχύσουν από 16-9-2012 (άρθρο 110 παρ.16 και 21 ν.4055/2012) συστάθηκε, με την υπ’ αριθμ. 26152/30-3-2012 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, και λειτουργεί νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή με θέμα την (εκ νέου) αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης του έργου της την 31-12-2012.

Η ανάγκη εξέλιξης του δικαίου και η αναζήτηση σύγχρονων λύσεων, ουσιαστικών και δικονομικών, σε υπαρκτά προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης, είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη. Πλην όμως, η συνεχής παρέμβαση του νομοθέτη και η διαρκής αναθεώρηση βασικών νομικών διατάξεων δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια δικαίου, μειώνει το κύρος της δικαιοσύνης και προξενεί μεγάλα ερωτηματικά για την αναγκαιότητα και αποτελεσματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων, καθώς δεν έχει γίνει καν η απαραίτητη ουσιαστική αξιολόγηση και πρακτική αποτίμηση των νομοθετικών αλλαγών που επέφεραν οι πρόσφατοι νόμοι.

Διημερίδα υπο την αιγιδα του δ.σ.π. για το Αυτοκινητικό Ατύχημα και την Ιδιωτική Ασφάλιση-

Πρόσφατες εξελίξεις στο Δίκαιο των Τροχαίων Ατυχημάτων

του Ηλία Ι. Κλάππα,

Δικηγόρου Πειραιά,

Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Π.

1          Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά σε συνεργασία με την Ένωση Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων (ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ) διοργάνωσαν στις 2 και 3 Νοεμβρίου 2012 επιστημονική διημερίδα με θέμα «Αυτοκινητικό Ατύχημα – Ιδιωτική Ασφάλιση».

            Στις εργασίες της διημερίδας που πραγματοποιήθηκαν στο εκθεσιακό κέντρο του ΟΛΠ στον Πειραιά, συμμετείχε πλήθος Δικαστικών, με έντονη την παρουσία Αρεοπαγιτών εν ενεργεία και επί τιμή, καθώς και Καθηγητών Πανεπιστημίου και Δικηγόρων και αναπτύχθηκε ζωντανός διάλογος με ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις σε θέματα που αφορούν το ασφαλιστικό δίκαιο και την ιδιωτική ασφάλιση, το ποινικό δίκαιο στις περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, καθώς και τις αστικές και δικονομικές πλευρές των τροχαίων ατυχημάτων.

            Δυσάρεστη εντύπωση προκάλεσε η παντελής απουσία της νεοεκλεγμένης Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά και του Εφετείου Πειραιά, καθώς και Δικαστών του Πειραιά που δικάζουν υποθέσεις αυτοκινητικών ατυχημάτων με τιμητική εξαίρεση ορισμένων νέων Δικαστών του Ειρηνοδικείου Πειραιά.

Η αναπάντεχη αυτή απουσία των Διοικήσεων των Δικαστηρίων του Πειραιά και των Δικαστών που υπηρετούν σε αυτά σε μία διημερίδα που διοργάνωσε με μεγάλη φροντίδα ο Δικηγορικός Σύλλογος στην πόλη τους, δεν μείωσε την επιτυχία του Συνεδρίου, μετρίασε, όμως, τη δυνατότητα γόνιμου διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων πάνω σε σημαντικά και επίκαιρα επιστημονικά θέματα που απασχολούν τους νομικούς της πράξης, Δικαστές και Δικηγόρους, στο πεδίο των τροχαίων ατυχημάτων.

2          Σημειώνεται ότι η διημερίδα αυτή είναι η 4η που διοργανώνεται για τα τροχαία ατυχήματα και την ιδιωτική ασφάλιση από την Ε.Ν.Δ.Ι.Α.Α.Ε.Τ.Α., η σημασία δε των πορισμάτων της, όπως έχει αποδειχθεί, ξεπερνάει τα στενά όρια ενός συνεδριακού κέντρου και έχει ευρύτερη απήχηση.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ένα από τα κεντρικά θέματα που είχαν απασχολήσει την 3η Επιστημονική Διημερίδα που είχε διοργανωθεί στις 1 και 2 Οκτωβρίου 2011 στο Ναύπλιο ήταν η επέκταση του τέλους δικαστικού ενσήμου και στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές με τη διάταξη του άρθρου 70 του ν.3994/2011, καθώς και τα ζητήματα διαχρονικού δικαίου σχετικά με την εφαρμογή της διάταξης αυτής. Παρότι η ρύθμιση είχε μόλις εισαχθεί, δεδομένου ότι ο ν.3994/2011 είχε δημοσιευτεί στις 25-7-2011, η αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας του νομικού κόσμου, η οποία εκδηλώθηκε με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο και στην ανωτέρω διημερίδα, οδήγησε στην άμεση τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 70 του ν.3994/2011, με το άρθρο 21 του ν.4055/2012.

Με το άρθρο 21 παρ.1 του ν.4055/2012 εξαιρέθηκαν της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου οι αναγνωριστικές αγωγές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β ΚΠολΔ, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. Επίσης, με το άρθρο 21 παρ.2 του ν.4055/2012 επιλύθηκαν κατά τρόπο επιστημονικά ορθό τα ζητήματα διαχρονικού δικαίου που έθετε η μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ.14 του ν.3994/2011 και προβλέφθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 70 ν.3994/2011 δεν εφαρμόζεται, και άρα δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, στις αγωγές εκείνες που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του και τράπηκαν σε αναγνωριστικές εν όλω ή εν μέρει μετά την έναρξη ισχύος του.

3          Τα θέματα που κυριάρχησαν στην πρόσφατη Διημερίδα του Νοεμβρίου 2012 που έγινε στον Πειραιά υπό την αιγίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά αφορούσαν, μεταξύ άλλων,

ΠΡΩΤΟΝ, το επιστημονικά ενδιαφέρον και διαρκώς εριζόμενο ζήτημα που γεννά το άρθρο 7 ν.489/1976 σχετικά με το ποιος θεωρείται τρίτος σε τροχαίο ατύχημα και άρα δεν δικαιούται αποζημίωση.

Το θέμα εισηγήθηκε η Αεροπαγίτης και Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου και αποτέλεσε αντικείμενο αξιοσημείωτων παρεμβάσεων από τον ε.τ. Δικηγόρο Πάτρας Γεώργιο Αμπατζή και τον Καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωάννη Ρόκα, ο οποίος χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη διάταξη απολίθωμα μιας άλλης εποχής και προέτρεψε σε νομοθετική παρέμβαση για την τροποποίησή της, ώστε να μην παραμείνουν ασφαλιστικά ακάλυπτοι ο ιδιοκτήτης και ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, όταν δεν οδηγούν οι ίδιοι το αυτοκίνητο

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, η τύχη της ασφαλιστικής ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχημα σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής του δράστη από το θύμα,  με εισηγητή τον Αναπληρωτή Καθηγητή Κ.Χριστοδούλου.

ΤΡΙΤΟΝ, η επικράτηση της αρχής της συνετούς οδήγησης έναντι της αρχής της εμπιστοσύνης στο πεδίο των τροχαίων ατυχημάτων τόσο στο αστικό δίκαιο όσο και στο ποινικό δίκαιο, θέμα που εισηγήθηκε ο υπογράφων. Μετά την εισαγωγή του ΚΟΚ του 1977, κρίθηκε ότι προστατευόμενο αγαθό στην οδική κυκλοφορία είναι, πρωτίστως, η ζωή και η υγεία όσων συμμετέχουν σε αυτήν και, δευτερευόντως, η εύρυθμη και άνετη κυκλοφορία. Νομοθετικό θεμέλιο της αρχής της συνετούς οδήγησης είναι η διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 του ΚΟΚ, εξειδικεύσεις δε της αρχής αυτής συναντώνται σε πολλές διατάξεις του ΚΟΚ, οι οποίες επιβάλλουν στον οδηγό να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα επιμέλειας, ώστε να αντιμετωπίσει πιθανή αντικανονική συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων στην κυκλοφορία προς αποφυγή εμπλοκής σε ατύχημα

ΤΕΤΑΡΤΟΝ, η δέσμευση του πολιτικού Δικαστηρίου από την ποινική απόφαση, που εισηγήθηκε ο Αεροπαγίτης Π.Ρουμπής και οι εξελίξεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μετά το ν.4043/2012, που εισηγήθηκε η δικηγόρος Μαρινέττα Γούναρη –Χατζησαράντου.

ΠΕΜΠΤΟΝ, θέματα αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων όπως η ευθύνη του εποπτεύοντος από την εμπλοκή εποπτευόμενου σε ατύχημα (άρθρο 923 ΑΚ), το οποίο εισηγήθηκε ο ε.τ. Αντιπρόεδρος Α.Π. Αθ.Κρητικός, ο επιμερισμός της ευθύνης σε περιπτώσεις εμπλοκής πολλών προσώπων σε αυτοκινητικό ατύχημα, με εισηγητή τον ε.τ. Αεροπαγίτη Κ.Βαλμαντώνη, το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος στην πρόκληση του ατυχήματος και στην έκταση της ζημίας, με εισηγητή τον Αεροπαγίτη Β.Λαμπρόπουλο και ζητήματα που συνδέονται με την αστική ευθύνη κατά το νόμο ΓπΝ/1911, που εισηγήθηκε ο δικηγόρος Γ.Μανουσάκης.

ΕΚΤΟΝ, τα δικονομικά θέματα που αφορούν στην προβολή πραγματικών ισχυρισμών στον πρώτο και δεύτερο βαθμό στις αυτοκινητικές διαφορές, καθώς και τα δικονομικά ζητήματα που συνδέονται με το δεδικασμένο της απόφασης που επιδικάζει αποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα, με εισηγητές τον Καθηγητή Π.Αρβανιτάκη και τον Επίκουρο Καθηγητή Σπ.Τσαντίνη αντίστοιχα.

ΕΒΔΟΜΟΝ, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και λόγω ψυχικής οδύνης, θέμα που εισηγήθηκε ο ε.τ. Αεροπαγίτης Κ.Βαλμαντώνης.

ΟΓΔΟΟΝ, αξιώσεις αποζημίωσης από τροχαίο ατύχημα κατά το Αγγλικό Δίκαιο, που εισηγήθηκε ο Δικηγόρος Ι.Κωλέττης.

4          Από τη διημερίδα και την επιστημονική συζήτηση που αναπτύχθηκε δεν μπορούσε, ασφαλώς, να απουσιάζει το θέμα του καθεστώτος του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά την ψήφιση του εντελώς πρόσφατου ν.4092/2012, ο οποίος είχε ψηφιστεί λίγες μόνο ημέρες πριν τη Διημερίδα και δημοσιεύθηκε λίγες ημέρες μετά από αυτήν, στις 8-11-2012 (ΦΕΚ Α΄ 220).

            Με το άρθρο 4 του νόμου αυτού μειώνεται η ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς

(α)       παύει πλέον να αποζημιώνει σε περιπτώσεις ατυχημάτων που προκαλούνται από πρόθεση,

(β)       καθιερώνεται ανώτατο πλαφόν σε μόλις 6.000 ΕΥΡΩ ανά δικαιούχο για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε όλες τις περιπτώσεις ευθύνης του (άγνωστο αυτοκίνητο, ανασφάλιστο αυτοκίνητο, πτώχευση-ανάκληση άδειας ασφαλιστή),

(γ)       καθιερώνεται ανώτατο πλαφόν αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο στο ποσό των 100.000 ΕΥΡΩ στις περιπτώσεις πτώχευσης-ανάκλησης άδειας ασφαλιστή και, μάλιστα, με σταδιακή ποσόστωση από το πρώτο ευρώ. Προβλέπεται επαύξηση της ανωτέρω αποζημίωσης σε πρόσωπα που υπέστησαν αναπηρία, με βάση Υπουργική Απόφαση και μετά από γνώμη του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ)

Επίσης, με το ίδιο άρθρο καθιερώνεται αναδρομικότητα των ρυθμίσεων αυτών για όσες αξιώσεις δεν έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση και προβλέπεται αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου μέχρι την 31-12-2016.

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου υπήρξε έντονη κριτική στις διατάξεις αυτές που γεννούν τεράστια ζητήματα συνταγματικότητας και αντίθεσης με το Κοινοτικό Δίκαιο και την ΕΣΔΑ, όπως άλλωστε διαπίστωσε και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην Έκθεσή της επί του Νομοσχεδίου.

            Επιλογικά, πρέπει να σημειωθεί ότι στο διάστημα που διέδραμε από το Συνέδριο μέχρι σήμερα έχουν ήδη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ανίσχυρες τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.4092/2012 για το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου. Αναφερόμαστε στις αποφάσεις 3903/2012 και 3905/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Δικαστής Αν.Λόλα) και 3941/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Δικαστής Χαρ.Σεβαστίδης), με τις οποίες οι ανωτέρω διατάξεις κρίθηκαν ότι αντίκεινται στο Σύνταγμα (άρθρο 17), στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στις Κοινοτικές Οδηγίες που ρυθμίζουν την ύπαρξη και το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου.

            Οι εξελίξεις αυτές αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά ότι η επιστημονική συζήτηση ακόμη και για μόλις ψηφισμένες διατάξεις και ρυθμίσεις ουδέποτε χάνει τη σημασία και την επικαιρότητά της.


Αντισυνταγματικότητα και παράβαση Κοινοτικού Δικαίου με τις προτεινόμενες αλλαγές για το Επικουρικό κεφάλαιο


Άρθρο 48 του σχεδίου νόμου για τα πιστωτικά ιδρύματα και το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου


Με το άρθρο 48 του σχεδίου νόμου «Ενισχυμένα μέτρα εποπτείας και εξυγίανσης των Πιστωτικών Ιδρυμάτων – Ρύθμιση θεμάτων χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα – Κύρωση της Σύμβασης – Πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και των τροποποιήσεών της και άλλες διατάξεις» που κατατέθηκε στις 1-9-2011 στη Βουλή, εισάγεται διάταξη με την οποία ουσιαστικά επιβάλλεται μερική παύση πληρωμών από το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης Ατυχημάτων από Αυτοκίνητα».
Δεν είναι αληθές το αναφερόμενο σε δημοσιεύματα και εκπομπές ότι νομοθετικός σκοπός της διάταξης είναι η περικοπή των αποζημιώσεων.
Η αλήθεια είναι ότι οι αποζημιώσεις παραμένουν ως έχουν πλην όμως το Επικουρικό Κεφάλαιο και μόνο παύει να καταβάλει αποζημιώσεις για χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη και για ψυχική οδύνη ενώ επιβάλλεται ανώτατο όριο 100.000 Ευρώ και μάλιστα με κλιμακωτή ποσόστωση για τις αποζημιώσεις επί των λοιπών αξιώσεων (πλην της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης) που το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλλει σε περιπτώσεις υποκατάστασης ασφαλιστή του οποίου ανακλήθηκε η άδεια ή πτώχευσε.
1. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΤΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΕΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ Η ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ
1α. Τι σημαίνει για τους παθόντες η κατάργηση της υποχρέωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου να αποζημιώνει ψυχική οδύνη και ηθική βλάβη παρότι προβλέπεται τέτοια αποζημίωση στον Αστικό Κώδικα (932 ΑΚ):
Παράδειγμα 1ο: Σε περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος τα ορφανά παιδιά, η χήρα, οι γονείς και όσοι εκ του Νόμου δικαιούνται ψυχικής οδύνης δεν θα λαμβάνουν καμία απολύτως αποζημίωση από το Επικουρικό Κεφάλαιο παρά μόνο για την κατασκευή του τάφου του προσφιλούς τους προσώπου, τις τυχόν υλικές ζημίες του οχήματος και για τυχόν αξιώσεις τους εκ διατροφής. Την χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη θα δικαιούνται να την αναζητήσουν μόνο από τον υπαίτιο αν αυτός δεν είναι άγνωστος και αν έχει περιουσία
Παράδειγμα 2ο: Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος ακόμη και με σοβαρότατο τραυματισμό, ο παθών ακόμη και αν έχει μείνει μόνιμα ανάπηρος δεν δικαιούται καμία αποζημίωση από το Επικουρικό Κεφάλαιο για την ηθική βλάβη που θα έχει υποστεί από τον τραυματισμό του, την οποία θα την αναζητήσουν από τον υπαίτιο αν αυτός δεν είναι άγνωστος και αν έχει περιουσία.
1β Τι σημαίνει για τους υπαίτιους οδηγούς η κατάργηση της υποχρέωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου να αποζημιώνει ψυχική οδύνη και ηθική βλάβη παρότι προβλέπεται τέτοια αποζημίωση στον Αστικό Κώδικα (932 ΑΚ):
Τόσο σε περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος όσο και στις λοιπές περιπτώσεις ατυχημάτων ακόμη και με σοβαρότατο τραυματισμό, ο υπαίτιος οδηγός είτε είναι ανασφάλιστος κατά τον χρόνο του ατυχήματος ή ασφαλισμένος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, αλλά η εταιρία του μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της, υποχρεούται εξ ιδίων χρημάτων να αποζημιώσει στο σύνολό της την ψυχική οδύνη των συγγενών και την ηθική βλάβη του θύματος.
1γ. Η εξαίρεση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης από την αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι αντίθετη με το Κοινοτικό Δίκαιο.
Το άρθρο 1 παρ.4 εδ.α& της 84/5/ΕΟΚ Κοινοτικής Οδηγίας η οποία ρυθμίζει το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου και η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Π.Δ. 264/91 προβλέπει ρητά την υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου να αποζημιώνει πλήρως τα θύματα τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης. Κατά συνέπεια, εφόσον η υποχρέωση ασφάλισης καλύπτει και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης, δεν μπορεί το συγκεκριμένο κονδύλιο να εξαιρεθεί της υποχρέωσης αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου.
2. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ αν ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος σε εταιρία η οποία μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της.
2α. Τι σημαίνει για τους παθόντες η επιβολή ανωτάτου ορίου αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αν ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος σε εταιρία η οποία μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της.
Στα ανωτέρω παραδείγματα, ακόμη και οι λοιπές (πλέον της ψυχικής οδύνης και της ηθικής βλάβης) αξιώσεις των συγγενών, κυρίως από στέρηση διατροφής (1ο παράδειγμα) και του παθόντα, κυρίως από στέρηση εισοδημάτων εκ της εργασίας του, οι οποίες αν είναι μόνιμα ανάπηρος αφορούν όλο το υπόλοιπο της ζωής του (2ο παράδειγμα), αποζημιώνονται πλέον μερικώς από το Επικουρικό Κεφάλαιο αν ο δράστης του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος σε εταιρία η οποία μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της.
Συγκεκριμένα, επιβάλλεται ανώτατο όριο αποζημίωσης 100.000 Ευρώ για τις αξιώσεις αυτές του παθόντα, πλην όμως, ακόμη και αυτή η αποζημίωση δεν καλύπτεται πλήρως από το Επικουρικό Κεφάλαιο αλλά υπόκειται παντελώς αδικαιολόγητα και αυθαίρετα σε κλιμακωτή ποσόστωση ανάλογα με το ύψος της ζημίας και μάλιστα στα σοβαρότερα ατυχήματα το ποσό που θα καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι λίγο μεγαλύτερο από το ήμισυ της συνολικής αποζημίωσης.(π.χ. για ζημία έως 2.000 Ευρώ καταβάλλεται το 90% της αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο, για ζημία από 10.001 Ευρώ έως 30.000 Ευρώ καταβάλλεται το 75% της αποζημίωσης, για ζημία από 60.001 έως 100.000 καταβάλλεται το 60% της αποζημίωσης κ.ο.κ.).
Το υπόλοιπο της αποζημίωσης που δεν θα καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο, τα θύματα και σε περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος, οι συγγενείς των θυμάτων θα δικαιούνται να τα αναζητήσουν από τον υπαίτιο οδηγό αν αυτός έχει περιουσία.
2β. Τι σημαίνει για τους υπαιτίους οδηγούς η επιβολή ανωτάτου ορίου αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αν η εταιρία στην οποία ήταν ασφαλισμένοι μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της
Τόσο σε περίπτωση θανατηφόρου ατυχήματος όσο και στις λοιπές περιπτώσεις ατυχημάτων ακόμη και με σοβαρότατο τραυματισμό, ο υπαίτιος οδηγός παρότι ήταν ασφαλισμένος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, παρότι δεν φέρει καμία ευθύνη για ένα εξωτερικό της βούλησης και δράσης γεγονός, όπως είναι η μεταγενέστερη πτώχευση ή ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής του εταιρίας, τιμωρείται να καταβάλει το επιπλέον ποσό αυτού που θα καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο εξ ιδίων χρημάτων.
2γ. Η ρύθμιση με την οποία επιβάλλεται ανώτατο όριο αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αν ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος σε εταιρία η οποία μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της είναι αντισυνταγματική καθώς απαλλοτριώνονται μερικώς τα περιουσιακά δικαιώματα που ενσωματώνονται στην ασφάλιση, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει και τα ενοχικά δικαιώματα, και του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
2δ. Η επιβολή ανωτάτου ορίου αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι αντίθετη με το Κοινοτικό Δίκαιο (84/5/ΕΟΚ Κοινοτική Οδηγία).
Ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να περιορίσει το ύψος της αποζημίωσης παρά μονάχα να προσδώσει ή όχι επικουρικό χαρακτήρα στην παρέμβαση του Επικουρικού Κεφαλαίου (δηλαδή αν μέρος της αποζημίωσης του θύματος καλύπτεται από ασφαλιστικό ταμείο τότε όπως συμβαίνει σήμερα το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλλει το υπόλοιπο της δικαιούμενης αποζημίωσης
2ε..Η ρύθμιση με την οποία επιβάλλεται ανώτατο όριο αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αν ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος σε εταιρία η οποία μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της είναι προφανώς αυθαίρετη και παράνομη καθώς ο παθών θα έχει πληρώσει το σύνολο του δικαστικού ενσήμου για το σύνολο της αποζημίωσης που αιτείται είτε η αγωγή του είναι καταψηφιστική είτε αναγνωριστική (άρθρο 70 ν.3994/2011), αλλά θα λάβει από το Επικουρικό Κεφάλαιο μόνο ένα μέρος από τη δικαιούμενη αποζημίωση.
2στ. Η ρύθμιση με την οποία επιβάλλεται ανώτατο όριο αποζημίωσης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αν ο υπαίτιος του ατυχήματος ήταν ασφαλισμένος σε εταιρία η οποία μεταγενεστέρως πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της είναι νομοτεχνικά κακότεχνη.
α. Ενώ στις περιπτώσεις του άγνωστου οδηγού και του ανασφάλιστου υπάρχει ρητή αναφορά στην παραγραφή, στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας ή πτώχευσης του ασφαλιστή δεν υπάρχει καμία αναφορά στην παραγραφή. Θα πρέπει και στην περίπτωση αυτή να αναφερθεί ότι η σχετική αξίωση υπόκειται στην κατά το άρθρο 10 παρ.2 παραγραφή.
β. Δεν διευκρινίζεται ως θα όφειλε αν το όριο αποζημίωσης (πλαφόν) είναι ανά ατύχημα ή ανά θύμα
Δεδομένου ότι πλέον στο Ελληνικό δίκαιο (άρθρο 33 παρ. 2 ν.3746/2009 (ΦΕΚ 27Α/6-2-2009) το οποίο τροποποίησε το άρθρο 6 παρ. 5 του ΠΔ 237/86 (κωδ. ν.489/1976).), κατ΄εφαρμογή Κοινοτικής Οδηγίας (υπ αριθμ. 2005/14/ΕΚ) οι αποζημιώσεις υπολογίζονται ανά θύμα και όχι ανά ατύχημα, θα έπρεπε και η συγκεκριμένη διάταξη να εναρμονίζεται με την νομοθετική αυτή κατεύθυνση.
3. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ.
3α. Παράδειγμα Από την αναδρομικότητα της διάταξης καταλαμβάνονται ατυχήματα τα οποία έχουν συμβεί μέχρι τη τυχόν δημοσίευση της σχετικής ρύθμισης ακόμη και αν έχουν συζητηθεί σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, ακόμη και αν τα θύματα έχουν εξετασθεί από πραγματογνώμονες ιατρούς που όρισε το δικαστήριο, ακόμη και αν έχουν μεσολαβήσει 10 και 12 χρόνια από το ατύχημα και δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ακόμη και αν έχει κερδηθεί σε νομικό επίπεδο η υπόθεση στον Άρειο Πάγο και επανεξετάζεται από το Εφετείο ως δικαστήριο παραπομπής, κ.ο.κ.
3β. Η αναδρομική εφαρμογή που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη είναι αντισυνταγματική και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από τα Δικαστήρια καθώς με την αναδρομή ο νομοθέτης παρεμβαίνει στην απονομή της δικαιοσύνης, προσκρούει δε στην πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου η οποία προβλέπει ότι απαγορεύεται η αναδρομικότητα του νόμου όταν προσβάλλει κεκτημένα δικαιώματα κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα όπως είναι οι αξιώσεις του παθόντα από τροχαίο ατύχημα (ΟλΑΠ 6/2007, ΑΠ 1939/2009).
Κατά συνέπεια καμία διάταξη δεν μπορεί να έχει εφαρμογή για τροχαία ατυχήματα που συνέβησαν προ της δημοσίευσής της στην ΕτΚ.
4. Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΣΩΡΕΙΑ ΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΘΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΥΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ, θυμάτων και υπαιτίων.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση, όχι μόνο δεν θα βοηθήσει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων αλλά θα πολλαπλασιάσει τον όγκο της δικαστικής ύλης, καθώς για ένα ατύχημα θα ανοίγονται περισσότερες της μίας δίκες με πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και ανακοπές κατ αυτών, δίκες για προσωπική κράτηση, δίκες για συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του υπαίτιου οδηγού, ποινικές δίκες κατά του υπαιτίου καθώς τα θύματα πλέον δεν θα δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν ποινική δίωξη του υπαιτίου κατά το άρθρο 315 Ποινικού Κώδικα κλπ.
5.Τα υπαρκτά προβλήματα του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν επιλύονται με την μερική παύση πληρωμών των «δανειστών» του που στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τραπεζίτες, αλλά μία ιδιαίτερα αδύναμη κοινωνικά και οικονομικά ομάδα πολιτών που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από ανάπηρους εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων και από ορφανά, χήρες και γονείς θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων.
Είναι αδιανόητο το κράτος να παρεμβαίνει κατά τέτοιο προστατευτικό τρόπο υπέρ ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, οι δε ρυθμίσεις αυτές δεν απορρέουν από υποχρεώσεις της χώρας μας για τη μείωση δημοσίων δαπανών.
Η λύση των προβλημάτων του Επικουρικού Κεφαλαίου απαιτεί πολιτική βούληση για ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών στην ασφαλιστική αγορά και αύξηση των πόρων του Επικουρικού Κεφαλαίου από τα ασφάλιστρα των συμβολαίων αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα, καθώς και από την πάταξη του διαρκώς διογκούμενου φαινομένου των ανασφάλιστων οχημάτων.
Καταλήγοντας, η προτεινόμενη ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, αντίκειται στο Κοινοτικό Δίκαιο, είναι άδικη και κοινωνικά ανάλγητη καθώς τιμωρούνται τα θύματα αλλά και οι ασφαλισμένοι τροχαίων ατυχημάτων, υπάρχει δε κίνδυνος να γίνει προπομπός και υπόδειγμα και αντίστοιχων ρυθμίσεων που θα αφορούν μετά το Επικουρικό Κεφάλαιο, και τις ασφαλιστικές εταιρίες.
Είναι προφανές ότι επιστρέφουμε στο καθεστώς προ του 1976, οπότε εισήχθηκε ο νόμος περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων (ν. 489/76) και τα τροχαία ατυχήματα και οι αποζημιώσεις εξ αυτών μετατρέπονται και πάλι σε νομική και οικονομική ζούγκλα με εν δυνάμει θύματα όλους του Έλληνες πολίτες που τυχόν εμπλακούν σε τροχαίο ατύχημα.

Ηλίας Ι. Κλάππας
Δικηγόρος Πειραιά
Μέλος Δ.Σ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά

Δευτεροβάθμια Μονομελή Δικαστήρια και ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΘ’ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΩΝ

Ο μύθος της επιτάχυνσης και του εξορθολογισμού της Δικαιοσύνης (ν.3994/2011)*

Ηλία Ι. Κλάππα,  Δικηγόρου Πειραιά, Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

Η διάπλαση των δικαιϊκών κανόνων και, στην προκειμένη περίπτωση, των δικονομικών κανόνων είναι μία αέναη διαδικασία που δεν σταματά με την ψήφιση ενός νόμου όσο μεγάλες αλλαγές και αν φέρνει.

Για το λόγο αυτό, με το παρόν άρθρο εκφράζονται κριτικές σκέψεις και απόψεις για επιμέρους δικονομικές αλλαγές που επέφερε ο ν.3994/2011, με έμφαση στην ίδρυση δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων και την αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, προς το σκοπό να κρατηθεί ζωντανός σε επιστημονικό επίπεδο ο διάλογος για την ορθότητα ή όχι συγκεκριμένων ρυθμίσεων που επιλέχθηκαν και ήδη έχουν περιβληθεί με την ισχύ τυπικού νόμου, ευελπιστώντας σε μελλοντικές νομοθετικές βελτιώσεις.

Α       Απαιτείται συνολική θεσμική θεώρηση της πολιτικής δίκης και επίλυση των λειτουργικών προβλημάτων

1        Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ο εύλογος χρόνος εκδίκασης μιας δικαστικής υπόθεσης ανεξαρτήτως της φύσης της (αστική, ποινική και κάθε άλλη με αντικείμενο ή συνέπειες περιουσιακές ή με συνέπειες εν γένει επί αστικών δικαιωμάτων) αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.[1]

Ο νομοθέτης επιχειρώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για απονομή δικαιοσύνης εντός εύλογης προθεσμίας ανέλαβε επανειλημμένως την τελευταία δεκαετία νομοθετικές πρωτοβουλίες για επιτάχυνση της παροχής δικαστικής προστασίας στη πολιτική δίκη.[2]

Με το νόμο 3994/2011, ο οποίος έχει τον φιλόδοξο τίτλο «Εξορθολογισμός και Βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης»[3], εισάγονται τροποποιήσεις που πράγματι βελτιώνουν την παροχή έννομης προστασίας και αίρουν υπάρχουσες διαφωνίες και αμφισβητήσεις.

Ωστόσο, χωρίς να υποτιμάται η εργώδης προσπάθεια που έχει γίνει από τρεις, μάλιστα, Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές κατά τα έτη 2008-2011, οι ρυθμίσεις του νέου νόμου λύνουν μεν επιμέρους δικονομικά ζητήματα, δείχνουν, όμως, άτολμες, αποσπασματικές, αποφεύγουν τις μεγάλες τομές και εν τέλει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξορθολογίζουν την πολιτική δίκη. Οι θεσμικές αλλαγές που εισάγονται είναι αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας, κάποιες δε εξ αυτών, όπως η θέσπιση δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων, θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια δικαίου.[4]

Εξορθολογισμός δεν είναι να χρειάζονται τρεις+τρεις δικαστές στους δύο βαθμούς ουσίας για να δικάσουν μία αγωγή διετούς διάστασης και να αρκούμαστε σε έναν+έναν δικαστές (εκ των οποίων ο πρώτος μπορεί να είναι και Πάρεδρος) για να δικάσουν ένα εργατικό ή τροχαίο ατύχημα με θάνατο ή βαρύτατο τραυματισμό και αμφισβητούμενη υπαιτιότητα, στηριζόμενοι στην ψευδαίσθηση ότι στις ειδικές διαδικασίες τα νομικά προβλήματα είναι τάχα λιγότερα.

Εξορθολογισμός δεν είναι να νομοθετούμε την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, όταν δεν έχουμε επιλύσει ακόμα το πρόβλημα των αποφάσεων που εκδίδονται ακαθαρόγραφες πολλούς μήνες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και χρειάζεται μεγάλος κόπος και πρόσθετη πολύμηνη ταλαιπωρία για να καθαρογραφούν και να θεωρηθούν.

Εξορθολογισμός δεν είναι να υφίστανται διαφορετικές προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων και διαφορετικές ρυθμίσεις ακόμη και για το πινάκιο στις ειδικές διαδικασίες.

Ο νομικός κόσμος είναι ώριμος για ενοποίηση των διατάξεων στις ειδικές διαδικασίες, είναι ώριμος να συζητήσει την ανακατανομή της ύλης ανάμεσα στις μονομελείς και πολυμελείς συνθέσεις στον πρώτο βαθμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός που το ίδιο το νομοσχέδιο θέτει για απλούστερη και ουσιαστικότερη απονομή της δικαιοσύνης και για ομοιόμορφη ρύθμιση όμοιων δικονομικών καταστάσεων, αλλά για όλα αυτά χρειάζεται θεσμική παρέμβαση με συνολική θεώρηση των προβλημάτων της πολιτικής δίκης και όχι παρεμβάσεις με αποσπασματικό χαρακτήρα, ώστε να καθιδρυθεί «ένα σύστημα δικονομικό που να αποτελεί εγγύηση και ασφάλεια για τον πολίτη και να είναι συμβατό με τις συνταγματικές μας παραδόσεις και το νομικό πολιτισμό μας»[5].

2        Σωστά παρατηρείται στην αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου ότι «τα προβλήματα της απονομής δικαιοσύνης στην χώρα μας δεν έχουν κατά κανόνα θεσμικό αλλά λειτουργικό υπόβαθρο»[6].

Αντί λοιπόν να διορθώσουμε τα λειτουργικά προβλήματα της δικαιοσύνης, όπως είναι μεταξύ πολλών άλλων οι ελλείψεις στις οργανικές θέσεις των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, η απουσία ελεύθερων δικαστικών αιθουσών, τα προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής των δικαστηρίων, αλλά και ο υδροκεφαλισμός του Πρωτοδικείου και του Εφετείου της Αθήνας, επιχειρούνται θεσμικές αλλαγές αμφίβολης αποτελεσματικότητας, οι οποίες είναι ενδεχόμενο όχι μόνο να μην βοηθήσουν στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης, αλλά αντίθετα να δημιουργήσουν πολλαπλάσια προβλήματα.

Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης δεν είναι ζήτημα ανακατανομής της ύλης μεταξύ των Δικαστηρίων και μείωσης της αρμοδιότητας των πολυμελών συνθέσεων, όπως παρουσιάστηκε με τον εν λόγω νόμο.

Προφανώς, την εποχή της οικονομικής κρίσης, τα πρακτικά μέτρα επίλυσης των προβλημάτων της Δικαιοσύνης μοιάζουν ουτοπικά, ελλείψει κονδυλίων, και για το λόγο αυτό οι παρεμβάσεις του  νομοθέτη περιορίζονται σε μεταφορά και διασπορά του προβλήματος της σωρευθείσας δικαστικής ύλης μεταξύ των Δικαστηρίων ξεχνώντας, μάλιστα, ότι ακόμη και οι πετυχημένες στη θεωρία θεσμικές αλλαγές για να πετύχουν στην πράξη χρειάζονται συγκεκριμένες υλικές πράξεις για την επίλυση των λειτουργικών προβλημάτων.

Β       Αύξηση καθύλην αρμοδιότητας Ειρηνοδικείων

1        Με το νέο νόμο (άρθρο 2), η καθύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου στις χρηματικά αποτιμητές διαφορές, αυξάνεται από 12.000 ευρώ σε 20.000 ευρώ και παράλληλα αυξάνεται και η αρμοδιότητά του για τις διαφορές από μίσθωση ώστε να καταλαμβάνει τις διαφορές με μηνιαίο μίσθωμα ως 600 ευρώ.

Τα ήδη υπερφορτωμένα Ειρηνοδικεία, στα οποία έχουν ανατεθεί πρόσφατα και οι υποθέσειςρύθμισης χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καλούνται να διαχειριστούν ένα πολύ μεγάλο όγκο νέων υποθέσεων χωρίς, μάλιστα, να έχει προηγηθεί αύξηση των οργανικών θέσεων των ειρηνοδικών και των δικαστικών υπαλλήλων αλλά ούτε και αντιμετώπιση των τεράστιων ελλείψεων σε έμψυχο δυναμικό που υπάρχουν.

Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση μεγάλου όγκου υποθέσεων, την ακόμη μεγαλύτερη σε σχέση με την υφιστάμενη ήδη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων, με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε φαινόμενα εν τοις πράγμασι αρνησιδικίας. [7]

2        Η αύξηση της καθύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων σε σχέση, μάλιστα, με την ανάθεση σε Μονομελή Πρωτοδικεία της εκδίκασης κατ’ έφεσην των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, θέτει για μία ακόμη φορά επιτακτικά το ζήτημα της θέσης των Ειρηνοδικών και των Ειρηνοδικείων στο σύστημα της δικαιοσύνης.

Αν οι Ειρηνοδίκες θεωρούνται ισότιμοι δικαστές με τους Πρωτοδίκες, τότε ορθώς διευρύνεται η αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου και τους ανατίθεται ο χειρισμός υποθέσεων ως 20.000 ευρώ, ποσό που για έναν μέσο εργαζόμενο ισούται σήμερα με τα εισοδήματα δύο ετών.

Σε αυτήν την περίπτωση, εσφαλμένως προβλέπεται οι εφέσεις ικανών κατά την κρίση μας δικαστών, να δικάζονται ακόμη και από νέους χωρίς εμπειρία Πρωτοδίκες (άρθρο 3 παρ.3 του νόμου), γεγονός που δημιουργεί στρεβλά φαινόμενα στην παροχή έννομης προστασίας.

Αν πάλι οι Ειρηνοδίκες δεν θεωρούνται δικαστές του ίδιου επιπέδου με τους Πρωτοδίκες, τότε ορθώς οι αποφάσεις τους εξετάζονται κατ’ έφεση ακόμη και από νέους Πρωτοδίκες, εσφαλμένως όμως τους αναθέτουμε υποθέσεις τόσο σημαντικού περιουσιακού αντικειμένου για πολύ μεγάλη μερίδα πολιτών.

Πρέπει, επιτέλους, να μιλήσουμε ανοικτά για ένα θέμα πολύ σημαντικό στο χώρο της δικαιοσύνης και αυτό είναι η ενσωμάτωση των Ειρηνοδικών στο δικαστικό σώμα, ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις, και της ενοποίησης της δικαιοσύνης ώστε να μην έχουμε δικαστές και δικαστήρια πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.

Γ        Δευτεροβάθμια Μονομελή Δικαστήρια

1        Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου, σκοπός της ίδρυσης δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας και η εξοικονόμηση του δικαστικού μόχθου.

Πλην όμως, η ρύθμιση για τη δημιουργία δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων (άρθρο 3 παρ.3 και 4 παρ.2 ΚΠολΔ), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι λύνει το πρόβλημα της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, καθώς προβαίνει απλώς σε ανακατανομή της ύλης ανάμεσα στα δικαστήρια επιβαρύνοντας άλλα δικαστήρια από αυτά που μέχρι σήμερα επιβάρυνε[8].

Συγκεκριμένα, υπερφορτώνονται τα μονομελή πρωτοδικεία, τα οποία μαζί με τα ειρηνοδικεία διεκπεραιώνουν το 80% του συνόλου των υποθέσεων σε πρώτο βαθμό, και τα οποία θα λειτουργούν πλέον και ως δευτεροβάθμια επί αποφάσεων ειρηνοδικείων, απορροφώντας πολύ μεγάλο όγκο υποθέσεων, καθώς, μάλιστα, τα ειρηνοδικεία λόγω της αύξησης της καθύλην αρμοδιότητάς τους θα εκδίδουν αποφάσεις για υποθέσεις με αντικείμενο ως 20.000 ευρώ, αντί για 12.000 ευρώ όπως μέχρι σήμερα.

2        Ακόμη, όμως, και αν ήθελε θεωρεί ότι πράγματι υπάρχει επιτάχυνση της δικαιοσύνης, καθώς πλέον, σε υποθέσεις αρμοδιότητας σε πρώτο βαθμό Ειρηνοδικείων και Μονομελών Πρωτοδικείων, θα απασχολούνται, και στους δύο βαθμούς ουσίας, δύο μόνον τακτικοί δικαστές, αντί για τέσσερις, παρόλα αυτά, αυτό και μόνον, δεν καθιστά την θεσμική αυτή επιλογή ορθή.

          Καταρχήν, γιατί επιτείνει τα ήδη υφιστάμενα στο χώρο του δικονομικού δικαίου αδικαιολόγητα φαινόμενα ανόμοιας δικονομικής αντιμετώπισης παρόμοιων δικονομικών καταστάσεων[9].

          Κατά δεύτερο, γιατί η εκδίκαση εφέσεων κατ’ αποφάσεων Ειρηνοδικείων από Μονομελή Πρωτοδικεία θα δημιουργήσει στρεβλά φαινόμενα, όπου η δευτεροβάθμια κρίση θα προέρχεται από δικαστή λιγότερο ή πολύ λιγότερο έμπειρο από αυτόν του πρώτου βαθμού.[10]

          Κατά τρίτο, γιατί είναι πιθανό με την ίδρυση Μονομελών Εφετείων να αποκλείονται εν τοις πράγμασι οι Πρόεδροι Εφετών από τη δευτεροβάθμια διαδικασία, καθώς δεν πιθανολογείται ότι η εκδίκαση εφέσεων θα ανατίθεται σε Πρόεδρους Εφετών που θα έχουν και τα καθήκοντα που είχε μέχρι σήμερα ο Εισηγητής Εφέτης στην πολυμελή σύνθεση. Κατ’ επέκταση, η ανάθεση εφέσεων μόνο στους νεότερους Εφέτες, οι οποίοι κατά τεκμήριο στερούνται της πείρας και των γνώσεων των αρχαιοτέρων, υπάρχει κίνδυνος να συντελέσει στην υποβάθμιση του επιπέδου της δικαιοδοτικής κρίσης.

          Περαιτέρω, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι Πρόεδροι Εφετών θα εμπλακούν στη δευτεροβάθμια διαδικασία, συμμετέχοντας σε μονομελείς συνθέσεις, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, θα εμφανιστούν στρεβλά φαινόμενα δικονομικής διαχείρισης των υποθέσεων, καθώς υποθέσεις ίδιας σημασίας θα τυγχάνουν διαφορετικής δικονομικής αντιμετώπισης, αφού άλλες θα εκδικάζονται σε δεύτερο βαθμό από Προέδρους Εφετών και άλλες από νεότερους Εφέτες.

          Κατά τέταρτο, γιατί είναι ενδεχόμενο να έχουμε όχι επιτάχυνση αλλά καθυστέρηση της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον υπαρκτό κίνδυνο τα Μονομελή Δευτεροβάθμια Δικαστήρια να αυξήσουν το φόρτο εργασίας του Αρείου Πάγου και, κατ’ επέκταση, το συνολικό χρόνο εκδίκασης μιας υπόθεσης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη, καθώς ο Άρειος Πάγος θα κληθεί να θεραπεύσει τα αποτελέσματα αυθαίρετης και κακής εφαρμογής του νόμου και της νομολογίας, ενδεχόμενο, άλλωστε, που αναφέρεται στην ίδια την αιτιολογική έκθεση και αυτό, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει τον πειραματικό χαρακτήρα της διάταξης.

Σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή στον Άρειο Πάγο δεν λύνει όλα τα προβλήματα ειδικά ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (εκτός αν τα πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τους λόγους των περιπτώσεων 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), και η οποία είναι καθοριστική για την ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης και για την αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου των πολιτών.

3        Κυρίως, όμως, η θεσμική επιλογή ίδρυσης δευτεροβάθμιων δικαστηρίων προς τον σκοπό της επιτάχυνσης και μόνο της δικαιοσύνης, είναι αμφίβολης ορθότητας[11], γιατί, όπως αναφέρει η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σε απόφασή της σχετικά με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου και τις προτεινόμενες αλλαγές «η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης ασφαλώς αποτελεί βασική αξία της πολιτικής δίκης και τον τελικό σκοπό των μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται. Αυτή όμως πρέπει να συνδυάζεται και με την ορθότητα του απονεμομένου δικαίου, γιατί ταχύτητα χωρίς ορθοκρισία οδηγεί σε αδικία, όπως και ορθοκρισία χωρίς ταχύτητα οδηγεί σε αρνησιδικία»[12].

Στα πλαίσια του δικονομικού μας συστήματος, στο οποίο η ουσιαστική κρίση της υπόθεσης γίνεται σε δύο βαθμούς, η σύνθεση των δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων έχει καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του δικαίου και την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων, καθώς κρίνουν τελεσίδικα από ουσιαστική άποψη τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Ταυτόχρονα η σύνθεσή τους έχει σημασία για την ασφάλεια του δικαίου, καθώς τα δευτεροβάθμια δικαστήρια παράγουν νομολογία για συναφείς υποθέσεις.

Η πολυμελής σύνθεση των Δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων παρέχει τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα ορθής και αμερόληπτης απονομής της δικαιοσύνης και απόκρουσης φαινομένων άσκησης πίεσης και επηρεασμού του ενός και μοναδικού δικαστή.

Η επιλογή από τον νομοθέτη μονομελών δικαιοδοτικών οργάνων στον πρώτο βαθμό για την συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων (80% των όλων αστικών υποθέσεων), τα οποία είτε λόγω αξίας του αντικειμένου, είτε λόγω υπαγωγής στις ειδικές διαδικασίες δικάζονταν από τα ειρηνοδικεία και τα μονομελή πρωτοδικεία, είχε γίνει ακριβώς επειδή τα ενδεχόμενα σφάλματα θα τα διόρθωνε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που θα ήταν πολυμελούς συνθέσεως. Σήμερα, έρχεται ο νομοθέτης που μέχρι τώρα δικαιολογούσε τις μονομελείς συνθέσεις στα πρωτοβάθμια δικαστήρια με την ύπαρξη των πολυμελών δευτεροβάθμιων, να καταργήσει τα δευτεροβάθμια πολυμελή δικαστήρια όταν δικάζουν κατ’ έφεση υποθέσεις του ειρηνοδικείου και του μονομελούς πρωτοδικείου.

Σωστά επισημάνθηκε στη Βουλή κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου ότι «η εγγύηση της εφετειακής δικαιοσύνης δεν συνίσταται μόνο στην ανάθεσή της σε εμπειρότερους και κατά τεκμήριο καλύτερους δικαστές. Έχει να κάνει και με το συλλογικό της χαρακτήρα. Έχει δηλαδή να κάνει και με τον αριθμό των δικαστών που εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε ότι οι αποφάσεις των εφετείων έχουν σημασία που υπερβαίνει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό και στη διαμόρφωση της νομολογίας».[13]

Στα Πολυμελή Δευτεροβάθμια Δικαστήρια έχει ιδιαίτερη σημασία, αφενός, η εμπειρία του Προέδρου και, αφετέρου, η διάσκεψη των δικαστών και η συνεισφορά των υπολοίπων μελών της σύνθεσης του δικαστηρίου[14], η οποία, εκτός των άλλων, εξισορροπεί την κατά κανόνα απουσία προφορικής συζήτησης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συνδράμει στην ουσιαστική ανταλλαγή και σύνθεση απόψεων, συντελεί στην επίλυση των νομικών ζητημάτων και στην ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την τεχνική διατύπωση της απόφασης έχει ρόλο εκπαιδευτικό για τους ίδιους τους δικαστές και βοηθά στην ενοποίηση και εξέλιξη της νομολογίας και, επιπλέον, συντελεί στην παρεμπόδιση φαινομένων αυθαίρετης κρίσης και κακής εφαρμογής του νόμου.

4        Η εκδίκαση μιας υπόθεσης από δικαστήρια πολυμελούς σύνθεσης δεν καθυστερεί επειδή πρέπει να μεσολαβήσει η διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης. Ο χρόνος έκδοσης της απόφασης δεν εξαρτάται από τη διάσκεψη, αλλά από τη μελέτη της υπόθεσης και τη σύνταξη του σχεδίου από τον εισηγητή.

Αντίθετα, η διάσκεψη (άρθρο 300 επ. ΚΠολΔ) κάνει σοφότερους τους δικαστές και σοφότερες τις αποφάσεις τους.[15] «Η συμμετοχή (των δικαστών) στη διάσκεψη (…) δεν αποτελεί τροχοπέδη στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης αλλά αποτελεί εχέγγυο πλέον ενδελεχούς έρευνας και ορθοκρισίας, (και) η δημιουργία εφετείων μονομελούς σύνθεσης στερεί από πολλούς δικαστές τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε διασκέψεις, όπως θα συνέβαινε αν η σύνθεση του εφετείου ήταν πολυμελής, οι οποίες (διασκέψεις) αποτελούν για όλους- και όχι μόνο για τους νέους δικαστές- αναντικατάστατο σχολείο της πρακτικής του δικαίου, όπως είναι γνωστό σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και όπως στην ερμηνευτική εγκύκλιο του ν. 1478/1984 ιδιαίτερα τονίζεται»[16].

Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι, λόγω εσφαλμένων πρακτικών, σε πολλές περιπτώσεις η διάσκεψη έχει καταστεί τυπική[17], καθώς μόνο ο Εισηγητής εξετάζει την υπόθεση, ο νομοθέτης όφειλε να μεριμνήσει για την αντιμετώπιση των πρακτικών αυτών και των αιτίων τους.

Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί τυχόν εσφαλμένη και μη νόμιμη δικαστηριακή πρακτική να αποτελέσει, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, ανεκτή αιτιολόγηση θεσμικής αλλαγής[18] και, μάλιστα, να νομιμοποιηθεί εκ των υστέρων με νόμο του Κράτους.

5        Συνεπώς, είναι ανάγκη ο νομοθέτης να επανέλθει στο ζήτημα των Μονομελών Δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων και να θεσμοθετήσει εκ νέου την αρμοδιότητα εκδίκασης των υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό μόνο από Πολυμελείς  συνθέσεις, επανεκτιμώντας, ενδεχομένως, για λόγους επιτάχυνσης της δίκης, στις υποθέσεις του πρώτου βαθμού και μόνο, τη δυνατότητα επέκτασης της αρμοδιότητας των μονομελών συνθέσεων και τον περιορισμό ή την κατάργηση των πολυμελών συνθέσεων.


* Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 2-10-2011 στην 3η Επιστημονική Διημερίδα της Ένωσης Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης και Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων(ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ), η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 1/2/-10-2011 στο Ναύπλιο σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου, με θέμα «Τροχαία Ατυχήματα και Ιδιωτική Ασφάλιση: Αστικά, Ποινικά και Δικονομικά ζητήματα μετά τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις»

[1] Η Ελλάδα έχει επανειλημμένα απασχολήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σχετικά με την υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης μιας δικαστικής υπόθεσης και έχει πολλές φορές καταδικαστεί για την αιτία αυτή. Αναφέρονται ενδεικτικά οι αποφάσεις ΕΔΔΑ από 16-1-2003 στην υπόθεση Καραγιάννης κ..λ.π  κατά Ελλάδος, από 25-1-2000 στην υπόθεση Αγγά κατά Ελλάδος, από 23-9-1998 στην υπόθεση Πόρτιγκτον κατά Ελλάδας, από 27-6-1997 στην υπόθεση Φίλη ΙΙ κατά Ελλάδας κ.λ.π.

[2] Στους πιο πρόσφατους νόμους σχετικά με την επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, περιλαμβάνονται οι νόμοι  2915/2001, 3043/2002, 3388/2005,3714/2008

[3] Η άποψη που διατυπώνεται στην υπ’ αρ. 7/14-4-2011 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, είναι ότι ο τίτλος του σχεδίου νόμου είναι πιο μετριοπαθής από ό,τι αν περιλάμβανε τον όρο «επιτάχυνση». Πλην όμως, ο όρος «Εξορθολογισμός» είναι ευρύτερος και πολύ πιο απαιτητικός, καθώς δεν εξαντλείται στην επιτάχυνση της διαδικασίας, αλλά συνδέει την επιτάχυνση με τα αιτήματα για ορθότερη, αποτελεσματικότερη, απλούστερη και ουσιαστικότερη απονομή της δικαιοσύνης.

[4] Κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου παραλείφθηκε, ευτυχώς, η πρόβλεψη στο άρθρο 4 παρ. 3 του σχεδίου νόμου για συγκρότηση τμημάτων του Αρείου Πάγου τριμελούς σύνθεσης. Η ρύθμιση αυτή, η οποία, άλλωστε, ήταν αμφίβολης πρακτικής σημασίας, θα είχε ως συνέπεια την εν τοις πράγμασι επιβάρυνση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αφού σε περίπτωση μειοψηφίας ενός μέλους, οπότε η απόφαση θα λαμβανόταν με πλειοψηφία μιας ψήφου, θα ήταν υποχρεωτική, κατ’ άρθρον 563 παρ. 2 περ. β εδ. γ ΚΠολΔ, η παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια.

[5] Νικ. Κλαμαρής στον τόμο «Προτάσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ, 33ο Πανελλήνιο Συνέδριο, Βόλος 2008», Αθήνα 2009, σελ.267

[6] Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου, σελ. 1

[7] Σωστά παρατήρησε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε επιστολή της προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης της 25-5-2011, ότι με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, το πρόβλημα θα μεταφερθεί στα Ειρηνοδικεία με αποτέλεσμα να πλήττονται οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις από την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης (Δικαστικά Νέα, φ.117, Απρ-Ιουν 2011, σελ.5)

[8] Βλ. σχετικά Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΡΟΔ΄ της Τρίτης 12 Ιουλίου 2011, Σύνοδος Β΄, Ομιλία Βασίλειου Μουλόπουλου, Βουλευτή

[9] Μία αυτοκινητική υπόθεση ποσού 500.000 Ευρώ δεν θα δικασθεί ποτέ από πολυμελές δικαστήριο, αλλά θα απασχολήσει δύο μονομελείς συνθέσεις και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ μία ενοχική διαφορά ίδιου ποσού θα απασχολήσει αντίστοιχα δύο πολυμελείς συνθέσεις.

[10] Η ατολμία της διάταξης που προστέθηκε στο άρθρο 3 παρ.3 του νόμου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ) κατά την ψήφιση του σχεδίου νόμου στη Βουλή, σχετικά με τη συγκρότηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και τη μη-δεσμευτική προτεραιότητα που πρέπει να δίνεται στη συγκρότησή του από Πρόεδρο Πρωτοδικών ή έστω από Πρωτοδίκη με πενταετή υπηρεσία, οφείλεται προφανώς σε πρακτικούς λόγους. Από τη μία, συγκρούεται η βούληση του νομοθέτη για περισσότερα εχέγγυα ορθής απονομής της Δικαιοσύνης στο δεύτερο βαθμό και, από την άλλη, η πραγματικότητα των Πρωτοδικείων, όπου ο ανεπαρκής αριθμός Προέδρων Πρωτοδικών και ο μεγάλος φόρτος εργασίας που έχουν με αυξημένες αρμοδιότητες και σε άλλα τμήματα (ποινικά) του Πρωτοδικείου δεν επιτρέπουν την κατ’ αποκλειστικότητα συγκρότηση των δευτεροβάθμιων Μονομελών Πρωτοδικείων από Προέδρους Πρωτοδικών. Η πρόβλεψη είναι ότι η αδυσώπητη πραγματικότητα των δικαστηρίων θα επικρατήσει της βούλησης του νομοθέτη και η διάταξη θα μείνει, δυστυχώς, κενό γράμμα, καθώς θα δικάζει όποιος πρωτοδίκης είναι διαθέσιμος, ανεξαρτήτως αρχαιότητας. Είναι για το λόγο αυτό πολύ σημαντικό για την ποιότητα της δευτεροβάθμιας δίκης και κατ’επέκταση για την ασφάλεια δικαίου αλλά και το αίσθημα δικαίου των πολιτών, να υπάρξουν αλλαγές στον Κανονισμό των δικαστηρίων ώστε να προβλεφθούν τουλάχιστον χωριστές δικάσιμοι και συνθέσεις, όταν τα Μονομελή Πρωτοδικεία δικάζουν ως δευτεροβάθμια, και να μη σωρεύονται οι εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων στο ίδιο πινάκιο με τις υποθέσεις του πρώτου βαθμού.

[11]  Η ίδρυση δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων  επικρίθηκε τόσο από τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (υπ’αριθμ. 7/14-4-2011 απόφαση) όσο και από Δικηγορικούς Συλλόγους. Αναφέρεται η από 12-7-2011 απόφαση του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά σχετικά με την αντίθεσή του στην ίδρυση μονομελών  δευτεροβάθμιων δικαστηρίων (www.dspeir.gr) και οι αποφάσεις της Επιτροπής Δικαιοσύνης του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που καταχωρήθηκαν ως σχόλια στις 13-3-2011 και 14-3-2011 στην ιστοσελίδα της Δημόσιας Διαβούλευσης για το νομοσχέδιο στα άρθρα 2 και 4 (www.opengov.gr/ministryofjustice.) Επίσης, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με την από 25-5-2011 επιστολή της προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, εξέφρασε (κατά πλειοψηφία των μελών του Δ.Σ.) την αντίθεσή της στην ίδρυση Μονομελών Εφετείων (Δικαστικά Νέα, αρ. φύλλου 117, Απρίλιος-Ιούνιος 2011).

[12] υπ’ αριθμ. 7/14-4-2011απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας Αρείου Πάγου σελ. 24. Την άποψη αυτή ενστερνίζεται και η θεωρία καθώς «ο σκοπός μίας ουσιαστικά δίκαιης απόφασης δεν χρειάζεται να περιοριστεί (με εφαρμογή κανόνων που εξυπηρετούν μόνο την επιτάχυνση της δίκης) περισσότερο από όσο απαιτεί το συμφέρον της συγκέντρωσης της διαδικασίας(Σταματόπουλος Στ., Η αρχή της οικονομίας στην πολιτική δίκη Αθήνα 2003, σελ. 487). Για τη σύνδεση έγκαιρης και ορθής απονομής της δικαιοσύνης και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ βλ. Ματθίας Στ, Κτιστάκης Γ κ.α. (επ.) Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη, Αθήνα 2006, σελ. 64 επ. Επίσης, Παραράς Π. Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αθήνα 2001, σελ. 407 επ.

[13] Βλ. σχετικά Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΡΟΔ΄ της Τρίτης 12 Ιουλίου 2011, Σύνοδος Β΄, Ομιλία Ιωάννη Γκιόκα, Βουλευτή.

[14] Αξιοσημείωτο το σχόλιο της 29-7-2011 στην ιστοσελίδα www.dikastis.gr σχετικά με τον νέο νόμο: «Τρεις άνθρωποι πάντα είναι καλύτεροι από έναν, χωρίς να ξεχνάμε ότι πολλές φορές στις διασκέψεις παρίστανται και τα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης τα οποία περιμένοντας να διασκεφθούν τις δικές τους υποθέσεις μπορεί να συνεισφέρουν (χωρίς δικαίωμα ψήφου)».

[15] Σωστά έχει διατυπωθεί στη θεωρία ότι «Οι πολυμελείς συνθέσεις εξωτερικά μεν εξασφαλίζουν την αμεροληψία και την αξιοπιστία του δικαστηρίου, οι δε διασκέψεις, όταν γίνονται πραγματικά και όχι πλασματικά, όχι μόνο κατατείνουν με την πολυφωνία τους στην καλύτερη ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης, αλλά αποτελούν το κυριότερο μέσο διάχυσης γνώσης και εμπειρίας εκ μέρους των παλιότερων προς τους νεότερους δικαστές.» Λάλας Σπ., Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, στον τόμο «Προτάσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ, 33ο Πανελλήνιο Συνέδριο, Βόλος 2008», Αθήνα 2009, σελ. 102

[16]Απόσπασμα από την υπ’ αριθ. 7/14-4-2011 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τις προτεινόμενες αλλαγές στο σχέδιο νόμου.

[17] Το σημαντικό ποσοστό των αποφάσεων στα πολυμελή δικαστήρια, το οποίο υπολογίζεται στο 10% περίπου του συνόλου, οι οποίες δεν συμφωνούν με την εισήγηση του εισηγητή δικαστή, αποδεικνύει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και η σημασία της συμβολής του Προέδρου και της διάσκεψης στην ουσιαστική και νομοτεχνική βελτίωση της εισήγησης ακόμη και όταν γίνεται δεκτή) ότι η διάσκεψη των δικαστών στα πολυμελή δικαστήρια διατηρεί και τη σημασία της και τον ουσιαστικό της χαρακτήρα.

[18] Η αιτιολογική έκθεση στο άρθρο 4 του σχεδίου νόμου επικαλείται την εσφαλμένη αυτή πρακτική για να δικαιολογήσει την κατάργηση της διάσκεψης και των δευτεροβάθμιων πολυμελών συνθέσεων αναφέροντας κατά λέξη «στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήμερα άλλωστε μόνο ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα)».

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ

Ζητήματα Συνταγματικότητας και Διαχρονικού Δικαίου διάταξης άρθρου
70 ν.3994/2011

Ηλία Ι. Κλάππα,  Δικηγόρου Πειραιά, Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 2-10-2011 στην 3η Επιστημονική Διημερίδα της Ένωσης Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης και Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων (ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ), η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 1/2-10-2011 στο Ναύπλιο σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου, με θέμα «Τροχαία Ατυχήματα και Ιδιωτική Ασφάλιση: Αστικά, Ποινικά και Δικονομικά ζητήματα μετά τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις».

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α      Το ισχύον πλέον νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο μετά το ν.3994/2011

Β      Αντισυνταγματικότητα και παραβίαση της ΕΣΔΑ από τη διάταξη του άρθρου 70 με την οποία επιβάλλεται δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές

Γ      Ζητήματα αντισυνταγματικότητας και παράβασης της ΕΣΔΑ από την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου χωρίς  ανώτατο όριο

Δ      Διαχρονικό δίκαιο

    Ε     Ανάγκη επαναφοράς προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος

Οι αριθμοί εντός παρενθέσεως στο σώμα του κειμένου παραπέμπουν σε σημειώσεις που παρατίθενται μετά το τέλος όλου του κειμένου.

 

Α       Το ισχύον πλέον νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο μετά το ν.3994/2011

1        Η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου θεσμοθετήθηκε με το νόμο ΓπΟΗ/1912. Με την αυθεντική ερμηνεία της παραγράφου 2 του ανωτέρω νόμου που έγινε με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 ν.δ. 1544/1942, οι αναγνωριστικές αγωγές εξαιρέθηκαν της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, όπως και οι αγωγές περί εξάλειψης υποθήκης και προσημείωσης και οι περί ακύρωσης του πλειστηριασμού. ([1])

Συνεπώς, μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 3994/2011, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου προβλεπόταν μόνο για τις καταψηφιστικές αγωγές με περιουσιακό αντικείμενο ή χρηματικά αποτιμητές, δηλαδή για τις αγωγές που επιδιώκουν να εφοδιάσουν τον ενάγοντα με εκτελεστό τίτλο, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει το ποσό των 15.000 δρχ. πλην των εργατικών διαφορών για τις οποίες ισχύει το ποσό του ορίου της εκάστοτε καθύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ) ([2]).

Πλέον, με τη διάταξη του άρθρου 70 του νέου νόμου τροποποιείται το άρθρο 7 παρ.3 ν.δ. 1544/1942, αφαιρούνται οι αναγνωριστικές αγωγές από την διάταξη με την οποία εξαιρούνταν από την καταβολή του δικαστικού ενσήμου και, κάνοντας ένα πραγματικό άλμα στο παρελθόν, επανερχόμαστε στο νομικό καθεστώς του 1912 και με τον τρόπο αυτό επεκτείνεται η υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και επί απλώς αναγνωριστικών αγωγών που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει τα ποσά τα οποία ανωτέρω αναφέρθηκαν. ([3])

Το δικαστικό ένσημο είναι αναλογικό τέλος και από το έτος 1954 ανέρχεται σε 4%ο ([4]) επί του αντικειμένου της αγωγής([5]), για τον προσδιορισμό του οποίου λαμβάνεται υπόψη, αντίθετα με ό,τι εσφαλμένως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, μόνο το ποσό του κεφαλαίου και όχι οι αναλογούντες τόκοι, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 9 εδ.β’ ΚΠολΔ ([6]).

2        H καταβολή του δικαστικού ενσήμου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η παράλειψη καταβολής του έχει στην πολιτική δίκη ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 175 ΚΠολΔ συνεπάγεται πλασματική ερημοδικία του ενάγοντα με αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αγωγή ως αβάσιμη αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας ([7]).

Οι ανωτέρω συνέπειες έχουν εφαρμογή και στις ειδικές διαδικασίες εκδίκασης των εργατικών, αυτοκινητικών και των μισθωτικών διαφορών καθώς και των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων κατ’ ευθεία εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. ΓπΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ.1 ν.δ. 1544/42, οι δε διατάξεις των άρθρων 672 και 649 παρ. 2 ΚΠολΔ που εφαρμόζονται σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντα στις διαδικασίες αυτές έχει κριθεί ότι δεν αφορούν στην μη προκαταβολή των τελών της δίκης στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαστικό ένσημο, αλλά στους άλλους λόγους μη εμφάνισης ή μη νόμιμης παράστασης κάποιου από τους διαδίκους.([8])

3        Κατά της απορριπτικής, ως άνω αποφάσεως, συγχωρείται το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, προς τον σκοπό της καταβολής του δικαστικού ενσήμου, ακόμη και υπό το καθεστώς της νέας ρυθμίσεως του άρθρου 501 ΚΠολΔ, που κατήργησε την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας([9]), ως επίσης επιτρέπεται άσκηση της έφεσης για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, μέχρι τη συζήτηση αυτής, γεγονός που συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.([10])

Ανεξαρτήτως, όμως, της δυνατότητας αντιμετώπισης των συνεπειών της πλασματικής ερημοδικίας λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, με ανακοπή ερημοδικίας και με έφεση, ορθότερη δικαιοπολιτικά, συμβάλλουσα μάλιστα και στην οικονομία της δίκης, φαίνεται η ρύθμιση που ισχύει στην διοικητική δίκη, σύμφωνα την οποία η μη καταβολή του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου δεν συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, αλλά αναστολή της προόδου της δίκης με απόφαση του Δικαστηρίου, ώστε να καταβληθεί το ελλείπον τέλος δικαστικού ενσήμου και μόνο αν ως τη νέα αυτή συζήτηση δεν καταβληθεί, τότε και μόνο απορρίπτεται η αγωγή και, μάλιστα, ως απαράδεκτη και όχι ως αβάσιμη (άρθρο 274 παρ.3 ΚΔιοικΔ, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ.6 ν.3226/2004).

Στην πολιτική δίκη θα μπορούσε, χωρίς ζημία των δικονομικών διατάξεων, να επιτευχθεί παρόμοιο δικονομικό αποτέλεσμα και να μην απορριφθεί η αγωγή σε περίπτωση μη-καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου είτε με επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 254 παρ.1 ΚΠολΔ για επανάληψη της δίκης προκειμένου να συμπληρωθεί το ελλείπον δικαστικό ένσημο([11]), είτε με τη διαδικασία του άρθρου 227 παρ.1 ΚΠολΔ περί αναπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, κατά την οποία ο ενάγων καλείται εντός της τασσόμενης προθεσμίας να καταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου ([12]).

Β       Αντισυνταγματικότητα και παραβίαση της ΕΣΔΑ από τη διάταξη του άρθρου 70 με την οποία επιβάλλεται δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές

1        Το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) ([13]), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου.

Ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου  πρέπει να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές([14]) και αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ([15]).

2        Η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής.

Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή([16]).

Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη δικαιοσύνη([17]), περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις([18]) στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας([19]).

Στα πλαίσια αυτά, ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής».

Είναι προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την απωλεσθείσα σήμερα δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας([20]).

3        Με την αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στην σχετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου ([21]).

Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την έκθεσή της επί του νομοσχεδίου([22]) και κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ([23]), η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας.

Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά την οποία “μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη” ([24]).

4        Η υποχρεωτική επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου μηχανισμού», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση.

Πρώτον, γιατί η δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από τον δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας([25]).

Δεύτερον, γιατί θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης.

Φαίνεται, αντίθετα, ότι η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών».

Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς, στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματός του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση όταν υπάρχει αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης κοκ, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν προπετείς και αβάσιμες αγωγές.

Άλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια δικαστήρια και ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205)([26]) και κυρώσεις (άρθρα 178-179, περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου είδους κύρωση([27]).

Συνεπαγωγικά, η κατάργηση της δυνατότητας προσφυγής στη δικαιοσύνη χωρίς να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να καταβάλει το δικαστικό ένσημο αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος([28]).

Γ        Ζητήματα αντισυνταγματικότητας και παράβασης της ΕΣΔΑ από την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου χωρίς
ανώτατο όριο

Ανεξαρτήτως των ζητημάτων συνταγματικότητας της διάταξης  για την  επιβολή δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, η νέα ρύθμιση και η συνεπαγόμενη αποσύνδεση του δικαστικού ενσήμου από την εκτελεστότητα της απόφασης γεννά ζήτημα αντισυνταγματικότητας πλέον του δικαστικού ενσήμου στο σύνολό του.

1        Όπως ήδη αναφέρθηκε, το δικαστικό ένσημο είναι αναλογικό τέλος και προσδιορίζεται σε ποσοστό  του αντικειμένου της αγωγής χωρίς ανώτατο όριο (πλαφόν) ως προς το ύψος του.

Το δικαστικό ένσημο είναι τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το σκοπό του, και συνδέεται με την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας από το δημόσιο και δεν αποτελεί φόρο([29]), καθώς φόρος είναι το δημοσιονομικό βάρος που επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος στο σύνολό του και όχι για μία επιμέρους παροχή ή υπηρεσία. Άλλωστε, δεν νοείται φόρος για νομιζόμενη αξίωση, όπως είναι αυτή που εισάγεται προς εκδίκαση με την αγωγή (αντικείμενο της δίκης), παρά μόνο για την επιδικαζόμενη με την απόφαση εκτελεστή αξίωση.

Ως τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα, η καταβολή του δικαστικού ενσήμου πρέπει να τελεί σε σχέση αντιστοιχίας με την παρεχόμενη  δημόσια υπηρεσία, καθώς αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας αυτής.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ)., το ύψος των ανταποδοτικών τελών πρέπει να είναι και ανάλογο με τη δαπάνη, στην οποία υποβάλλεται η Δημόσια Διοίκηση, άλλως, εάν το ύψος ενός τέλους είναι γενικώς άσχετο προς τα έξοδα, στα οποία υποβάλλεται η Διοίκηση, τότε δεν μπορεί να αποτελεί τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση Δ.Ε.Κ. της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Fantask A/S κ.λπ. κατά Industriministeriet (Ehrvervministeriet), Συλλ. 1997 σελ. Ι-6783).

Με την ισχύουσα πλέον διάρθρωση του θεσμού του δικαστικού ενσήμου, το καταβαλλόμενο τέλος στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν αντιστοιχεί στα έξοδα στα οποία υποβάλλεται το Δημόσιο για την οργάνωση και την εν γένει διαδικασία της δίκης, καθώς το κόστος της διεξαγωγής της δίκης δεν συνδέεται με το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται στο εισαγωγικό δικόγραφο, αλλά σχετίζεται με την καθύλην αρμοδιότητα, δεδομένου ότι  ο ίδιος δικαιοδοτικός μηχανισμός (αριθμός δικαστών, αριθμός δικών, δικαστικών αιθουσών) κινητοποιείται όταν πρόκειται για υποθέσεις της ίδιας καθ’ ύλην αρμοδιότητας.

Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές σε υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο όπου το ύψος του καταβλητέου του δικαστικού ενσήμου, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ανώτατο όριο (πλαφόν) είναι παντελώς αναντίστοιχο με το κόστος της δίκης. Για παράδειγμα το κόστος της δίκης μιας αυτοκινητικής διαφοράς με αντικείμενο 21.000 ευρώ είναι ακριβώς το ίδιο με το κόστος της δίκης με αντικείμενο 1.000.000 ευρώ, καθώς και οι δύο εμπίπτουν στην καθύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και, κατ’ έφεση, του Μονομελούς Εφετείου και κινητοποιούν τον ίδιο δικαιοδοτικό μηχανισμό,  πλην όμως, το δικαστικό τέλος που πρέπει να καταβληθεί στη δεύτερη περίπτωση είναι περίπου 50 φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι στην πρώτη περίπτωση με αποτέλεσμα να υπάρχει προφανώς ανόμοια αντιμετώπιση όμοιων δικονομικών καταστάσεων.

2        Επειδή ακριβώς στις περιπτώσεις των αναλογικών τελών, όπως αυτή του δικαστικού ενσήμου, έχει καθοριστική σημασία για την νομιμότητά του, η αντιστοιχία μεταξύ του ύψους του τέλους και της παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, η Ολομέλεια του ΣτΕ με τις υπ’ αριθ. 647/2004 και 3470/2007 αποφάσεις της, έκρινε ότι σε περιπτώσεις αναλογικού τέλους ή παραβόλου χωρίς να καθορίζεται ανώτατο όριο (οροφή), η σχετική υποχρέωση σε υποθέσεις κυρίως με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, καθίσταται δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Μάλιστα, όπως παγίως νομολογεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, η δυνατότητα απαλλαγής του διαδίκου από τη σχετική υποχρέωση σε περίπτωση αδυναμίας λόγω ένδειας καταβολής του παραβόλου, δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι εγγυήσεις για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι με την επίμαχη ρύθμιση θίγονται τα δικαιώματα του μη ενδεούς διαδίκου, ο οποίος υφίσταται μία δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση, προκειμένου να εισάγει τις αξιώσεις του στο αρμόδιο Δικαστήριο. Η ως άνω ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη συναρτάται με την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη διαδίκου.

Για το λόγο αυτό, αναλογικό τέλος χωρίς ανώτατο όριο έχει κριθεί αντισυνταγματικό ως αντίθετο με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος  και η διάταξη που το προβλέπει κρίθηκε ότι δεν είναι εφαρμοστέα όχι μόνο στις υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, αλλά σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ύψους του τέλους, το οποίο θα προέκυπτε από την εφαρμογή των διατάξεων στη συγκεκριμένη διαφορά([30]).

3        Ανάλογη είναι και η νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο με πρόσφατη απόφασή του έκρινε ότι παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, όταν το ύψος του δικαστικού ενσήμου είναι υπερβολικό για το συνήθη διάδικο και δεν δικαιολογείται ούτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης ούτε από την οικονομική κατάσταση των προσφευγόντων στη δικαιοσύνη([31]). Μάλιστα, το ΕΔΔΑ προχώρησε περαιτέρω και έκρινε ότι η απόρριψη της αγωγής λόγω
μη-καταβολής του δικαστικού ενσήμου αποτελεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τον σεβασμό της περιουσίας([32]), δεδομένου ότι οι ενάγοντες είχαν νόμιμη προσδοκία για την ικανοποίηση της αξίωσής τους.

Κατά συνέπεια, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το οποίο υποχρεωτικά πλέον καταβάλλεται για την προσήκουσα παράσταση του ενάγοντα στην πολιτική δίκη, ανεξάρτητα αν το αίτημα είναι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό, χωρίς πλέον δυνατότητα περιορισμού του ποσού για το οποίο καταβάλλεται δικαστικό ένσημο,όπως συνέβαινε με το καθεστώς προ του ν. 3994/11, είναι αντισυνταγματικό και αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς δεν υφίσταται ανώτατο όριο (πλαφόν) για το ύψος του ούτε συνδέεται με την καθύλην αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση με το πραγματικό κόστος της δίκης και, κατά συνέπεια, η σχετική υποχρέωση είναι υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Δ       Διαχρονικό δίκαιο

1        Στο σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και το οποίο υποβλήθηκε για νομοτεχνική επεξεργασία στη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, δεν υπήρχε ειδική μεταβατική διάταξη, η οποία να αφορά  στην τροποποίηση που προτεινόταν για το τέλος δικαστικού ενσήμου και την επέκτασή του στις αναγνωριστικές αγωγές.

Αντίστοιχα, η αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου σιωπούσε πλήρως αναφορικά με τα ζητήματα διαχρονικού δικαίου που γεννώνται με την τροποποίηση της διάταξης αυτής του άρθρου 7 παρ. 3 ν.δ. 1544/1942, σχετικά με την επιβολή του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές([33]).

Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν στο σχέδιο νόμου πολλές άλλες μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες παρέμειναν και στο τελικό κείμενο του νόμου, η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής επεσήμανε την παράλειψη και, συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι

«δεν προτείνεται μεταβατική διάταξη για τη διευκρίνιση της ενάρξεως ισχύος της εν λόγω ρυθμίσεως, ιδίως σε σχέση προς τις εκκρεμείς σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό δίκες. Θα έχρηζε, επίσης, διευκρινίσεως το ζήτημα της υποχρεώσεως καταβολής δικαστικού ενσήμου για καταψηφιστική αγωγή, στην περίπτωση που αυτό έχει ήδη καταβληθεί για προηγούμενη αναγνωριστική αγωγή».

Για το λόγο αυτό, στο τελικό κείμενο του νόμου προστέθηκε μεταβατική διάταξη που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 14 του άρθρου 72, σύμφωνα με την οποία

«η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του νομοθετικού διατάγματος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». ([34])

2        Χωρίς να διεκδικείται η αυθεντική ερμηνεία της διάταξης, η οποία είναι έργο του νομοθέτη και μόνο ([35]), μπορεί να ειπωθεί ότι από την τελολογική ερμηνεία της διάταξης στηριζόμενη στο χρόνο διατύπωσής της, μετά την παρέμβαση της Επιστημονικής Επιτροπής, και στο γεγονός ότι προστέθηκε επειδή κρίθηκε ότι δεν επαρκούσαν οι λοιπές μεταβατικές διατάξεις που υπήρχαν στο σχέδιο νόμου, συνάγεται ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η συμπερίληψη στο τελικό κείμενο ειδικής διάταξης που να ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνο αυτή τα θέματα μεταβατικού δικαίου σχετικά με την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου.

Επίσης, από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, προκύπτει ότι, προς αποφυγή οιωνδήποτε παρερμηνειών, στη διάταξη χρησιμοποιείται καταφατική διατύπωση και όχι αρνητική, αναφέρονται δηλαδή οι αγωγές που καταλαμβάνονται από τη διάταξη και όχι αυτές που δεν καταλαμβάνονται.

Η τυχόν αρνητική διατύπωση για τις αγωγές που δεν καταλαμβάνονται θα έπρεπε να είναι εξαντλητική, αλλιώς θα άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεων για το αν καταλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές και οι καταψηφιστικές αγωγές, για το αν καταλαμβάνονται οι καταψηφιστικές αγωγές που στη συνέχεια μετατρέπονται εν όλω ή εν μέρει σε αναγνωριστικές, για το αν καταλαμβάνονται οι εκκρεμείς αγωγές σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό και ούτω καθεξής.

Προβλήματα ερμηνείας αυτού του είδους δεν προκύπτουν γιατί ο νομοθέτης με την καταφατική διατύπωση που χρησιμοποιεί για τις αγωγές στις οποίες εφαρμόζεται η τροποποιημένη διάταξη, εξαιρεί στο σύνολό τους όλες τις αγωγές κάθε είδους που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ανεξάρτητα σε ποια φάση της δικαστικής διαδικασίας βρίσκονται.

3        Συνεπώς, το μόνο κριτήριο εφαρμογής της διάταξης είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής και δεν έχει καμία απολύτως επίδραση η διαδικαστική πράξη μετατροπής του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος σε καθ’ ολοκληρίαν ή εν μέρει αναγνωριστικό, η οποία δικονομικά συνιστά περιορισμό του αιτήματος της αγωγής κατ’άρθρον 223 ΚΠολΔ και μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατ’άρθρον 295 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ, καθώς η διαδικαστική αυτή πράξη αφορά αγωγή που ρητά και χωρίς αμφιβολία δεν καταλαμβάνεται από τη μεταβατική διάταξη του νόμου.

Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν.3994/2011 που αφορά στο δίκαιο που διέπει τις διαδικαστικές πράξεις επί εκκρεμών στον πρώτο βαθμό υποθέσεων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί για το δικαστικό ένσημο ακόμη και στις περιπτώσεις που ο ενάγων προβαίνει στη διαδικαστική πράξη του περιορισμού ολόκληρου ή μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου, εφόσον η διαδικαστική αυτή πράξη αφορά αγωγή ασκηθείσα προ της έναρξης ισχύος του νέου νόμου([36]).

Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 ως ειδικότερη υπερισχύει κάθε άλλης μεταβατικής διάταξης του ίδιου νόμου, άρα και της μεταβατικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 72.

Επίσης, η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 ως μεταγενέστερη υπερισχύει ασφαλώς της διάταξης του άρθρου 7 παρ.4 ν.δ.1544/1942 που ρυθμίζει το διαχρονικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο εισαγωγής του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος σε ισχύ (1942) ([37]).

Συνοψίζοντας, για αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν.3994/2011, η οποία συμπίπτει κατ’άρθρον 77 με τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (27-7-2011), είτε αυτές ήταν εξαρχής αναγνωριστικές είτε μετατράπηκαν εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν σε αναγνωριστικές, είτε πριν είτε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο για το αναγνωριστικό αίτημα που τυχόν περιέχουν. Συνεπώς, οι ήδη ασκηθείσες αγωγές κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου δεν καταλαμβάνονται από τη νέα ρύθμιση.

Ε       Ανάγκη επαναφοράς του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος

Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη τα σοβαρά προβλήματα αντισυνταγματικότητας και παραβίασης της ΕΣΔΑ που γεννά η ρύθμιση του άρθρου 70 του ν. 3994/2011, η ήδη λειτουργούσα νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον Σύμβουλο Επικρατείας κ. Μιχαήλ Πικραμένο, η οποία καλείται να ολοκληρώσει το έργο της ως τις 15-10-2011, καλείται να προτείνει την επαναφορά του καθεστώτος περί του δικαστικού ενσήμου που υπήρχε πριν από τον ν. 3994/2011, καθώς η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, επηρεάζει τα δικονομικά και συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών που προσφεύγουν αγωγικά στη δικαιοσύνη, αλλά και αυτών που ασκούν παρεμπίπτουσες αγωγές (αγωγές αναγωγής) είτε είναι φυσικά είτε είναι νομικά πρόσωπα (ασφαλιστικές ή άλλες εταιρίες και Επικουρικό Κεφάλαιο).


([1]) Το δικαστικό ένσημο βαρύνει τις αγωγές, όχι δε και τις αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ή τις αιτήσεις της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας. Βλ. Βαθρακοκοίλης Β., ΕρμΚΠολΔ, Αθήνα 1994, τ. Α, σελ.984.

([2]) ΑΠ 315/2010 ΝΟΜΟΣ

([3]) Εάν η αγωγή απορριφθεί ως αβάσιμη και στη συνέχεια επανασκηθεί βάσει άλλης ιστορικής αιτίας, απαιτείται η εκ νέου καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΠΠρΘεσσαλ 1616/1970 Αρμ. 25, 159). Αντιθέτως, αν η αγωγή απορριφθεί ως απαράδεκτη και επακολουθήσει εκ νέου παραδεκτή άσκησή της, δεν απαιτείται να επανακαταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΕφΑθ 1074/1969 Αρμ. 23, 922).

([4]) Επί του ποσού αυτού προβλέπονται προσαυξήσεις υπέρ του Ταμείου Νομικών και των Ταμείων Προνοίας. Δικηγόρων. Με την παρ.3 του άρθρου 42 του ν. 2294/1994 καταργήθηκε η είσπραξη ποσοστού 40% επί του δικαστικού ενσήμου για εξυπηρέτηση αναγκαστικού δανείου που είχε επιβληθεί με τις διατάξεις του ν. 2749/1922.

([5]) Επί περιοδικών παροχών απροσδιορίστου χρόνου λαμβάνεται υπ’ όψιν το δεκαπλάσιο της ετησίας παροχής, επί αγωγής, περί νομής ακινήτου το εικοσαπλάσιο της ετησίας προσόδου, επί επικαρπίας η ψιλής κυριότητος το ήμισυ της αξίας της πλήρους κυριότητος (2 παρ. 3 ν. ΓπΟΗ’) και επί αγωγής διανομής ακινήτου η αναλογία του ενάγοντος (8 β.δ. 30.4/ 4.5.1920) επί του εικοσαπλασίου της ετησίας προσόδου (2 παρ. 3 ν. ΓπΟΗ’). Επί υποκειμενικής ή αντικειμενικής σωρεύσεως γίνεται υπολογισμός χωριστά ως προς το ποσό κάθε σωρευομένης αγωγής, εκτός αν προέρχονται εκ της αυτής αιτίας.

([6])  ΕφΑθ 2396/1989 ΕλΔνη 1990.874, ΕφΑθ 2593/1985 dsanet, ΠΠρΘεσ 27248/2006 ΝΟΜΟΣ

([7]) ΑΠ 1107/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 220/1999 ΕλΔνη 40.603. Η απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης μετά την κατάργηση του άρθρου 272 ΚΠολΔ με το άρθρο 13 παρ.2 ν.2915/2011 περί της ερημοδικίας του ενάγοντα και πριν την προσθήκη του νέου άρθρου 272 ΚΠολΔ με το άρθρο 30 του ν. 3994/2011 γινόταν με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. ΓπΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ.1 ν.δ. 1544/42 (βλ. σχόλιο Ι.Ν. Κατρά κάτωθι της ΑΠ 1095/2006 ΕλΔνη 2009.464) .

([8]) ΑΠ 315/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1392/1989 ΕλΔνη 1992.200, ΕφΑθ 7473/1987 ΕλλΔνη 1988.1985

([9]) ΠΠρΘεσ 27248/2006 ΝΟΜΟΣ

([10]) ΕφΑθ 4572/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 55/2009 ΝΟΜΟΣ

([11]) Αξιομνημόνευτη είναι η απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών 1607/1994 (ΝΟΜΟΣ), η οποία τιμώντας το πνεύμα του νόμου δίχως να καταστρατηγεί το γράμμα του, σε υπόθεση αυτοκινητικού ατυχήματος που δεν είχε καταβληθεί το αναλογούν δικαστικό ένσημο αλλά ποσό που αντιστοιχούσε στο 1/10 του όλου δικαστικού ενσήμου, εφάρμοσε το άρθρο 254 ΚΠολΔ και διέταξε επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο με το σκεπτικό «ότι διαφαίνεται να συντρέχει περίπτωση τυπικής έλλειψης από παραδρομή», προκειμένου να συμπληρωθεί το δικαστικό ένσημο που αναλογεί στο ποσό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η απάλειψη από το τελικό κείμενο της διάταξης του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ της φράσης «(κενά ή αμφίβολα σημεία) ως προς το πραγματικό υλικό και τας αποδείξεις» που υπήρχε στο σχέδιο της διάταξης, δηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να μη θέσει περιορισμούς στην εξουσία του δικαστή αναφορικά με τους λόγους επανάληψη της δίκης.

([12]) ΕφΠειρ 55/2009 σε Δίκη 2009 με σχόλιο Κ.Μπέη

([13]) «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει», σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος.

([14]) ΟλΣτΕ 3470/2007  ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 647/2004 ΝοΒ 2004.1306.

([15]) Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος (προσφυγή υπ’ αριθμ. 20627/2004)

([16]) Βλ σχετικά και σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686

([17]) Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι πράγματι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το χρόνο προσφυγής του στη δικαιοσύνη

([18]) Η επιβάρυνση της αναγνωριστικής αγωγής με δικαστικό ένσημο στερεί ουσιαστικά από τον πολίτη το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη για οικονομικούς και μόνο λόγους που δεν έχουν σχέση με την λειτουργία της δικαιοσύνης και κυρίως πλήττει τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες που θα στερηθούν το δικαίωμα εννόμου προστασίας δημιουργώντας απαράδεκτες κοινωνικές διακρίσεις στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

([19]) Βλ. σχετικά Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΡΟΔ΄ της Τρίτης 12 Ιουλίου 2011, Σύνοδος Β΄, Ομιλία Κωνσταντίνου Τζαβάρα, Βουλευτή.

([20])  Η σημασία της άσκησης αναγνωριστικής αγωγής χωρίς επιβάρυνση με τέλος δικαστικού ενσήμου, για την κατοχύρωση του συνταγματικού δικαιώματος για παροχή εννόμου προστασίας, αποτυπώνεται στην αξιοσημείωτη απόφαση του Εφετείου Πειραιά 55/2009 (Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη). Στην απόφαση αυτή γίνεται αντιδιαστολή του αναγνωριστικού από το καταψηφιστικό αίτημα κάθε καταψηφιστικής αγωγής και παρότι δεν καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το αναλογούν στο καταψηφιστικό αίτημα δικαστικό ένσημο, το Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της, αλλά τη δίκασε κανονικά για το αναγνωριστικό αίτημα με το σκεπτικό ότι: «κάθε καταψηφιστική αγωγή, αναφορικά με το αντικείμενο της δίκης, δηλαδή τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι είναι ο δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, έχει σωρευτικώς δύο αναγκαία όσο και δεκτικά  χωρισμού αιτήματα, ένα αναγνωριστικό και ένα καταψηφιστικό. Άρα σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, το καταψηφιστικό αίτημα απορρίπτεται ως ανυποστήρικτο, ενώ δικάζεται κανονικά το αναγνωριστικό αίτημα, το οποίο έτσι και αλλιώς δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, τόσο όταν υποβάλλεται αυτοτελώς (με αναγνωριστική αγωγή), όσο και όταν σιωπηρώς εμπεριέχεται στο αίτημα της καταψηφιστικής αγωγής.»(Βλ σχετικά και σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686.

([21]) Σχετική πρόβλεψη για ενδεχόμενη αύξηση των εσόδων από την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές γίνεται και στην υπ’ αριθμ 103/10/2011 της 1-6-2011 Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατ’ άρθρον 75 παρ. 1 του Συντάγματος, επί του σχεδίου νόμου (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011). Βέβαια, παραγνωρίζεται το ενδεχόμενο η νέα ρύθμιση να προκαλέσει πολλές νέες δίκες και πολύ περισσότερα αιτήματα από ό,τι στο παρελθόν για την χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας κατ’ άρθρον 194 επ. ΚΠολΔ, ώστε να καταστεί δυνατή η καταβολή των πολύ αυξημένων πλέον εξόδων της δίκης, ενδεχόμενο που θα σημάνει επιβάρυνση του προϋπολογισμού και θα εξανεμίσει την αναμενόμενη αύξηση των δικαστικών εξόδων από την επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές και βεβαίως θα προκαλέσει επιπλέον επιβάρυνση στη δικαστική ύλη. Επίσης, παραβλέπεται το ενδεχόμενο τα αυξημένα έξοδα της δίκης λόγω της αύξησης του καταβλητέου δικαστικού ενσήμου να έχουν ως έμμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της δικαστικής ύλης αφού για λόγους οικονομικής αδυναμίας του ενάγοντα θα αποφεύγεται η σώρευση πολλών απαιτήσεων στην ίδια αγωγή και στη θέση της μίας δίκης για την ίδια υπόθεση είναι πιθανόν να έχουμε δύο ή και περισσότερες δίκες ώστε κάθε μία να χρηματοδοτείται από την προηγούμενη.

([22]) Έκθεση επί του νομοσχεδίου της Β΄ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, 11-7-2011

([23]) ΟλΣτΕ 1663/2009 ΑρχΝομ 2010.106, ΣτΕ 6/2010 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3072/2009 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2993/2007 Αρμ 2008.294

([24]) Αξιοσημείωτες οι αποφάσεις που μνημονεύει η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, οι οποίες είναι οι ακόλουθες: απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 25.6.2009, προσφυγή 36963/2006, υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας υπ’ αριθμ. 2, απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 22.5/1.12.2008, προσφυγή 33997/2006, υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδας.

([25]) Βλ. σχετικά απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά της 28-6-2011 σχετικά με την αντίθεσή του στην επιβολή δικαστικού ενσήμου στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, www.dspeir.gr

([26]) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ν.3994/2011 με το άρθρο 18 παρ.2 αυξάνει τις ποινές που κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ μπορεί ένα δικαστήριο να επιβάλει για προφανώς αβάσιμες αγωγές κλπ.

([27]) Σημειώνεται ότι η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, δεν θα θίξει μόνο τους προσφεύγοντες στη Δικαιοσύνη με κύριες αγωγές, αλλά επιπλέον θα επιβαρύνει και τις παρεμπίπτουσες αγωγές (αγωγές αναγωγής) φυσικών και νομικών προσώπων, μεταξύ άλλων και αυτές που ασκούν ασφαλιστικές εταιρείες και το Επικουρικό Κεφάλαιο. Είναι πιθανόν,  οι παρεμπίπτουσες αγωγές να ασκούνται πλέον μετά την τελεσιδικία της κύριας αγωγής ώστε να καταβάλλεται δικαστικό ένσημο μόνο για την ήδη δικαστικά προσδιορισθείσα απαίτηση, γεγονός που θα σημάνει περισσότερες δίκες αντί μίας για την ίδια υπόθεση και κατ’επέκταση θα σημάνει καθυστέρηση αντί επιτάχυνση της δικαιοσύνης.

([28]) Είναι πράγματι αντιφατικό και οξύμωρο, απόδειξη μίας νομοθετικής πολιτικής χωρίς πρόγραμμα και συγκεκριμένη φιλοσοφία, το γεγονός ότι ενώ καταργήθηκαν οι προεισπράξεις δικηγορικής αμοιβής με τον ν.3919/2011 προς το σκοπό, κατά το νομοθέτη, να μειωθεί το κόστος πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη, την ίδια εποχή το κόστος πρόσβασης του πολίτη στη δικαιοσύνη εκτοξεύεται στα ύψη καθώς έχουν αυξηθεί δραματικά τα παράβολα της μήνυσης, της πολιτικής αγωγής, της προσφυγής κλπ, επιβλήθηκε ΦΠΑ στις δικηγορικές αμοιβές και ήδη επιβάλλεται δικαστικό ένσημο και στις αναγνωριστικές αγωγές

([29])  Για τη διάκριση του φόρου από τα τέλη ανταποδοτικού χαρακτήρα βλ. Θ.Π. Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, Γ’ Έκδοση, Αθήνα 2008, σελ. 22.

([30]) Με την ΟλΣτΕ 647/2004 (ΝοΒ 2004.1306) κρίθηκε αντισυνταγματική ως αντίθετη στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος η νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 171 Κ.Φ.Δ. καταβολής αναλογικού παραβόλου για την άσκηση έφεσης επί φορολογικών υποθέσεων. Επίσης, με το ίδιο σκεπτικό η ΟλΣτΕ 3470/2007 (ΝΟΜΟΣ) έκρινε αντισυνταγματική  την διάταξη του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας σχετικά με την υποχρέωση καταβολής αναλογικού χρηματικού παραβόλου ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της έφεσης σε χρηματικές φορολογικές διαφορές. Βλ., επίσης, ΣτΕ 2673/2008 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3738/2008 ΝΟΜΟΣ.

([31]) Απόφαση ΕΔΔΑ της 24.5.2006, υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας (63945/00), ΕλλΔνη 50.965. Η απόφαση έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου με την απόρριψη από τα ρουμανικά δικαστήρια της καταψηφιστικής αγωγής Ρουμάνων πολιτών κατά του Ρουμανικού Κράτους, με την οποία ζητούσαν την καταβολή 30.000.000 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου ύψους 320.000 ευρώ.

([32]) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε συγχρόνως με την ΕΣΔΑ, δηλ. με το ν.δ.53/1974, «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγωσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

([33]) Ακριβώς λόγω της σιωπής της σε ζητήματα διαχρονικού δικαίου της νέας διάταξης, δεν μπορεί να γίνει χρήση της αιτιολογικής έκθεσης προκειμένου να ερμηνευθεί η διάταξη του άρθρου 72 παρ.14 του νέου νόμου. Άλλωστε, προσφυγή στην αιτιολογική έκθεση για την ερμηνεία μίας διάταξης επιτρέπεται όταν η διάταξη δεν είναι αρκετά σαφής και δεν αρκεί η γραμματική της ερμηνεία, γεγονός που δε συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

([34]) Εκτός της προσθήκης αυτής που αφορά στο δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, στο τελικό κείμενο του άρθρου που περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 73 στο σχέδιο νόμου που έλαβε τον αριθμό 72 στο τελικό νόμο) προστέθηκε και παράγραφος (άρθρο 72 παρ. 13)που ρυθμίζει θέματα διαχρονικού δικαίου σχετικά με  την αρμοδιότητα των μονομελών δευτεροβάθμιων δικαστηρίων του άρθρου 19 ΚΠολΔ.

([35]) Αυθεντική ερμηνεία ενός νόμου μπορεί να γίνει μόνο με μεταγενέστερο νόμο. Άρθρο 77 παρ.1 του Συντάγματος

([36]) Η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 2 του ν. 3994/2011 υπήρχε στο σχέδιο νόμου αριθμούμενη ως 73 παρ. 2 και παρόλα αυτά η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της και εν συνεχεία ο ίδιος ο νομοθέτης έκρινε ότι δεν είναι αρκετή ούτε αυτή ούτε άλλη μεταβατική διάταξη του σχεδίου νόμου για τη ρύθμιση της έναρξης ισχύος της ρύθμισης του άρθρου 70 και για το λόγο αυτό προστέθηκε κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου ειδική διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 72 παρ. 14.

([37])  Οι μεταβατικές διατάξεις δεν τροποποιούνται ούτε καταργούνται, καθώς εκ της φύσεώς τους αφορούν στο διαχρονικό δίκαιο που διέπει τον νόμο στον οποίο περιέχονται.

Η έκταση της Αποζημίωσης σε περίπτωση παροχής τρίτου (ΑΚ 930 εδ. γ΄)
Ο κανόνας της αθροιστικής απόληψης και οι εξαιρέσεις του (υποκατάσταση Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, Ασφαλιστική υποκατάσταση) [1]

ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος Πειραιά

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι       Ο κανόνας του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ

Α     Τι προβλέπει η διάταξη

1      Η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

2      Η έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

Β      Πότε εφαρμόζεται η διάταξη

Γ      Νομοθετικός σκοπός της διάταξης

Δ      Έκταση εφαρμογής

1      Ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου

2      Ως προς τις καλυπτόμενες ζημίες

3      Ως προς το πρόσωπο του τρίτου υπόχρεου σε παροχή

4      Ως προς τις καλυπτόμενες παροχές

Ε      Περιπτώσεις εφαρμογής του κανόνα της αθροιστικής απόληψης παροχής τρίτου και αποζημίωσης από τον ζημιωθέντα

1      Οικειοθελείς παροχές

α      Παροχή υπηρεσιών νοσοκόμας-οικιακής βοηθού από οικείο πρόσωπο του ζημιωθέντα

β      Οι εξ ελευθεριότητας παροχές τρίτου

2      Υποχρεωτικές παροχές

α      Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από τον εργοδότη

β      Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από το Δημόσιο

γ       Η καταβολή νοσηλίων από το Δημόσιο

δ       Η καταβολή νοσηλίων από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης

ε       Η καταβολή σύνταξης από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης ή από το Δημόσιο

στ     Η καταβολή διατροφής και νοσηλίων από τον υπόχρεο εκ του νόμου σε διατροφή

ΙΙ     Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα

Α     Υποκατάσταση οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα

1      Υποκατάσταση ΙΚΑ

α      Νομοθετική ρύθμιση

β      Προϋποθέσεις υποκατάστασης

2      Υποκατάσταση άλλων Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης

α      Νομοθετική ρύθμιση

β      Διαχρονικό δίκαιο

Β      Υποκατάσταση φορέων ιδιωτικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα (ασφαλιστική υποκατάσταση)

1      Νομοθετική ρύθμιση

2      Προϋποθέσεις υποκατάστασης

3      Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων ασφαλιστικής υποκατάστασης

Ι          Ο κανόνας του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ

Α         Τι προβλέπει η διάταξη

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ είναι από αυτές που έχουν επιβιώσει χωρίς καμία νομοθετική μεταβολή καθόλο το χρονικό διάστημα της ισχύος του Αστικού Κώδικα[2].

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, «η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε».

Η διάταξη του 930 εδ. γ΄ ΑΚ απαντά σε δύο ερωτήματα: το πρώτο αφορά στην έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα σε περίπτωση παροχής από τρίτο στο ζημιωθέντα, και το δεύτερο αφορά στην έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα και, κατ’ επέκταση, στο πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, σε περίπτωση παροχής από τρίτο.

1          Η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

Σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα παραμένει ίδια είτε υπάρχει είτε όχι παροχή από τρίτο στο ζημιωθέντα και σκοπεύει στην πλήρη αποκατάσταση τόσο της περιουσιακής ζημίας όσο και της βλάβης που προκλήθηκε σε μη-περιουσιακά αγαθά (ηθική βλάβη). Ο κατά νόμο υπόχρεος  (υπαίτιος οδηγός, προστήσας κύριος ή κάτοχος του ζημιογόνου οχήματος, αστικώς υπεύθυνος  κ.α.) δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης στην περίπτωση που κάποιος τρίτος έχει την υποχρέωση εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον ζημιωθέντα, ακόμη και αν η υποχρέωση αυτή έχει ως αιτία την ίδια αδικοπραξία.

Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό εισάγει η αμφίβολης συνταγματικότητας διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄π.δ. 237/86,  η οποία στις περιπτώσεις παροχών προς τον ζημιωθέντα από Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, περιορίζει την έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης αποκλειστικά και μόνο του Επικουρικού Κεφαλαίου, όταν αυτό είναι νόμω υπόχρεο προς αποζημίωση, αφήνοντας ακέραιη την έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης των λοιπών κατά νόμω υπόχρεων[3]

Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 αναφέρεται μόνο στα ασφαλιστικά ταμεία ή άλλους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και δεν αναφέρεται και δεν περιλαμβάνει τις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης και τις, βάσει αυτών, παροχές ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών Στις περιπτώσεις καταβολών στον ζημιωθέντα από ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία, ανεξαρτήτως αν υφίσταται ή όχι περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης, η έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου παραμένει ακέραιη και το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν μπορεί να επικαλεσθεί για την απαλλαγή ή τον περιορισμό της ευθύνης του τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 [4]. Για το λόγο αυτό, ο ζημιωθείς, κατ’ άρθρον 930 εδ. γ΄ ΑΚ, ή, σε περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης, η ασφαλιστική του εταιρία, δικαιούται να αξιώσει από τον ζημιώσαντα και το Επικουρικό Κεφάλαιο, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, κατ’ άρθρον 926 ΑΚ, το ποσό που αντιστοιχεί στις καταβολές αυτές

 2         Η έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, σε περίπτωση παροχής από τρίτο, ο ζημιωθείς παραμένει δικαιούχος της αποζημίωσης και έχει, με βάση τη διάταξη αυτή, νόμιμο δικαίωμα για αθροιστική απόληψη της παροχής του τρίτου και της αποζημίωσης. Κατά συνέπεια, η αποζημιωτική του αξίωση διατηρείται ακέραιη έναντι του ζημιώσαντα, καθώς η παροχή του τρίτου δεν καταλογίζεται στη ζημία και δεν μειώνει την έκταση της αποζημίωσης που ο παθών δικαιούται.

Στις περιπτώσεις που απολύτως περιοριστικά προβλέπεται από άλλη ειδική νομοθετική διάταξη εξαίρεση στον κανόνα της αθροιστικής απόληψης με υποκατάσταση του τρίτου παρόχου στα δικαιώματα του ζημιωθέντα (όπως στις περιπτώσεις παροχών από φορείς κοινωνικής και ιδιωτικής ασφάλισης), η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα παραμένει ίδια και ως προς αυτό ο κανόνας της 930 εδ. γ΄ ΑΚ δεν αλλάζει. Πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, μειώνεται η έκταση της αποζημίωσης που δικαιούται ο ζημιωθείς, καθώς καταλογίζεται στη ζημία η παροχή του τρίτου, και αλλάζει ο δικαιούχος της αποζημίωσης, δεδομένου ότι υποκαθίσταται ο τρίτος στα δικαιώματα του ζημιωθέντα έναντι του ζημιώσαντα.

Β         Πότε εφαρμόζεται η διάταξη

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, εισάγει εξαίρεση από την αρχή του συμψηφισμού της ζημίας που υπέστη ο ζημιωθείς και του οφέλους εκ της παροχής του τρίτου, στις περιπτώσεις προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας[5].

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ προϋποθέτει τη γενική αρχή περί συνυπολογισμού ωφέλειας και ζημίας (compensatio lucri cum damno), σύμφωνα με την οποία για να συμψηφιστεί η ωφέλεια με τη ζημία απαιτείται και οι δύο να συνδέονται αιτιωδώς με το ίδιο ζημιογόνο γεγονός.[6]

Όταν δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια της ζημίας και της ωφέλειας με το ίδιο ζημιογόνο γεγονός, τότε δεν απαιτείται να εφαρμοστεί η διάταξη  930 εδ.γ΄ ΑΚ για να αποφευχθεί ο καταλογισμός της ωφέλειας στη ζημία, αλλά εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες η αποζημίωση περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της παρούσας περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντα, όπως διαμορφώνεται μετά το ζημιογόνο γεγονός, και εκείνης της οποίας θα βρισκόταν αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός.

Ωφέλεια που δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο γεγονός δεν αφαιρείται από τη ζημία, αντίθετα αφαιρείται, στη βάση ένστασης του εναγομένου ανατρεπτικής της αγωγής[7], μόνο η ωφέλεια η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο γεγονός, οπότε πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας.

Για το λόγο αυτό, χωρίς προσφυγή στη διάταξη της 930 εδ. γ΄ ακ, αλλά με βάση τις γενικές διατάξεις περί προσδιορισμού της ζημίας και κατ’ επέκταση της αποζημίωσης, κρίθηκε ότι η κληρονομία του θανατωθέντα δεν θεωρείται για το δικαιούχο διατροφής όφελος από παροχή τρίτου συνδεόμενο αιτιωδώς με το ζημιογόνο γεγονός και δεν καταλογίζεται στη ζημία που υπέστη ο δικαιούχος διατροφής[8].

Συνεπώς, η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ δεν απαιτείται όταν ωφέλεια και ζημία έχουν διαφορετική αιτία και ειδικότερα όταν η ωφέλεια δεν συνδέεται με το ζημιογόνο γεγονός.

Γ         Νομοθετικός σκοπός της διάταξης

Με τη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ επιδιώκεται,

πρώτον, να μην ωφεληθεί ο ζημιώσας από τον συμψηφισμό οφέλους-ζημίας, αλλά η σχετική ωφέλεια να παραμείνει στον ζημιωθέντα, καθώς μάλιστα η παροχή αυτή, κατά τον προορισμό της, έχει σκοπό να ωφελήσει τον ζημιωθέντα και όχι τον αδικοπρακτήσαντα, του οποίου αφήνεται άθικτη η υποχρέωση αποζημίωσης,

δεύτερον, να αποκλεισθεί η μετακύλιση της ευθύνης από τον ζημιώσαντα στον τρίτο που οφείλει, εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως, αποζημίωση ή διατροφή στον ζημιωθέντα

και τρίτον, να αποφευχθεί ο περιορισμός ή η κατάργηση της ατομικής αστικής ευθύνης σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας.

Αν δεν εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ και δεδομένου ότι η ζημία του τρίτου καταρχήν δεν αποκαθίσταται, ο κατ’ εξοχήν υπαίτιος δεν θα υποχρεούτο να αποζημιώσει ούτε τον παθόντα, καθώς δεν θα υφίστατο ζημία, ούτε τον τρίτο υπόχρεο σε παροχή προς τον παθόντα, καθώς ο νόμος δεν αναγνωρίζει υποχρέωση ανόρθωσης της έμμεσης ζημίας που προκλήθηκε από αδικοπραξία σε τρίτον, παρά μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις των άρθρων 928 εδ. β΄ και 929 εδ. β΄ ΑΚ[9].

Κατά συνέπεια, εκτός από τις περιπτώσεις όπου περιοριστικά ο νόμος προβλέπει υποκατάσταση του τρίτου στα δικαιώματα του ζημιωθέντα, ο υπαίτιος και κατά νόμο υπόχρεος προς αποζημίωση εκ της αδικοπραξίας δεν μπορεί να αποκρούσει την αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντα υποβάλλοντας την ανατρεπτική του δικαιώματος του ενάγοντα ένσταση συμψηφισμού κέρδους-ζημίας, με τον ισχυρισμό ότι τρίτος κατέβαλε στον ζημιωθέντα το σύνολο ή μέρος της αποζημίωσης που δικαιούται[10]. Η έκταση της ευθύνης του ζημιώσαντα παραμένει ακέραιη έναντι του ζημιωθέντα, ο οποίος δικαιούται σε αθροιστική απόληψη της παροχής του τρίτου και της αποζημίωσης από τον υπαίτιο και νόμω υπόχρεο, χωρίς αυτό να συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό.[11]

Ο πρωταρχικός νομοθετικός σκοπός της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ είναι να αποφευχθεί η ωφέλεια του ζημιώσαντα από την παροχή του τρίτου[12]. Ο νομοθέτης σταθμίζοντας τα έννομα συμφέροντα δεν θεωρεί ότι η αθροιστική απόληψη παροχής του τρίτου και αποζημίωσης συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του ζημιωθέντα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η αποζημίωση και η παροχή τρίτου έχουν διαφορετική νομική βάση και διαφορετικό δικαιολογητικό σκοπό.

Όπου ο νόμος προβλέπει υποκατάσταση του τρίτου στα δικαιώματα του ζημιωθέντα, δεν το κάνει επειδή θεωρεί ότι η αθροιστική απόληψη παροχής τρίτου και αποζημίωσης συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του ζημιωθέντα, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα καταργούσε στο σύνολό της τη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, αλλά γιατί, με βάση νομικο-οικονομικά κριτήρια, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθούν δικαιώματα στον τρίτο που κατέβαλε την παροχή στον ζημιωθέντα είτε αυτός είναι Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης είτε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία.

Η μη-εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ από τα Δικαστήρια ουσίας συνιστά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η οποία ελέγχεται αναιρετικά (559 περ. 1 ΚΠολΔ)[13].

Δ         Έκταση εφαρμογής

1          Ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου

Η διάταξη του 930 εδ. γ΄ ΑΚ δεν αναφέρεται στον παθόντα αλλά σε αυτόν που αδικήθηκε. Η ευρύτερη αυτή γραμματική διατύπωση αποτυπώνει τη νομοθετική βούληση να περιληφθούν στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ τόσο οι αξιώσεις του παθόντα (929 εδ. α΄ ΑΚ) όσο και οι αξιώσεις του τρίτου ο οποίος είχε κατά το νόμο δικαίωμα να αιτηθεί την παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα και τις στερείται λόγω βλάβης του σώματος ή της υγείας αυτού (929 εδ.β΄ ΑΚ), καθώς και οι αξιώσεις του τρίτου, σε περίπτωση θανατώσεως του παθόντα, ο οποίος είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών (928 εδ.β΄ ΑΚ).

2          Ως προς τις καλυπτόμενες ζημίες

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ καλύπτει κάθε ζημία που προβλέπεται από τα άρθρα 928 και 929 ΑΚ, δηλαδή κάθε ζημία εκ της προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας του προσώπου, είτε ήδη επελθούσα είτε μελλοντική, και δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις προσβολής υλικών αγαθών και περιουσίας.

3          Ως προς το πρόσωπο του τρίτου υπόχρεου σε παροχή

Τρίτος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ανεξάρτητα αν είναι δημόσιο ή ιδιώτης, εργοδότης ή συγγενής, ασφαλιστικός οργανισμός κλπ.

Τρίτος υπόχρεος σε αποζημίωση μπορεί να είναι και ο ίδιος ο ζημιώσας (ή διάδοχος αυτού). Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, βάσει της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ περί της καλής πίστης στις συναλλαγές και προκειμένου να μην ωφεληθεί ο ζημιώσας, έχει επικρατήσει η άποψη ότι δεν χωρεί συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, αλλά εφαρμόζεται ο κανόνας της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ ΑΚ. και ο ζημιώσας οφείλει τόσο την παροχή όσο και το σύνολο της αποζημίωσης[14].

4          Ως προς τις καλυπτόμενες παροχές

Παρά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης και την αναφορά μόνο στις περιπτώσεις που ο τρίτος υποχρεούται σε αποζημίωση ή διατροφή του ζημιωθέντα, η διάταξη, εκφράζουσα γενικότερη αρχή, εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του είδους της παροχής του τρίτου και καταλαμβάνει κάθε παροχή του τρίτου, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, υποχρεωτική ή εξ ελευθεριότητας, η οποία σκοπεί στην άρση των συνεπειών της προσβολής του ζημιωθέντα[15].

Με τη διασταλτική αυτή ερμηνεία του κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ εντάσσονται στη διάταξη αυτή τόσο οι υποχρεωτικές εκ του νόμου ή συμβάσεως παροχές, όσο και οι οικειοθελείς παροχές του τρίτου.

Ωστόσο, όσον αφορά στις οικειοθελείς παροχές του τρίτου προς τον ζημιωθέντα, η αποφυγή καταλογισμού τους στη ζημία μπορεί να γίνει όχι μόνο με την ένταξή τους στον κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, κατόπιν διασταλτικής ερμηνείας αυτού, αλλά και χωρίς προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, καθώς, όπως έχει κρίνει η νομολογία, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια του ζημιογόνου γεγονότος και των οικειοθελών παροχών, οι οποίες έχουν ως αιτία
όχι το ζημιογόνο γεγονός, αλλά τη θέληση του τρίτου που επιθυμεί οικειοθελώς να ενισχύσει τον ζημιωθέντα και γίνονται αποκλειστικά υπέρ αυτού και όχι προς απόσβεση του χρέους του υπαιτίου[16].

Ε         Περιπτώσεις εφαρμογής του κανόνα της αθροιστικής απόληψης παροχής τρίτου και αποζημίωσης από τον ζημιωθέντα

1          Οικειοθελείς παροχές

α          Παροχή υπηρεσιών νοσοκόμας-οικιακής βοηθού από οικείο πρόσωπο του ζημιωθέντα

Ζήτημα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ γεννάται στην περίπτωση που, παρότι υφίσταται ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμας-οικιακής βοηθού, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας της προσβολής της υγείας του ζημιωθέντα και της συνεπαγόμενης αδυναμίας του να αυτοεξυπηρετηθεί, τις υπηρεσίες της αποκλειστικής νοσοκόμας-οικιακής βοηθού τις παρέχει στο ζημιωθέντα οικείο του πρόσωπο, συγγενικό ή μη, άνευ ανταλλάγματος.

Η μη-καταβολή ανταλλάγματος στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντα και ο τραυματισθείς ο οποίος δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες του οικείου του προσώπου δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο που θα το προσλάμβανε για τον σκοπό αυτό, έστω και αν δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό σε οικείο του πρόσωπο.[17]

Συνεπώς στην περίπτωση αυτή, η αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντα παραμένει ακέραιη έναντι του ζημιώσαντος, είναι δε πλήρης καθώς ισούται με την πλασματική αμοιβή της υποκατάστατης δύναμης και δεν περιορίζεται στην εύλογη αποζημίωση του ζημιωθέντα.[18]

β          Οι εξ ελευθεριότητας παροχές τρίτου

Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται τα τυχόν βοηθήματα φιλανθρωπικών οργανώσεων, η βοήθεια εξ εράνου, η δωρεάν νοσηλεία, η καταβολή χρημάτων από ελευθεριότητα κλπ.[19]

Επίσης, έχει κριθεί ότι στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται και η τυχόν έκπτωση επί της δαπάνης νοσηλείας που προσφέρεται από ιδιωτικό θεραπευτήριο προς τον ζημιωθέντα και όχι προς απόσβεση της υποχρέωσης του ζημιώσαντος, ο οποίος οφείλει να καταβάλει στον ζημιωθέντα το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας πριν τη χορηγηθείσα έκπτωση[20].

Την ίδια νομική αντιμετώπιση έχουν και οι τυχόν παροχές του Δημοσίου προς τον ζημιωθέντα κατά την άσκηση κοινωνικής πολιτικής (δωρεάν νοσηλεία, παροχές προς απόρους κλπ.), οι οποίες δεν καταλογίζονται στη ζημία και δεν περιορίζουν την  υποχρέωση αποζημίωσης του υπαιτίου[21].

2          Υποχρεωτικές παροχές

α          Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από τον εργοδότη

Σύμφωνα με το άρθρο 657 παρ. 1 ΑΚ, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το μισθό σε τραυματισθέντα υπάλληλο ή εργάτη, ο οποίος εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του.

Η αξίωση του μισθού δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα  αν το εμπόδιο εμφανίστηκε  ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της σύμβασης και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση (658 παρ. 1 ΑΚ).

Τα ποσά που τελικώς θα καταβάλει ο εργοδότης στον ζημιωθέντα για την κάλυψη του μισθού του (μαζί με τις νόμιμες κρατήσεις που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού[22]), καθώς και για την κάλυψη των αντιστοιχούντων επιδομάτων και δώρων[23], έχοντας δικαίωμα να αφαιρέσει τα ποσά που εξαιτίας του ατυχήματος καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από ασφάλιση υποχρεωτική κατά το νόμο (657 παρ. 2 ΑΚ), δεν καταλογίζονται στην αποζημίωση και δεν συμψηφίζονται με τις αξιώσεις του ζημιωθέντος έναντι του δράστη, ο οποίος δεν μπορεί να αποκρούσει τις αξιώσεις του ζημιωθέντα ισχυριζόμενος ότι τρίτος κατέβαλε σε αυτόν τις αποδοχές του.

β          Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από το Δημόσιο

Η υποχρέωση του τρίτου προς παροχή μπορεί να στηρίζεται και σε σχέση δημοσίου δικαίου, όπως στην περίπτωση του ζημιωθέντα εργαζόμενου στο Δημόσιο, ο οποίος δικαιούται να λαμβάνει από το Δημόσιο-εργοδότη του το σύνολο του μισθού του και τα αντιστοιχούντα δώρα και επιδόματα καθόλη τη διάρκεια της ανυπαίτιας αδυναμίας του προς εργασία εξαιτίας τραυματισμού του από αδικοπραξία τρίτου (επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα)[24].

Ο ζημιωθείς, παρότι δικαιούται να εισπράξει κανονικώς από το Δημόσιο το μισθό με τα αντιστοιχούντα δώρα και επιδόματα, έχει κατά του τρίτου υπαιτίου αξίωση αποζημίωσης για την ίδια αυτή αιτία, χωρίς οποιοδήποτε συμψηφισμό με τα ποσά που έλαβε[25]. Μάλιστα, ο ζημιωθείς δικαιούται να αναζητήσει από τον ζημιώσαντα όχι μόνο το καθαρό ποσό που έλαβε, αλλά το σύνολο των ακαθαρίστων (μικτών) αποδοχών του, τις οποίες θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι νόμιμες κρατήσεις, που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού[26].

γ          Η καταβολή νοσηλίων από το Δημόσιο

Κατ’ άρθρον 114 παρ. 1 Υπαλληλικού Κώδικα, «το Δημόσιον υποχρεούται εις την νοσοκομειακήν, ιατρικήν και φαρμακευτικήν περίθαλψιν και τας δαπάνας κηδείας των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων και των μελών των οικογενειών αυτών».

Συνεπώς, το Δημόσιο φέρει την διπλή ιδιότητα του εργοδότη και του φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, παρέχοντας στους δημοσίους υπαλλήλους  τις σχετικές ασφαλιστικές παροχές.[27]

Ο ζημιωθείς, παρότι δικαιούται να εισπράξει κανονικώς τα νοσήλια που καταβάλλει το Δημόσιο λειτουργώντας ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης, έχει κατά του τρίτου υπαιτίου αξίωση αποζημίωσης για την ίδια αυτή αιτία, χωρίς οποιοδήποτε συμψηφισμό με τα ποσά που έλαβε, εκτός αν νόμω υπόχρεο είναι το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», οπότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986[28], η οποία, αντίθετα, δεν εφαρμόζεται όταν το δημόσιο καταβάλλει στον παθόντα δημόσιο υπάλληλο το μισθό του λόγω της ανυπαίτιας ανικανότητάς του προς εργασία[29].

δ          Η καταβολή νοσηλίων από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης

Εκτός από τις περιπτώσεις όπου περιοριστικά ο νόμος προβλέπει την υποκατάσταση του ασφαλιστικού οργανισμού στα δικαιώματα του ζημιωθέντα και εφόσον εναγόμενο νομικό πρόσωπο δεν είναι το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», ο ζημιωθείς, ανεξαρτήτως αν ο ασφαλιστικός του φορέας κατέβαλε σε αυτόν τις δαπάνες νοσηλείας του, εξακολουθεί να έχει αξίωση αποζημίωσης απέναντι στον ζημιώσαντα για το σύνολο του ποσού που απαιτήθηκε για τη νοσηλεία του[30].

ε          Η καταβολή σύνταξης από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης ή από το Δημόσιο

Εκτός από τις περιπτώσεις όπου περιοριστικά ο νόμος προβλέπει την υποκατάσταση του οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ζημιωθέντα και εφόσον εναγόμενο νομικό πρόσωπο δεν είναι το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», η σύνταξη που καταβάλλεται στον ζημιωθέντα από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης ή από το Δημόσιο, σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας και για όλο το χρονικό διάστημα της ανικανότητας του παθόντα  προς εργασία μέχρι το χρόνο που θα λάμβανε κανονικά (πλήρη) σύνταξη γήρατος[31], δεν καταλογίζεται στη ζημία και δεν αφαιρείται από την αποζημίωση που δικαιούται ο αμέσως ζημιωθείς για τα διαφυγόντα εισοδήματά του λόγω της ανικανότητάς του προς εργασία[32].

Τα αυτά ως άνω και με τις ίδιες προϋποθέσεις και εξαιρέσεις ισχύουν και στην περίπτωση καταβολής σύνταξης στους νόμιμους δικαιούχους συνεπεία θανατώσεως του παθόντα, οι οποίοι δικαιούνται να εισπράξουν αθροιστικά την αποζημίωση και την σύνταξη[33].

στ        Η καταβολή διατροφής και νοσηλίων από τον υπόχρεο εκ του νόμου σε διατροφή

Η καταβολή διατροφής και νοσηλίων[34] από τον υπόχρεο εκ του νόμου σε διατροφή του ζημιωθέντα, όπως στην περίπτωση διατροφής μεταξύ συζύγων κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 επ. ΑΚ, και μεταξύ ανιόντων και κατιόντων[35], κατά τις διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ, δεν στερεί από τον ζημιωθέντα το δικαίωμα να αξιώσει το ποσό αυτό από τον υπαίτιο της αδικοπραξίας.

Ο ζημιωθείς διατηρεί ακέραιη την αξίωση αποζημίωσης έναντι του υπαιτίου, ανεξαρτήτως της παροχής του τρίτου.

ΙΙ         Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα

Οι εξαιρέσεις στον κανόνα της διάταξης του 930 εδ. γ΄ ΑΚ καθιερώθηκαν με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, σταδιακά, μετά την εισαγωγή σε ισχύ του Αστικού Κώδικα που την περιλάμβανε, και εντάσσονται σε δύο κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία προβλέπει περιορισμό της έκτασης αποζημίωσης του ζημιωθέντα με την, υπό προϋποθέσεις, υποκατάσταση στις αξιώσεις του οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή φορέων ιδιωτικής ασφάλισης έναντι του ζημιώσαντα. Με τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζεται η αρχή του δικαίου της αποζημίωσης, σύμφωνα με την οποία η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος τρίτου δεν αποκαθίσταται, καθώς ο τρίτος υπεισέρχεται στη νομική θέση του ζημιωθέντα κατά την έκταση που κατέβαλε σε αυτόν.

Η δεύτερη κατηγορία προβλέπει περιορισμό της έκτασης αποζημίωσης νόμω υπόχρεου έναντι του ζημιωθέντα, και, συγκεκριμένα, περιορισμό της αποζημιωτικής ευθύνης του «Επικουρικού Κεφαλαίου» σε περιπτώσεις παροχών προς το ζημιωθέντα από Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.

Α         Υποκατάσταση οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα

1          Υποκατάσταση ΙΚΑ

α          Νομοθετική ρύθμιση

Η καθιέρωση της υποκατάστασης του ΙΚΑ στην αξίωση αποζημίωσης του ασφαλισμένου του ή των μελών της οικογένειάς του κατά του υπόχρεου τρίτου θεσπίστηκε με το άρθρο 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960[36] όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν.4476/1965[37]. Με το άρθρο 18 ν.1654/1986[38] (έναρξη ισχύος 24-11-1986)[39] ορίστηκε ότι η υποκατάσταση του ΙΚΑ επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και, συνεπώς, η απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ δεν είναι προϋπόθεση για την υποκατάσταση όπως προέβλεπε το β.δ. 226/21-3-1973 αλλά έχει απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα[40].

β          Προϋποθέσεις υποκατάστασης

(i) Η ύπαρξη ασφαλιστικής σχέσης μεταξύ παθόντος και ΙΚΑ[41]

Η αναφορά στην τυχόν υπάρχουσα ασφαλιστική σχέση του ενάγοντα με το ΙΚΑ, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής του παθόντα κατά του υπόχρεου, αλλά αποτελεί θέμα ουσίας και, συνεπώς, αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, σε περίπτωση δε που δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ποιοτική, ποσοτική και χρονική αντιστοιχία των αγωγικών κονδυλίων με τις ασφαλιστικές παροχές του ΙΚΑ, τότε το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή της δίκης κατ’ άρθρον 249 ΚΠολΔ για την προσκόμιση σχετικής βεβαίωσης του ΙΚΑ.

(ii) Η θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης στο πρόσωπο του ασφαλισμένου και των μελών της οικογένειάς του κατά τρίτου.

Η αξίωση του ΙΚΑ κατά του ζημιώσαντος αποκτάται κατά τρόπο παράγωγο και, συνεπώς, φέρει μαζί της και όλα τα στοιχεία της αξίωσης του ζημιωθέντος (π.χ. σε περίπτωση συνυπαιτιότητας του ασφαλισμένου, η αξίωση του ΙΚΑ θα είναι περιορισμένη κατά το ποσοστό της ευθύνης του ασφαλισμένου-παθόντα).

(iii) Άσκηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων έναντι του ΙΚΑ από τον ασφαλισμένο.

Η μεταβίβαση της αξίωσης του δικαιούχου της αποζημίωσης στο ΙΚΑ αφορά στο ποσό για το οποίο αυτό οφείλει ασφαλιστικές παροχές και δεν προϋποθέτει την προηγούμενη καταβολή τους. Βέβαια, αν τελικώς το ΙΚΑ δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές τότε δεν τίθεται ζήτημα υποκατάστασης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες συνιστούν σιωπηρή παραίτηση του ασφαλισμένου από τις παροχές του ΙΚΑ, μόνο ο παθών νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώσει τα σχετικά κονδύλια από τον τρίτο υπόχρεο.

Σημειωτέον ότι είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση του ασφαλισμένου να χρησιμοποιήσει ή όχι τα δικαιώματα που του παρέχει η κοινωνική του ασφάλιση, καθώς μάλιστα η επιλογή του αυτή δεν έχει κανενός είδους επίδραση στο ύψος της υποχρέωσης αποζημίωσης του νόμω υπόχρεου παρά μόνο στο πρόσωπο του δικαιούχου της αξίωσης.

Αν, κατά τα ανωτέρω, ο παθών δεν απευθυνθεί στο ΙΚΑ και δεν κάνει χρήση των δικαιούμενων από αυτό παροχών, από τις οποίες επιτρεπτώς παραιτείται, τότε η αξίωση αποζημίωσης, η οποία κατ’ άρθρον 18 ν.1654/1986 είχε μεταβιβαστεί στο ΙΚΑ κατά το χρόνο του ατυχήματος, επανακάμπτει στον δικαιούχο. Συνεπώς, «η μεταβίβαση της αξιώσεως προς το ΙΚΑ τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της οριστικής ματαιώσεως της υποχρέωσης προς παροχή του ΙΚΑ»[42].

(iv) Αντιστοιχία παροχών με αξίωση αποζημίωσης έναντι του τρίτου

– ποιοτική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να είναι ομοειδείς και να υπηρετούν τον ίδιο σκοπό (π.χ. επίδομα ασθενείας με αξίωση παθόντα για διαφυγόντα εισοδήματα)[43]

– χρονική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να αναφέρονται στην ίδια χρονική περίοδο[44]

– ποσοτική

Το ΙΚΑ ως ex lege εκδοχέας του ασφαλισμένου δεν δικαιούται να διεκδικήσει από τον ζημιώσαντα ποσό μεγαλύτερο από την απαίτηση που έχει ο παθών έναντι αυτού, έστω και αν κατέβαλε ασφαλιστικές παροχές μεγαλύτερες από την αξίωση αποζημίωσης του παθόντα έναντι του ζημιώσαντα, καθώς υποκαθίσταται μόνο στο ποσό της απαίτησης του δικαιούχου κατά του υπόχρεου τρίτου.[45]

Εφόσον οι παροχές του ΙΚΑ τελούν, από χρονική, ποιοτική και ποσοτική άποψη, σε συνάφεια με την αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντα κατά του ΙΚΑ, επέρχεται η μεταβίβαση της απαίτησης του ΙΚΑ και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ.[46]

2          Υποκατάσταση άλλων Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης

α          Νομοθετική ρύθμιση

Με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.6 του ν.3518/2006 (ΦΕΚ Α΄ 272/2006) που προβλέπει ότι «οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ν.δ.4104/1960 (ΦΕΚ 147 Α΄) όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του ν.4476/1965 (ΦΕΚ 103 Α΄) και συμπληρώθηκαν με το άρθρο 18 του ν.1654/1986, καθώς και οι διατάξεις του β.δ. 226/23.2/21.3.1973 (ΦΕΚ 66 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξάρτητα απασχολουμένων, καθώς και στον Ο.Γ.Α.». επεκτάθηκε το καθεστώς υποκατάστασης του ΙΚΑ και σε άλλα ασφαλιστικά ταμεία (όπως ο ΟΑΕΕ και ο ΟΓΑ).

β          Διαχρονικό δίκαιο

Το καθεστώς της αυτοδίκαιης υποκατάστασης του ασφαλιστικού οργανισμού αφορά στα ατυχήματα που επήλθαν μετά τις 21-12-2006, οπότε τέθηκε σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 47 παρ. 6 του ν.3518/2006.

Η διάταξη του άρθρου 18 του ν.1654/1986 που, σύμφωνα με συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 6 και 75 του ν.3518/2006, εφαρμόζεται αναλογικά και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξάρτητα απασχολουμένων, καθώς και στον Ο.Γ.Α μετά την 21-12-2006, τοποθετεί την αυτοδίκαιη μεταβίβαση της αξίωσης αποζημίωσης από τον παθόντα στον ασφαλιστικό του οργανισμό στο χρόνο γένεσης της αξίωσης αποζημίωσης, δηλαδή στο χρόνο επέλευσης της ζημίας (τραυματισμού του ενάγοντος) εκ του ζημιογόνου γεγονότος. Συνεπώς, το κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η ημερομηνία που συνέβη το επίδικο ατύχημα, οπότε και γεννάται η αξίωση του ασφαλισμένου-δικαιούχου της αποζημιώσεως, δηλαδή αν συνέβη σε χρόνο προγενέστερο (οπότε δεν καταλαμβάνονται από τον ανωτέρω νόμο και, συνεπώς, για τις περιπτώσεις αυτές δεν υφίσταται περίπτωση υποκατάστασης του Οργανισμού) ή μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του ν.3518/2006 (21-12-2006)[47].

Β         Υποκατάσταση φορέων ιδιωτικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα (ασφαλιστική υποκατάσταση)

1          Νομοθετική ρύθμιση

Σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του Ν.2496/1997  (ΦΕΚ Α 87/16-5-1997[48]) που παραπέμπει στο άρθρο 14 του ιδίου νόμου[49], επέρχεται υποκατάσταση του ασφαλιστή μόνο στην περίπτωση ασφάλισης προσώπων κατά ατυχημάτων και ασθενειών και μόνο όταν αποδειχθεί ότι έχει συμφωνηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή ασφαλίσματος να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου από ατύχημα[50].

Με τη διάταξη του εδαφίου αυτού, ο κανόνας της ασφαλιστικής υποκατάστασης που ίσχυε μέχρι τότε μόνο στην ασφάλιση ζημιών (210 ΕμπΝ) εισήχθηκε στην ασφάλιση ατυχημάτων και ασθενειών με διάταξη παραπομπής χωρίς ενσωμάτωση του κανόνα στις ιδιαιτερότητες της ασφάλισης προσώπου και, κατ’ επέκταση, εισήχθηκε η ασφαλιστική υποκατάσταση και στις περιπτώσεις προσβολής της υγείας και του σώματος του παθόντα.

Με τη σημαντική αυτή νομοθετική μεταβολή, αμφίβολης, ωστόσο, δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας[51], τροποποιήθηκε ο υπερπεντηκονταετούς ισχύος κανόνας του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ που αφορά σε προσβολή της ζωής, της υγείας και του σώματος του ζημιωθέντα, και όχι σε προσβολή υλικών αγαθών, και ο οποίος καθιέρωνε την αθροιστική απόληψη της αποζημίωσης και του ασφαλίσματος από τον ζημιωθέντα[52].

Λόγω της ιδιαιτερότητας της ασφάλισης προσώπου, η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 1 ν.2496/1997 απαιτείται να γίνεται από τα δικαστήρια ουσίας και το Ανώτατο Ακυρωτικό, αφενός μεν, αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση που η ασφάλιση ατυχημάτων έχει συναφθεί κατά το αποζημιωτικό σύστημα[53] και, αφετέρου, με την τήρηση αυστηρών προϋποθέσεων και την αποφυγή κάθε διασταλτικής ερμηνείας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε φαλκίδευση των δικαιωμάτων του παθόντα και σε άρση της ευθύνης του ζημιώσαντα, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος με τη διάταξη αυτή να μην ωφεληθεί ο ασφαλιστής που κατέβαλε το ασφάλισμα, αλλά ο ζημιώσας (και εντεύθεν ο αστικώς υπεύθυνος), γεγονός το οποίο είναι εκτός της βούλησης του νομοθέτη και του δικαιολογητικού σκοπού της διάταξης.

2          Προϋποθέσεις υποκατάστασης

(α)       Η ύπαρξη ασφάλισης ατυχημάτων και ασθενειών του παθόντα

Το άρθρο 14 του ΑσφΝ. (ν. 2496/1997) δεν εφαρμόζεται στην ασφάλιση ζωής και στην ασφάλιση αστικής ευθύνης[54], οι οποίες είναι ασφαλίσεις ποσού[55].  Η παραπομπή στην ανωτέρω διάταξη, κατ’ άρθρον 31 παρ. 3 εδ. β΄ ν.2496/1997,αφορά μόνο στην ασφάλιση ατυχημάτων, αλλά και ασθενειών, καθώς κατ’ άρθρον 32 παρ. 2 ν.2496/1997 οι διατάξεις του άρθρου 31 εφαρμόζονται αναλόγως και στην ασφάλιση ασθενειών.

(β)       Το ασφάλισμα πρέπει να αντιστοιχεί στις συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου.

Η ασφαλιστική υποκατάσταση προϋποθέτει ασφάλιση προσώπου για ατυχήματα κατά το αποζημιωτικό σύστημα, δηλαδή της καταβολής ασφαλίσματος μέχρι του ύψους των συγκεκριμένων άμεσων ζημιών του λήπτη της ασφάλισης (π.χ. νοσήλια, αμοιβές ιατρών, δαπάνη για φάρμακα) και δεν εφαρμόζεται στην ασφάλιση ποσού.

Ωστόσο, στην ασφάλιση ατυχημάτων η καταβολή ασφαλίσματος μπορεί να αντιστοιχεί όχι μόνο στις συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου, οπότε και μόνο προβλέπεται υποκατάσταση, αλλά και (α) σε τυχόν κατ’ αποκοπή για κάθε περίπτωση συμφωνημένα ποσά εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές και (β) στην παροχή ιατροφαρμακευτικών και χειρουργικών υπηρεσιών (άρθρο 31 παρ. 3 ν.2496/1997).

Στις περιπτώσεις αυτές που, επί ασφαλίσεως ατυχημάτων, έχει συμφωνηθεί καταβολή στον ασφαλισμένο ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, δεν χωρεί υποκατάσταση του ασφαλιστή[56].

(γ)       Ο παθών να είναι ο λήπτης της ασφάλισης.

Η αξίωση αποζημίωσης κατά τρίτου πρέπει να θεμελιώνεται στο πρόσωπο του λήπτη της ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενου) και μόνο[57].

Σημειώνεται ότι η αξίωση του ασφαλιστή κατά του ζημιώσαντος αποκτάται στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε (14 παρ.1 ν.2496/1997) κατά τρόπο παράγωγο και, συνεπώς, φέρει μαζί της και όλα τα στοιχεία της αξίωσης του ζημιωθέντος-λήπτη της ασφάλισης (π.χ. σε περίπτωση συνυπαιτιότητας του ασφαλισμένου, η αξίωση της ασφαλιστικής εταιρίας θα είναι περιορισμένη κατά το ποσοστό της ευθύνης του παθόντα-λήπτη της ασφάλισης). Κατά συνέπεια, ο ζημιώσας, εναγόμενος από τον ασφαλιστή, μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτού όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου-ζημιωθέντα μέχρι την καταβολή του ασφαλίσματος (αναλογική εφαρμογή 463 ΑΚ) και, ειδικότερα, αυτές που βάλλουν κατά της γέννησης και της ύπαρξης της απαίτησης κατά το χρόνο της υποκατάστασης. Μετά την υποκατάσταση ο ζημιώσας μπορεί να προτείνει μόνο τις ενστάσεις που έχει κατά του ασφαλιστή εξ ιδίου δικαίου[58].

(δ)       Περιπτώσεις αποκλεισμού της υποκατάστασης λόγω του προσώπου του ζημιώσαντα

Ο ζημιώσας, κατά του οποίου στρέφονται οι αξιώσεις του λήπτη της ασφάλισης, να μην είναι ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος ή ο σύζυγος ή εκ των ανιόντων, κατιόντων ή των συνοίκων του ζημιωθέντα ή εκ των νομίμων αντιπροσώπων ή εκπροσώπων του, εκτός αν τα πρόσωπα αυτά ενήργησαν με δόλο (14 παρ. 2 ν.2496/1997).

(ε)        Καταβολή του ασφαλίσματος στον παθόντα από τον ασφαλιστή

Η μεταβίβαση της αξίωσης του δικαιούχου της αποζημίωσης στον ασφαλιστή (αντίθετα με ότι συμβαίνει στην περίπτωση του ΙΚΑ) δεν συντελείται κατά το χρόνο του ατυχήματος, αλλά κατά το χρόνο της πραγματικής καταβολής του ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή στον παθόντα και έχει το χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου.

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που ο ζημιωθείς ασφαλισμένος επιδιώξει την ικανοποίησή του από τον υπόχρεο και όχι από τον ασφαλιστή, δεν τίθεται θέμα υποκατάστασης του ασφαλιστή.[59]

(στ)     Αναγγελία του ασφαλιστή προς τον ζημιώσαντα

Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου
(ΑΠ 586/2010 ΝΟΜΟΣ) δεν αρκεί μόνο η καταβολή από τον ασφαλιστή για την υποκατάσταση αυτού στα δικαιώματα του ζημιωθέντα, αλλά, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τη συμβατική εκχώρηση, απαιτείται και αναγγελία από τον ασφαλιστή (ή τον ζημιωθέντα) στον ζημιώσαντα, κατ’ άρθρον 460 παρ.1 ΑΚ.

Η αναγγελία αυτή απαιτείται ώστε να γίνουν γνωστά τα περιστατικά της ασφαλιστικής υποκατάστασης[60], καθώς είναι δυνατόν να είχε συμφωνηθεί μεταξύ ζημιωθέντα και ασφαλιστή σωρευτική αποζημίωση, οπότε δεν συντρέχει λόγος υποκατάστασης του ασφαλιστή.[61]

Εκτός του ανωτέρω ουσιαστικού λόγου, η αναγγελία απαιτείται και για δικονομικούς λόγους.

Συγκεκριμένα, η αντίκρουση από τον ζημιώσαντα της ενεργητικής νομιμοποίησης του ζημιωθέντα με τον ισχυρισμό της ασφαλιστικής υποκατάστασης, δεν θεμελιώνεται σε αυθύπαρκτο δικαίωμα του ζημιώσαντα, αλλά σε δικαίωμα του τρίτου και, συγκεκριμένα, του ασφαλιστή, δεδομένου ότι ο μηχανισμός της ασφαλιστικής υποκατάστασης, εκτός από τον αποκλεισμό του πλουτισμού του ζημιωθέντα, επιδιώκει και την πραγμάτωση της ευθύνης του ζημιώσαντα και άρα δεν θεμελιώνει δικό του δικαίωμα.

Κατά συνέπεια, ελλείψει αναγγελίας, η ένσταση του ζημιώσαντα κατά του ζημιωθέντα, βασιζόμενη σε δικαίωμα τρίτου και όχι σε ίδιο δικαίωμα του ζημιώσαντα-ενιστάμενου, είναι (γνήσια) ένσταση από δικαίωμα τρίτου, η οποία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 262 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν μπορεί να προβληθεί έναντι του ζημιωθέντα.

Αντίθετα, στην περίπτωση που υφίσταται αναγγελία περί της ασφαλιστικής υποκατάστασης, μπορεί παραδεκτώς να προβληθεί από τον ζημιώσαντα σχετική ένσταση, η οποία, στηριζόμενη στο πραγματικό περιστατικό της αναγγελίας, το οποίο αναιρεί την ύπαρξη του δικαιώματος του ζημιωθέντα, συνιστά καταχρηστική ένσταση και δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 262 παρ.2 ΚΠολΔ.[62]

(ζ)        Αντιστοιχία ασφαλίσματος με αξίωση αποζημίωσης έναντι του τρίτου

(i) ποιοτική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να είναι ομοειδείς και να υπηρετούν τον ίδιο σκοπό (π.χ. επίδομα ασθενείας με αξίωση παθόντα για διαφυγόντα εισοδήματα)

(ii) χρονική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να αναφέρονται στην ίδια χρονική περίοδο

(iii) ποσοτική

3          Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων ασφαλιστικής υποκατάστασης

Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης (καταβολή ασφαλίσματος που αντιστοιχεί στις άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου, αναγγελία του ασφαλιστή κλπ.), το φέρει ο ζημιώσας (και εντεύθεν η ασφαλιστική του εταιρία ως αστικώς υπεύθυνη) προκειμένου να αποδείξει, κατ’ άρθρον 338 παρ. 1σε συνδυασμό με το άρθρο 262 ΚΠολΔ, το νόμιμο και βάσιμο της σχετικής ένστασής του κατά της ενεργητικής νομιμοποίησης του ζημιωθέντος. [63]


[1] Το παρόν άρθρο βασίζεται σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 25-9-2010 σε Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργανώθηκε στην Πάτρα το διήμερο 24/25-9-2010 από την Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών με θέμα «Το Τροχαίο Ατύχημα – Αστική ευθύνη των εμπλεκομένων μερών – Ανάδειξη σύγχρονων προβλημάτων δικαστηριακής πρακτικής»

[2] Ο Αστικός Κώδικας ο οποίος νομοθετήθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 2250/15-3-1940 (ΦΕΚ Α΄91) τέθηκε σε ισχύ με το ν.δ. 7/10-5-1946 αναδρομικώς από 23-2-1946.

[3] Σχετικά με την έκταση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις παροχών από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης βλ. Κλάππας Ηλ., Αντισυνταγματικότητα διάταξης περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας ή ανάκλησης της αδείας της και ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησής της σε ΕπΣυγκΔ 2010.358

[4] ΑΠ 1695/2005 ΝΟΜΟΣ.

[5] ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 1332/2003 Επιδικία 2004.23, ΑΠ 32/1997 ΝοΒ 1998.765, ΑΠ 89/1983 ΝοΒ 32.1341,ΑΠ 1446/1980 ΝοΒ 29.708. Βλ., επίσης, Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 930 σελ. 803 επ., Βαφειάδου Παν., Αυτοκίνητα, 2003 τ.Α, σελ.498 επ.

[6] ΑΠ 1812/1985 ΝοΒ 1986.1409

[7] ΑΠ 1401/1986 ΝοΒ 1987.922

[8] ΑΠ 1286/1976 ΝοΒ 25.906. Με το ίδιο σκεπτικό, κρίθηκεμε την ΑΠ 1812/1985 (ΝοΒ 34.1409) ότι η περιέλευση, με το θάνατο του παθόντα, στο δικαιούχο διατροφής, επιχείρησης του θανατωθέντα, δεν μειώνει την αξίωση αποζημίωσης του δικαιούχου διατροφής έναντι του ζημιώσαντα, καθώς δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας εκ της απώλειας διατροφής και της τυχόν  ωφέλειας του δικαιούχου διατροφής από την επιχείρηση που περιήλθε σ’ αυτόν ως κληρονόμο. Με την ΕφΑθ 4024/2003 (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΕπΣυγκΔ) κρίθηκε ότι το τίμημα από την πώληση ταξί λόγω της περιέλευσης σε πλήρη ανικανότητα προς εργασία του ζημιωθέντα αυτοκινητιστή, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα και δεν καταλογίζεται ως όφελος στη ζημία του εκ του ατυχήματος. Επίσης, με την ΟλΑΠ 519/1997 (ΝοΒ 26.182) έγινε δεκτό ότι, σε περίπτωση μεταγενεστέρου θανάτου του παθόντα από την ίδια αδικοπραξία, δεν συμψηφίζεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που είχε λάβει εν ζωή ο παθών, με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των οικείων του, όχι κατ’ εφαρμογή της 930 εδ. γ΄ ΑΚ, αλλά γιατί πρόκειται για περίπτωση διαφορετικών αξιώσεων, διαφορετικών δικαιούχων.

[9] ΕφΘεσ 1638/2003 Αρμ.2004.1156. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι σε περίπτωση τραυματισμού ανηλίκου, ο υπόχρεος σε διατροφή γονέας δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώσει ο ίδιος τις δαπάνες νοσηλείας που κατέβαλε για την αποκατάσταση της υγείας του παιδιού του, καθώς, αφενός, ο ίδιος ο γονέας παραμένει εμμέσως ζημιωθείς και δεν έχει άμεση αξίωση αποζημίωσης από την αδικοπραξία και, αφετέρου, δεν υποκαθίσταται στην αξίωση αποζημίωσης του παιδιού του, το οποίο διατηρεί το ίδιο την αποζημιωτική αξίωση, κατ’ άρθρον 930 εδ. γ΄ ΑΚ, παρά την παροχή από τον γονέα-υπόχρεο σε διατροφή του.

[10] ΑΠ 1005/1990 ΝοΒ 39.1376

[11] Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι «στην ΑΚ 930 § 3 ο νομοθέτης απομακρύνεται στην έννοια της ζημίας από τη θεωρία της διαφοράς και καθιερώνει πλέον μία κανονιστική έννοια ζημίας. Η εμμονή στη θεωρία της διαφοράς θα οδηγούσε σε απαλλαγή του υπόχρεου τρίτου, πράγμα που για τους προαναφερθέντες λόγους δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ούτε μπορεί κανείς να κάνει λόγο για αδικαιολόγητο πλουτισμό του παθόντος, πάλι για τους ίδιους παραπάνω λόγους» (Κρητικός Αθ., Νομολογία του Αρείου Πάγου της περιόδου 2005-2006 επί αυτοκινητικών διαφορών, 2007, σελ. 95).

[12] ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 598/2009 ΕπΣυγκΔ 2009.370, ΑΠ 1127/2002 ΕλλΔνη 2004.397, ΑΠ 371/2001 ΝΟΜΟΣ

[13] ΑΠ 34/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.425. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανόνα διαφορετική έννοια από την αληθινή είτε εσφαλμένη εφαρμογή, η οποία συντελείται όταν εφαρμόζεται κανόνας ενώ δεν συνέτρεχαν προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΑΠ 586/2010 ΝΟΜΟΣ). Βλ. επίσης, ΑΠ 151/2007 ΝΟΜΟΣ.

[14] ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 89/1983 ΝοΒ 1984.1983, ΕφΑθ 4830/2009 αδημ. Επίσης, Φλούδας Α., Αστική Ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, Αθήνα 1985, σελ. 157 , Σταθόπουλος Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα 1979, τ.Ι, σελ. 316-317.

[15] Φίλιος Π., Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου, Αθήνα 1986, τ. Β, σελ.242. Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ 2006, άρθρο 930 σχ.13.

[16] ΑΠ 34/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.425. Βλ. επίσης, ΑΠ 2163/1986 ΝοΒ 1987 1246, ΑΠ 164/1972 ΕπΣυγκΔ Γ.41, ΑΠ 127/1971 ΝοΒ 19.616

[17] ΑΠ 132/2010 ΝΟΜΟΣ

[18] Όπως δέχεται η θεωρία και η πάγια νομολογία των Ελληνικών Πολιτικών Δικαστηρίων, αν δεν προσελήφθη υποκατάστατη δύναμη και το κενό καλύφθηκε είτε με υπερένταση των προσπαθειών των λοιπών μελών της οικογένειας είτε με περιορισμό των αναγκών του παθόντα είτε με κάλυψη αυτών από άλλα πρόσωπα χωρίς αμοιβή, τότε η αποζημίωση είναι πλήρης και όχι εύλογη και υπολογίζεται σύμφωνα με την πλασματική αμοιβή μίας υποκατάστατης δύναμης (βλ. ΑΠ 522/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 2006.96, ΑΠ 371/2001 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 172/2010 αδημ., ΕφΠειρ 910/2008 αδημ., ΕφΠειρ 787/2007 ΠειρΝομ 2008.141, ΕφΛαμ 264/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 953/2005 ΕπΣυγκΔ 2005.375, ΕφΑθ 5176/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.642, ΕφΑθ 5463/1996 ΕλλΔνη 38.65, ΜονΠρΠειρ 4898/2008).

[19] ΑΠ 86/1962 ΝοΒ 10.630. Επίσης, με την ΕφΘεσ 676/1990 (ΕπΣυγκΔ 1992.170) κρίθηκε ότι το ποσό εξ εράνου μεταξύ των συγχωριανών του παθόντος για την αντιμετώπιση των δαπανών νοσηλείας του δεν είναι συμψηφιστέο με την αξίωση αποζημίωσης.

[20] ΑΠ 34/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.425

[21] ΑΠ 164/1972 ΕπΣυγκΔ Γ.41. Επίσης, βλ. την ΑΠ 2163/1986 ΝοΒ 1987.1246, με την οποία κρίθηκε ότι η δωρεά του Ελληνικού Δημοσίου προς τους σεισμόπληκτους της Θεσσαλονίκης το 1979 για την κάλυψη μέρους της ζημίας τους έγινε στα πλαίσια της κοινωνικής του πολιτικής προς ενίσχυση των σεισμοπλήκτων ζημιωθέντων και όχι χάριν του ζημιώσαντος προς μερική απαλλαγή του από τις συνέπειες της αδικοπραξίας του και, συνεπώς, οι ζημιωθέντες δικαιούνται ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης από τον ζημιώσαντα.

[22] Η αποζημίωση του παθόντα για τη στέρηση των εισοδημάτων του εξαιτίας της ανικανότητάς του για παροχή εργασίας περιλαμβάνει το σύνολο των ακαθαρίστων (μικτών) αποδοχών του, τις οποίες θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν (ΑΠ 1332/2003 Επιδικία 2004.23). Βλ., επίσης, ΑΠ 1585/2002 ΕπΣυγκΔ 2003.93.

[23] Ο ζημιωθείς δικαιούται να αιτηθεί όχι μόνο το μισθό του, αλλά και τα δώρα και επιδόματα που αναλογούν στο χρονικό διάστημα της ανυπαίτιας ανικανότητάς του προς εργασία, ανεξαρτήτως αν ο εργοδότης του τα κατέβαλε, καθώς και αυτά αποτελούν ζημία του παθόντα (ΕφΑθ 4830/2009 αδημ., ΕφΑθ 702/2008 ΕλλΔνη 2008.255, ΕφΑθ 1719/2004 αδημ., ΜονΠρΘεσ 25339/2004 ΕπΣυγκΔ 2005.166 (αποδοχές υπαλλήλου ΟΤΕ).Βλ. επίσης, Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ. 266, παρ.37).

[24] Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.2683/1999), «Μισθός δεν οφείλεται δια μη παρασχεθείσαν εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου υπηρεσίαν καθόλου ή εν μέρει». Επομένως, στην αντίθετη περίπτωση, εφόσον η υπηρεσία δεν παρέχεται λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας προς εργασία του υπαλλήλου, αυτός διατηρεί στο ακέραιο το δικαίωμα για είσπραξη του  μισθού του από το Δημόσιο.

[25] ΑΠ 1127/2002 ΕλλΔνη 2004.397 (αποδοχές καθηγήτριας δημοσίου υπαλλήλου), ΑΠ 1005/1990 ΝοΒ 39.1376, ΑΠ 1767/1985 ΝοΒ 1986.1070 (αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου), ΕφΛαρ 193/2005 Δικογραφία 2006.274 (αποδοχές και νοσήλια νοσοκόμας δημοσίου υπαλλήλου),  ΕφΠατρ 380/200 ΑΧΑΝΟΜ 200.98(μισθός και νοσήλια δημοσίου υπαλλήλου), ΕφΑθ 5210/2001 ΕπΣυγκΔ2001.498 (νοσήλια δημοσίου υπαλλήλου), ΜονΠρΧαν 32/2009 ΕπΣυγκΔ 2010.258 (αποδοχές καθηγήτριας δημοσίου υπαλλήλου), ΜονΠρΑθ 4284/2008 αδημ. (αποδοχές αστυνομικού δημοσίου υπαλλήλου).

[26] ΑΠ 1332/2003 Επιδικία 2004.23

[27] ΑΠ 853/2004 Επιδικία 2005.32, ΑΠ 500/2003 Επιδικία 2003.380

[28] ΑΠ 853/2004 Επιδικία 2005.32, ΑΠ 500/2003 Επιδικία 2003.380.

[29] ΑΠ 928/1994 ΕλλΔνη 928.1994, ΜονΠρΑθ 1684/2005 ΕπΣυγκΔ 2005.585.

[30] Με την πρόσφατη ΑΠ 116/2010 (ΕπΣυγκΔ 2010.17) κρίθηκε ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει κατ’ άρθρον 930 εδ. γ΄ ΑΚ τα νοσήλια που του κατέβαλε ο ασφαλιστικός του φορέας ΤΑΠ-ΟΤΕ, καθώς για τον ΤΑΠ-ΟΤΕ δεν προβλέπεται νομοθετικά υποκατάσταση σε περίπτωση καταβολής ασφαλιστικών παροχών στους ασφαλισμένους του, οι οποίοι έχουν σωρευτική απαίτηση για την καταβολή της αποζημίωσης από τον ζημιώσαντα και της ασφαλιστικής παροχής από τον ασφαλιστικό τους οργανισμό. Βλ, επίσης, ΕφΑθ 4830/2009 αδημ. (για νοσήλια από ΤΑΠ-ΟΤΕ), ΕφΑθ 6295/2005 ΕλλΔνη 2008.521 (για νοσήλια από Ταμείο Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων), ΜονΠρΑθ 1182/2008 (νοσήλια από Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας).

[31] Με την ΑΠ 32/1997 (ΝοΒ 1998.765), κρίθηκε ότι το ποσό της σύνταξης του ζημιωθέντα (υπαλλήλου της ΔΕΗ) λόγω πρόωρης συνταξιοδότησής του κατ’ εφαρμογή της 930 εδ. γ΄ ΑΚ, δεν εκπίπτει από την αποζημίωση γιατί έχει ως αιτία τις γενόμενες κρατήσεις από το μισθό του όσο παρείχε την εργασία του. Από το χρόνο που θα έπαυε να εργάζεται λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, η σύνταξη που λαμβάνει καταλογίζεται και εκπίπτει από την αποζημίωση, καθώς δεν έχει βάση τα διαφυγόντα εκ της εργασίας εισοδήματά του. Κατά συνέπεια, ο ζημιωθείς δικαιούται, για το διάστημα μετά το χρόνο που θα έβγαινε κανονικά στη σύνταξη, τη διαφορά μεταξύ της τυχόν μειωμένης σύνταξης λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης και της πλήρους συντάξεως που θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν.

[32]  Με την ΕφΑθ 4024/2003( Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΕπΣυγκΔ) κρίθηκε ότι ο παθών αυτοκινητιστής δικαιούται να αξιώσει τα διαφυγόντα εισοδήματα εκ της ανικανότητάς του προς εργασία για όλο το χρονικό διάστημα της ανικανότητάς του μέχρι η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, χωρίς στη σχετική αξίωση να καταλογίζονται τα ποσά που λαμβάνει από τον ασφαλιστικό του  φορέα ΤΣΑ  λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης. Βλ. επίσης ΑΠ 934/1980 ΝοΒ 29.309 για την περίπτωση σύνταξης από το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία κρίθηκε ότι δεν εκπίπτει από τη δικαιούμενη αποζημίωση του παθόντα, ΑΠ 1446/1980 ΝοΒ 29.708.

[33]  ΑΠ 598/2009 ΕπΣυγκΔ 2009.370, ΑΠ 1812/1985 ΝοΒ 1986.1409. Βλ., επίσης, ΕφΘεσ 19/2000 Αρμ 2001.1189, η οποία δέχθηκε ως νόμιμη την αθροιστική είσπραξη από τους νόμιμους δικαιούχους της αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής και της σύνταξης από το ΤΕΒΕ λόγω θανάτου σε τροχαίο ατύχημα του υπόχρεου από το νόμο προς διατροφή τους.

[34] Ο υπόχρεος εκ του νόμου σε διατροφή υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να καταβάλει και τα νοσήλια (Φίλιος Π., Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου, τ. Β, Αθήνα 1986, σελ.242). Επίσης, ΕφΘεσ 1838/2003 Αρμ.2004.1156.

[35] ΑΠ 1286/1976 ΝοΒ 25.906.

[36] Με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960 ορίζεται ότι «επιφυλασσομένης της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, ο υπαίτιος του θανάτου ή βλάβης της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητας ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, υποχρεούται να καταβάλει εις το ΙΚΑ παν ό,τι τούτο κατέβαλε ή μέλλει να καταβάλει δια παροχάς ασθενείας εις είδος και εις χρήμα εις τον παθόντα ή τους δικαιούχους αυτού, του ΙΚΑ έχοντος ευθεία αγωγή κατά του υπαιτίου καθό μέρος επιβαρύνεται τούτο. Κατά το ποσόν τούτο μειούται η ενδεχόμενη αξίωσις του παθόντος ή των δικαιοδόχων αυτού έναντι του υπαιτίου του θανάτου ή της βλάβης».

[37] Με τη διάταξη του άρθρου 18 ν.4476/1965 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 5 του άρθρου 10 ν.δ. 4104/1960 ως ακολούθως: «Επιφυλασσομένης της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, εφόσον ο ησφαλισμένος ή τα μέλη της οικογενείας του, δύναται να αξιώσουν κατ’ άλλους νόμους αποζημίωσιν δια ζημίαν προσγενομένην αυτοίς συνεπεία ασθενείας, αναπηρίας ή θανάτου τους εις διατροφήν αυτών υποχρέου, η αξίωση αυτή μεταβιβάζεται εις το ΙΚΑ, δι’ ο ποσόν τούτο οφείλει ασφαλιστικάς παροχάς εις τον δικαιούχο της αποζημιώσεως, καθ’ α ειδικώτερο θέλει ρυθμισθεί δια Β.Δ. εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εργασίας μετά γνώση του Δ.Σ. του ΙΚΑ».

[38] Με το άρθρο 18 παρ. 1 ν.4476/1965 προστέθηκε η διάταξη και ορίστηκε ότι «Η παραπάνω μεταβίβαση επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση. Συμβιβασμός του δικαιούχου, παραίτηση, εκχώρηση ή με οποιοδήποτε τρόπο αλλοίωση της αξίωσής του για αποζημίωση είναι άκυρη κατά το μέρος που αφορά τις παραπάνω αξιώσεις του ΙΚΑ από παροχές».

[39] Με την ΑΠ 1322/2000 (ΕλλΔνη 2002. 392) κρίθηκε ότι για ατυχήματα που τελέστηκαν  πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 1654/1986, ο ζημιωθείς ασφαλισμένος, μέχρι την έκδοση απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ για τη  ασφαλιστική υποκατάσταση αυτού, δικαιούται να εισπράξει αθροιστικώς τόσο την αποζημίωση από τον υπόχρεο, όσο και την ασφαλιστική υποχρέωση από το ΙΚΑ.

[40] Βλ. σχετικά Γεωργίου Κ., «Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση ενίων αξιώσεων  ασφαλισμένων-παθόντων σε ατύχημα στο ΙΚΑ και το ορισμένο της αποζημιωτικής αγωγής του ασφαλισμένου κατά του υπαιτίου» (ΕπΣυγκΔ 2009.274), Γουργαρέα Κων/να, «Η μεταβίβαση της αξιώσεως ασφαλισμένου στο ΙΚΑ», (ΕπΣυγκΔ 2003.133).

[41] Έχει κριθεί νομολογιακά ότι το ΙΚΑ δεν υποκαθίσταται στις αξιώσεις άμεσα ασφαλισμένων σε άλλα ταμεία (όπως το ΤΣΑ), έστω και αν τους χορηγείται ιατροφαρμακευτική κάλυψη από το ΙΚΑ, καθώς δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ύπαρξης ασφαλιστικής σχέσης μεταξύ παθόντα και ΙΚΑ (ΕφΑθ 953/2005 ΕπΣυγκΔ 2005.372. Βλ. και σχετικό σημείωμα Κρητικού Αθ. σε ΕπΣυγκΔ 2005.466).

[42] Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ. 443 παρ. 19.

[43] ΑΠ 123/2010 ΝΟΜΟΣ. Με την απόφαση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το παραπληγικό επίδομα που καταβάλλει το ΙΚΑ στον παθόντα ασφαλισμένο, στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 42 παρ. 1 ν.1140/1981, συνδέεται με την αύξηση των δαπανών του λόγω ανάγκης πρόσθετης υποστήριξης από άλλο πρόσωπο και δεν τελεί σε σχέση αντιστοιχίας με τα διαφυγόντα εισοδήματα τραυματισμένου ασφαλισμένου λόγω ανικανότητάς του για εργασία, τα οποία νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώνει δικαστικά κατά τις διατάξεις των άρθρων 929 και 930 εδ. γ΄ ΑΚ, ανεξάρτητα από την καταβολή του παραπληγικού επιδόματος σε αυτόν εκ μέρους του ΙΚΑ.

[44] ΑΠ 1594/1995 ΝΟΜΟΣ

[45] ΑΠ 1594/1995 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 12692/1989 ΕλλΔνη 1991.131

[46] ΑΠ 70/2005 ΕλλΔνη 2005.1417. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η σύνταξη λόγω θανάτου στη χήρα θανόντος ασφαλισμένου είναι συναφής ποιοτικά με την αξίωση αποζημίωσής της για στέρηση διατροφής κατά ΑΚ 928 και, για το λόγο αυτό, συμψηφίζεται με τη ζημία που υπέστη εκ της αιτίας αυτής και, επομένως, η χήρα του θανόντος δικαιούται μόνο τη διαφορά μεταξύ της διατροφής που θα λάμβανε αν δεν είχε συμβεί ο θάνατος του συζύγου της και της σύνταξης που λαμβάνει από το ΙΚΑ. Επίσης, για το ίδιο θέμα ΑΠ 803/2004 ΝΟΜΟΣ. Βλ. ΠολΠρΠειρ 3946/2006 (ΝΟΜΟΣ), με την οποία κρίθηκε συναφής ποιοτικά η αξίωση αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων με τη σύνταξη λόγω αναπηρίας του ΙΚΑ.

[47] ΕφΠειρ 172/2010 αδημ., ΜονΠρωτΑθ 787/2010 αδημ., ΜονΠρΑθ 572/2009 αδημ., ΜονΠρωτΠειρ 4898/2008 αδημ. Οι αποφάσεις αυτές συντάσσονται με την κρίση του Ανώτατου Ακυρωτικού, το οποίο, κρίνοντας επί ζητημάτων διαχρονικού δικαίου που αφορούσαν το Ν. 1654/1986 που μετέβαλε τον τρόπο μεταβίβασης της αξίωσης αποζημίωσης από τον παθόντα στο ΙΚΑ και εισήγαγε την αυτοδίκαιη υποκατάσταση του ΙΚΑ στις αξιώσεις του ασφαλισμένου του, αποφάσισε ότι το κρίσιμο στοιχείο για το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τον τρόπο μεταβίβασης  της αξίωσης αυτής είναι ο χρόνος του ατυχήματος (ΑΠ 1322/2000 ΕλλΔνη2002.392)

[48] Το άρθρο 31, όπως και όλα τα άρθρα 1-33 ν.2496/1997, τέθηκε σε ισχύ έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 34 ν.2496/1997)  και, συνεπώς, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 24-25 ΕισΝΑΚ, καταλαμβάνει ασφαλιστικές  περιπτώσεις που επήλθαν μετά την ουσιαστική  έναρξη ισχύος του (16-11-1997). ΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001.680.

[49] Το άρθρο 14 ν.2496/1997 αντικατέστησε την καταργηθείσα με το άρθρο 33 παρ. 2 ν.2496/1997, παρόμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 210 ΕμπΝ, η οποία αφορούσε στην ασφαλιστική υποκατάσταση σε περιπτώσεις ασφάλισης υλικών και μόνο ζημιών.

[50] ΑΠ 151/2007 ΧΡΙΔ 2007/346, ΑΠ 1411/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4142/2009 αδημ.

[51] Η λύση της σωρευτικής είσπραξης παροχής και αποζημίωσης θεωρήθηκε αποδεκτή στο δίκαιο μας όταν πρόκειται για ασφάλιση προσώπου (και όχι ζημιών) και σύμφωνη με την ΑΚ 288 περί της καλής πίστης στις συναλλαγές (βλ. ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 89/1983 ΝοΒ 1984.1341). Στην ασφάλιση προσώπου ο σκοπός κατά κανόνα δεν είναι η κάλυψη της ζημίας, όπως στην ασφάλιση ζημιών,  αλλά η καταβολή ορισμένου ποσού στο οποίο αποβλέπει ο ασφαλισμένος για την περίπτωση που θα επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (βλ. Σταθόπουλος Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα 1979, τ.Ι, σελ. 316-317)και για  το λόγο αυτό, άλλωστε, υποβάλλεται σε οικονομικές θυσίες καταβάλλοντας τα αντιστοιχούντα ασφάλιστρα, τις ωφέλειες από τις οποίες, σε περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης, παύει αδικαιολογήτως να απολαμβάνει.

[52] Στα πλαίσια του προβληματισμού για την δικαιοπολιτική σκοπιμότητα εφαρμογής του θεσμού της ασφαλιστικής υποκατάστασης, βλ. την ενδιαφέρουσα απόφαση ΜονΠρΠειρ 4481/2007 (ΝΟΜΟΣ), με την οποία κρίθηκε ότι στα πλαίσια του αγγλικού δικαίου δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη υποκατάσταση του ασφαλιστή έναντι του τρίτου ζημιώσαντα μετά την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο.

[53] Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο ν.2496/1997 σελ.12, όπου αναφέρεται ότι η ανάλογη εφαρμογή των περί υποκατάστασης του ασφαλιστή διατάξεων προβλέπεται «σε περίπτωση που η ασφάλιση ατυχημάτων έχει συναφθεί κατά το αποζημιωτικό σύστημα».

[54] Στην ασφάλιση ζωής και στην ασφάλιση ευθύνης, ο ασφαλιστής καταβάλλοντας το ασφάλισμα στον ζημιωθέντα δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα αυτού κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση τρίτου. Ο ζημιωθείς δικαιούται να απαιτήσει σωρευτικά το ασφάλισμα, αλλά και την αποζημίωση από τον τρίτο κατά το άρθρο 930 εδ. γ΄ Α.Κ. (βλ. Κρητικός Αθ., Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, 1998, σελ.803 επ.).

[55] Όταν η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη και ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, υποχρεούται να καταβάλει ορισμένο ποσό χωρίς να εξετάζεται η συγκεκριμένη οικονομική ανάγκη, υφίσταται ασφάλιση ποσού. (Αργυριάδης Άλκης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 1986, σελ.127) Στην ασφάλιση ποσού (όπως είναι η ασφάλιση ζωής), όπου η παροχή του ασφαλιστή δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, η ασφαλιστική υποκατάσταση δεν ισχύει (βλ. Κιάντος Β., Δημόσια τάξη και ασφαλιστική υποκατάσταση σε ΕπισκΕΔ 2006.397). Σύμφωνη με την άποψη αυτή είναι και η ΑΠ 151/2007 (ΝΟΜΟΣ), με την οποία κρίθηκε ότι δεν υφίσταται ασφαλιστική υποκατάσταση σε περίπτωση καταβολής εφάπαξ κατ’ αποκοπή ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή στο δικαιούχο σε περίπτωση θανάτου του λήπτη της ασφάλισης.

[56] ΑΠ 151/2007 ΝΟΜΟΣ (αναιρεί ΕφΑθ 1482/2003). Επίσης, ΑΠ 1449/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1411/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4142/2009 αδημ.

[57] Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 ν.2496/1997, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή μόνο όταν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση κατά του τρίτου. Δεν υφίσταται υποκατάσταση όταν η αξίωση αποζημίωσης θεμελιώνεται (σε περίπτωση ασφάλισης για λογαριασμό) στο πρόσωπο του ασφαλισμένου (εφόσον είναι διαφορετικός από τον λήπτη της ασφάλισης) ή του τυχόν τρίτου δικαιούχου του ασφαλίσματος.

[58] ΕφΑθ 213/2008 ΕλλΔνη 2008.833. Βλ. επίσης, ΑΠ 848/2002 Επιδικία 2003.35, ΕφΑθ 44/2007 ΝοΒ 2008.609, ΕφΑθ 4075/2003 Επιδικία 2004.74 και ΕφΘεσ 1923/2001 ΕπισκΕΔ 2001.740 (με σημ. Κ.Παμπούκη), οι οποίες αφορούν στην υποκατάσταση ασφαλιστή σε ασφάλιση ζημιών.

[59] Επίσης, ζήτημα ασφαλιστικής υποκατάστασης δεν τίθεται και στην περίπτωση που ο ζημιωθείς, καίτοι προηγουμένως έχει αποζημιωθεί από τον ζημιώσαντα, επιτύχει να εισπράξει από τον ασφαλιστή την ασφαλιστική αποζημίωση. Βλ. Ρόκας Ι., Ιδιωτική ασφάλιση, 2006, σελ.351 επ., Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ.791 επ.

[60] Βλ.σε  Αργυριάδη Άλκη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 1986, σελ.94,  για την ανάγκη γνώσης από τον ζημιώσαντα, ακόμη και στην ασφάλιση ζημιών,  των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την ασφαλιστική υποκατάσταση.

[61] Στην εκχώρηση από το νόμο εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τη συμβατική εκχώρηση, εφόσον προσαρμόζονται στη φύση και στο σκοπό της και δεν προβλέπεται απόκλιση και, επομένως, αφού δεν προβλέπεται διαφορετικά, είναι αναγκαία η αναγγελία για να γίνουν γνωστά τα περιστατικά της ασφαλιστικής υποκατάστασης (ΑΠ 586/2010 ΝΟΜΟΣ).

[62] ΑΠ 764/1981 ΝοΒ 1982.425

[63] Με την ΑΠ 1411/2006 ΝΟΜΟΣ, κρίθηκε αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη η ένσταση του ασφαλιστή του ζημιώσαντα, καθώς σε αυτήν δεν εκτίθεται ότι η επικαλούμενη ασφαλιστική σύμβαση με την ασφαλιστική εταιρία, με βάση την οποία ο ζημιωθείς εισέπραξε ασφάλισμα, αφορά στην καταβολή ασφαλίσματος και εκπλήρωσης συμφωνίας που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες άμεσες ζημίες  αυτού από ατύχημα, οπότε και μόνο συντρέχει περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης. Βλ. επίσης, ΕφΑθ 4142/2009 αδημ., με την οποία κρίθηκε αβάσιμη η ένσταση του ασφαλιστή του ζημιώσαντα περί ασφαλιστικής υποκατάστασης, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η καταβολή ασφαλίσματος αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου ζημιωθέντα.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΠΟΛΔ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ

Πορίσματα της 3ης Επιστημονικής Διημερίδας για τα Τροχαία Ατυχήματα και την Ιδιωτική Ασφάλιση

1. Στο Ναύπλιο, στις 1 και 2 Οκτωβρίου 2011, διεξήχθη η 3η Επιστημονική Διημερίδα για τα Τροχαία Ατυχήματα και την Ιδιωτική Ασφάλιση, που διοργάνωσε η Ένωση Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης και Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων (ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ) σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου.

Οι εργασίες της διημερίδας πραγματοποιήθηκαν στο ιστορικό κτίριο «Βουλευτικό» στην παλιά πόλη του Ναυπλίου, το οποίο γεννά και ευχάριστες και δυσάρεστες σκέψεις για την ιστορία των Ελλήνων, καθώς, αφενός, στο κτίριο αυτό λειτούργησε η Βουλή των εξεγερμένων Ελλήνων τις περιόδους 1825-1826 και 1827-1829, και, αφετέρου, στο ίδιο κτίριο διεξήχθη το 1834 κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, η δίκη των οπλαρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα. Το κτίριο αυτό γεννά, όμως, και πικρές σκέψεις στον σύγχρονο Έλληνα, καθώς κατά τον χρόνο που λειτουργούσε ως Βουλή, δύο αιώνες περίπου πριν από σήμερα, οι Έλληνες αντιπρόσωποι του Έθνους, και τότε πάλι συζητούσαν για ξενικά δάνεια.

2. Στη διημερίδα, η οποία έλαβε χώρα με την παρουσία πλήθους νομικών από όλη τη χώρα, συμμετείχαν εν ενεργεία και επί τιμή Δικαστικοί όλων των βαθμίδων της δικαιοσύνης, καθηγητές Πανεπιστημίου και έγκριτοι συνάδελφοι με ενασχόληση στον τομέα αυτό του δικαίου.

Τα θέματα που απασχόλησαν τη διημερίδα αφορούσαν επιμέρους τομείς ενδιαφέροντος του συγκοινωνιακού δικαίου και του δικαίου ιδιωτικής ασφάλισης, και συγκεκριμένα αφορούσαν το αστικό δίκαιο και τις αξιώσεις αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα, το ασφαλιστικό δίκαιο και την ιδιωτική ασφάλιση, την πολιτική δικονομία, το ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία.

3. Η διημερίδα μέσα από τις πολύ ουσιαστικές εισηγήσεις και τις πολλές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις με την ενεργό και γόνιμη συμμετοχή των συνέδρων, ανέδειξε πέρα από τα πολύπλοκα επιστημονικά ζητήματα που απασχολούν τους νομικούς της θεωρίας και της πράξης στον επιστημονικό αυτό τομέα δικαίου, και τέσσερα ζητήματα της νομικής επικαιρότητας που έχουν ξεχωριστή σημασία για τους δικηγόρους και τους δικαστές, αλλά και τους πολίτες.

ΠΡΩΤΟΝ, συζητήθηκε διεξοδικά το ζήτημα του νομικού καθεστώτος και της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου Αστικής Ευθύνης από Τροχαία Ατυχήματα. Το θέμα αυτό, άλλωστε, αποτέλεσε βασικό αντικείμενο του χαιρετισμού του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. Ιωάννη Αδαμόπουλου και του χαιρετισμού του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά κ. Στέλιου Μανουσάκη. Τονίστηκε από όλους τους ομιλητές, εισηγητές και παρεμβαίνοντες συνέδρους, ο κοινωνικός χαρακτήρας του Επικουρικού Κεφαλαίου, σύμφωνα με το σκοπό του νομοθέτη και τις εισηγητικές εκθέσεις των ιδρυτικών του νόμων. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με την πλήρη ποσοτικά, ποιοτικά και χρονικά προστασία τόσο των παθόντων όσο και των ασφαλισμένων, όταν δεν υπάρχει ασφάλιση ή δεν υπάρχει ενεργή ασφάλιση τροχαίου ατυχήματος. Κατακρίθηκε η αντίθετη με το Σύνταγμα, το Κοινοτικό Δίκαιο και το σκοπό του νομοθέτη, επιχειρηθείσα μέσα στον Αύγουστο, από τη διοίκηση του Επικουρικού Κεφαλαίου με τη συνδρομή της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, προσπάθεια αλλαγής του καθεστώτος αυτού με το άρθρο 48 στο νομοσχέδιο για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το οποίο αποσύρθηκε μετά από την έντονη αντίθεση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.

Τονίστηκε ότι η επίλυση του υπαρκτού προβλήματος του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν πρέπει να αναζητηθεί στη μείωση της ευθύνης του και, κατ’ επέκταση, στη μείωση της προστασίας των θυμάτων ούτε βεβαίως στον ανεπίτρεπτο επηρεασμό των δικαστικών λειτουργών, ώστε να μειώσουν τις επιδικαζόμενες αποζημιώσεις. Για να ευημερήσουν οι αριθμοί και οι ισολογισμοί στο Επικουρικό Κεφάλαιο δεν θα εξοντωθούν τα θύματα ούτε θα θιγεί ο κοινωνικός χαρακτήρας του. Η λύση πρέπει να αναζητηθεί στην αντιμετώπιση των κυκλοφορούντων ανασφάλιστων οχημάτων, που υπολογίζονται κατ’ αριθμό σε περίπου 1.5 εκ., στην ελλιπή εποπτεία των ασφαλιστικών εταιριών από τα αρμόδια όργανα του δημοσίου και στην καθυστέρηση εκκαθάρισης των εταιριών των οποίων ανακλήθηκε η άδειά τους.

Ένα δεύτερο επίκαιρο ζήτημα που απασχόλησε το συνέδριο, αφορά στην αύξηση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, ως το ποσό των 20.000 Ευρώ, γεγονός που αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα με κάλυψη των υπαρχουσών ελλείψεων σε δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και με αύξηση των οργανικών θέσεών τους, θα οδηγήσει, σε συνδυασμό με την ήδη επιβαρυμένη ύλη τους, σε φαινόμενα αρνησιδικίας λόγω της πολυετούς καθυστέρησης  εκδίκασης των υποθέσεων.

          Τρίτο ζήτημα επικαιρότητας που απασχόλησε τους συνέδρους, είναι η δημιουργία για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με τον ν. 3994/2011, των δευτεροβάθμιων μονομελών Δικαστηρίων. Το θέμα είναι τόσο σημαντικό που προκάλεσε την παρέμβαση και τοποθέτηση επί των εισηγήσεων, εν ενεργεία ανώτατων Δικαστικών, οι οποίοι συντάχθηκαν με την άποψη, την οποία έχει υποστηρίξει σχεδόν ομόφωνα και η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ότι τα δευτεροβάθμια μονομελή δικαστήρια και η κατάργηση των συλλογικών δικαιοδοτικών οργάνων, και κατά συνέπεια, της διάσκεψης στην κατ΄ έφεση εκδίκαση υποθέσεων αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, θα μειώσει την ασφάλεια δικαίου και την ποιότητα της απονεμόμενης δικαιοσύνης και, για το λόγο αυτό, θα πρέπει ο νομοθέτης να επανέλθει και να επανεξετάσει το ζήτημα αυτό.

Σε κάθε περίπτωση, κρίθηκε απαραίτητη, όσον αφορά στα πρωτοδικεία, η δημιουργία χωριστών πινακίων και δικασίμων για την εκδίκαση από τα μονομελή πρωτοδικεία των κατ’ έφεση αποφάσεων του Ειρηνοδικείου ώστε να μη σωρεύονται αυτές μαζί με τις υποθέσεις πρώτου βαθμού της αρμοδιότητάς τους.

          ΤΕΤΑΡΤΟΝ, υπήρξε έντονη και γόνιμη επιστημονική συζήτηση για τη διάταξη του άρθρου 70 του ν. 3994/2011 με την οποία επεκτάθηκε το τέλος δικαστικού ενσήμου και στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές.

α. Συζητήθηκαν διεξοδικώς τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας και παραβίασης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που γεννώνται από την συγκεκριμένη νομοθετική αλλαγή. Τα ζητήματα αυτά αφορούν, αφενός, στην αντισυνταγματικότητα της ίδιας της διάταξης του άρθρου 70, η οποία έχει σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση καταρχήν εισπρακτικό, ταμειακό χαρακτήρα, και κατά δεύτερο, αποτρεπτικό και κυρωτικό χαρακτήρα για τις χρηματικά αποτιμητές αγωγές και προκαλεί ανεπίτρεπτο περιορισμό στην ελεύθερη πρόσβαση του πολίτη στη δικαιοσύνη. Αφετέρου, ζητήματα αντισυνταγματικότητας πλέον τίθενται και για το τέλος δικαστικού ενσήμου εν όλω ως θεσμό, καθώς το δικαστικό ένσημο ως αναλογικό τέλος χωρίς ανώτατο όριο και χωρίς σύνδεση με την καθύλην αρμοδιότητα, δεν συνδέεται με το πραγματικό κόστος της δίκης, δεν τελεί σε σχέση αντιστοιχίας με την παρεχόμενη δημόσια ωφέλεια, καθίσταται υπερβολικό και δυσανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό και, εν τέλει, συνεπάγεται τον περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

β.  Η διάταξη αυτή του άρθρου 70 ν.3994/2011, γεννά, επίσης, ζητήματα διαχρονικού δικαίου σχετικά με την εφαρμογή της. Η άποψη που υποστηρίχθηκε από όλους τους εισηγητές, στηριζόμενη τόσο στη γραμματική όσο και στην τελολογική ερμηνεία της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 72 παρ. 14, είναι ότι η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νόμου, ακόμη και αν αυτές μετατράπηκαν εν όλω ή εν μέρει σε αναγνωριστικές με δικονομικά επιτρεπτό περιορισμό της αγωγής, μετά τις
27-7-2011 οπότε τέθηκε σε ισχύ ο νόμος.

Στο συνέδριο, επικρίθηκε η άποψη που υποστηρίζει ότι η νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της διάταξης αγωγές, οι οποίες μετατρέπονται εν όλω ή εν μέρει σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του νόμου. Η άποψη αυτή που ανατρέχει στον χρόνο διενέργειας της διαδικαστικής πράξης περιορισμού του αιτήματος της αρχικής αγωγής σε εν όλω ή εν μέρει αναγνωριστικό, δεν ερείδεται ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα του νομοθέτη που πρόσθεσε τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14, κατά την ψήφιση του νόμου, προκειμένου να ρυθμίσει αυτή και μόνο ως ειδική διάταξη το μεταβατικό δίκαιο για την τροποποίηση που αφορά στο δικαστικό ένσημο. Κατά δε τη σαφή και καταφατική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η επέκταση του δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και δεν επηρεάζει τις ήδη εκκρεμείς κατά τον χρόνο αυτόν αγωγές και τη διαδικασία εκδίκασής τους.

γ. Ωστόσο, επειδή το θέμα δεν είναι θεωρητικό, αλλά έχει μεγάλη πρακτική σημασία για τις διεξαγόμενες σε καθημερινή βάση δίκες, καθώς η μη καταβολή του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης, θα πρέπει να απασχολήσει την ήδη λειτουργούσα νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό τον Σύμβουλο Επικρατείας κ. Μιχαήλ Πικραμένο, ώστε να υπάρξει αυθεντική ερμηνεία κατά το άρθρο 77 παρ. 1  του Συντάγματος αλλά και τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, της οποίας, όμως, η απόφαση έχει μόνο γνωμοδοτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα.

Επίσης, είναι πολύ σημαντικό μέχρι την οριστική επίλυση του ζητήματος, τα πρωτοβάθμια δικαστήρια να απόσχουν από την απόρριψη οποιασδήποτε αγωγής ως αβάσιμης για λόγους δικαστικού ενσήμου, κάνοντας χρήση των δικονομικών δυνατοτήτων που τους παρέχουν είτε το άρθρο 254 παρ.1 ΚΠολΔ για επανάληψη της δίκης προκειμένου να συμπληρωθεί το ελλείπον δικαστικό ένσημο, είτε με τη διαδικασία του άρθρου 227 παρ.1 ΚΠολΔ περί αναπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, κατά την οποία ο ενάγων καλείται εντός της τασσόμενης προθεσμίας να καταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου.

Σύμφωνα, όμως, με τα πορίσματα του συνεδρίου, το ευκταίο θα ήταν, λαμβάνοντας υπόψη τα σοβαρά προβλήματα αντισυνταγματικότητας που γεννά η ρύθμιση του άρθρου 70 του ν. 3994/2011 (τα οποία, μάλιστα, επισήμανε στην Έκθεσή της η ίδια η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, κατά τη νομοτεχνική επεξεργασία του σχεδίου νόμου, με μεγάλη τεκμηρίωση και παραπομπή σε σχετική νομολογία του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ), η νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία καλείται να ολοκληρώσει το έργο της ως τις 15-10-2011, να προτείνει την επαναφορά του καθεστώτος περί του δικαστικού ενσήμου που υπήρχε πριν από τον ν. 3994/2011, καθώς η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές, επηρεάζει τα δικονομικά και συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών που προσφεύγουν αγωγικά στη δικαιοσύνη, αλλά και αυτών που ασκούν αγωγές αναγωγής είτε είναι φυσικά πρόσωπα είτε είναι νομικά πρόσωπα (ασφαλιστικές ή άλλες εταιρίες) είτε το Επικουρικό Κεφάλαιο.

                                                                             Ηλίας Ι. Κλάππας

                                                                             Δικηγόρος Πειραιά

                                                                             Μέλος Δ.Σ. του ΔΣΠ

Αντισυνταγματικότητα διάταξης περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίουστις περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας ή ανάκλησης της άδειάς της και ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησής της

Ηλίας Ι. Κλάππας, Δικηγόρος Πειραιά,     

Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

1          Ισχύον νομοθετικό καθεστώς

Το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» με τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, συστάθηκε με το άρθρο 16 ν.489/1976 και ήδη άρθρο 16 του προεδρικού διατάγματος 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε η νομοθεσία «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης».

Κατά την έννοια του ιδρυτικού νόμου (άρθρο 1 εδ. δ΄ ν.489/1976) το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι ασφαλιστής και σκοπός της σύστασής του είναι «η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 19» (άρθρο 17 ν.489/1976).

Με τη σύσταση ενός φερέγγυου νομικού προσώπου, του οποίου η οικονομική επιβίωση στηρίζεται στις εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ασφαλισμένων στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (άρθρο 20 παρ.1 ν.489/1976), καθώς και με τη χορήγηση στον παθόντα ευθείας αγωγικής αξίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου (άρθρο 19 παρ. 3 εδ. α΄ ν.489/1976), ο νομοθέτης επιδίωξε να συμπληρώσει την προστασία που παρέχει ο θεσμός της υποχρεωτικής ασφάλισης αυτοκινήτων και στις περιπτώσεις που ο θεσμός αυτός δεν μπορεί να λειτουργήσει, ώστε να κατοχυρώνονται τα νόμιμα δικαιώματα των ζημιούμενων προσώπων και όλων των ασφαλισμένων.

Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται κατά νόμο σε καταβολή αποζημίωσης στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ή δεν διαπιστώνεται ενεργός ασφάλιση, καθώς και όταν, ενώ προϋπάρχει ασφαλιστική κάλυψη, δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τον ασφαλιστή. Οι περιπτώσεις αυτές προβλέπονται περιοριστικά στο άρθρο 19 παρ. 1 π.δ. 237/86  (το οποίο κωδικοποίησε το ν. 489/76), όπως συμπληρώθηκε με το ν. 3746/2009  το οποίο εισήγαγε και πέμπτη περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου (άρθρο 19 παρ. 1 εδ. ε΄ π.δ. 237/86).[1]

Όσον αφορά στην έκταση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, αυτή ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α’ π.δ. 237/1986, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του ΠΔ 264/1991 και προβλέπει ότι «η αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συμπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει το ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης για την αυτή αιτία στον ζημιωθέντα».

Κατά συνέπεια, η αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι επικουρική ως προς τις παροχές που υποχρεούται να καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, με την έννοια ότι, στο μέτρο που ο ζημιωθείς από την αδικοπραξία δικαιούται να καλύψει την ζημία του από ασφαλιστικό ταμείο ή άλλο Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, επέρχεται απαλλαγή του Επικουρικού Κεφαλαίου[2].

Η διάταξη αυτή καθιερώνει εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ  που προβλέπει ότι «η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε». Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή αφορά στην έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης μόνο του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς προβλέπει ότι, όταν νόμω υπόχρεο προς αποζημίωση είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο, ο ζημιωθείς δεν έχει δικαίωμα έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου αθροιστικής απόληψης των ασφαλιστικών παροχών και της αποζημίωσης, ανεξαρτήτως[3] ποιος είναι ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης και αν προβλέπεται νομοθετικά για αυτόν υποκατάστασή του στα δικαιώματα του ζημιωθέντα.

Ακριβώς επειδή με το άρθρο 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986 εισάγεται εξαίρεση στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ ως προς την έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου ως νόμω υπόχρεου και όχι ως προς την έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα, για το λόγο αυτό, ούτε το ΙΚΑ ούτε οποιοσδήποτε άλλος φορέας κοινωνικής ασφάλισης νομιμοποιούνται, σε περίπτωση υποκατάστασής τους στις αξιώσεις του ζημιωθέντα, να απαιτήσουν από το Επικουρικό Κεφάλαιο όσα κατέβαλαν στο ασφαλιστικά καλυπτόμενο πρόσωπο του ζημιωθέντα.[4]

Η έκταση των αξιώσεων αποζημίωσης του ζημιωθέντα  ποικίλλει ανάλογα αν υφίσταται περίπτωση υποκατάστασης του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης  κατά το ποσό των ασφαλιστικών παροχών.

Κατά πρώτον, στις περιπτώσεις που νομοθετικά προβλέπεται υποκατάσταση Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης στα δικαιώματα του ζημιωθέντα κατά το ποσό των ασφαλιστικών παροχών, ο ζημιωθείς έχει αποζημιωτική αξίωση τόσο κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου όσο και κατά του ζημιώσαντα για το ποσό  πλέον  αυτού που υποχρεούται να του καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο ζημιώσας, ωστόσο, παραμένει κατά νόμο υπόχρεος έναντι του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης που υποκατέστησε τον ζημιωθέντα,  για το ποσό που ο Οργανισμός υποχρεούται να καταβάλει στον ζημιωθέντα.

Κατά δεύτερον, στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται υποκατάσταση του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης, ο ζημιωθείς έχει αποζημιωτική αξίωση κατά μεν του Επικουρικού Κεφαλαίου για το ποσό  πλέον  αυτού που υποχρεούται να του καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά δε του ζημιώσαντα για  το σύνολο της αποζημίωσης, δικαιούμενος σε αθροιστική απ’ αυτόν απόληψη και του ποσού που αντιστοιχεί στην παροχή από τον Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης.

Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα έναντι του ζημιωθέντα και, σε περίπτωση υποκατάστασης, έναντι του οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης παραμένει ακέραιη, όπως άλλωστε προβλέπει το άρθρο 930 εδ. γ΄ ΑΚ.[5]

2          Αντισυνταγματική στέρηση περιουσιακών ενοχικών δικαιωμάτων του ασφαλισμένου και παραβίαση της αρχής της ισότητας του νόμου

Η ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/86 εντάσσεται στη νομοθετική πολιτική περί επικουρικότητας της αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου έναντι των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης[6].

Έχει κριθεί ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, δηλαδή όταν το ατύχημα προήλθε από άγνωστο οδηγό, από ανασφάλιστο όχημα ή προκλήθηκε από πρόθεση, αλλά και στην περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή πτώχευσής του ή όταν απέβη άκαρπη η σε βάρος του εκτέλεση, χωρίς να έχει σημασία το γεγονός ότι αρχικά είχε εναχθεί ο ασφαλιστής του οποίου μεταγενέστερα ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, διότι, κατά την άποψη της νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού, με την υπεισέλευση στη θέση του ασφαλιστή του Επικουρικού Κεφαλαίου, το τελευταίο αντιμετωπίζεται σαν να εναγόταν από την αρχή και άρα θα είχε τη δυνατότητα προβολής του ισχυρισμού από το άρθρο 19 παρ. 5 του ν. 489/1976.[7]

Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή δεν δικαιολογείται δικαιοπολιτικά στις περιπτώσεις που κατά νόμω ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο επειδή υπεισήλθε στη θέση του ασφαλιστή που πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του (άρθρο 19 παρ. 1 περ. δ΄ π.δ. 237/1986).

Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 παράγει ιδιαιτέρως ανεπιεική και άδικα αποτελέσματα για τον ασφαλισμένο της εταιρίας η οποία πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά της μετά την ημέρα του ατυχήματος ή κατά της οποίας κατέστη αδύνατη η αναγκαστική εκτέλεση. Ο ασφαλισμένος εταιρείας, ο οποίος έχει τηρήσει πλήρως τη νόμιμη υποχρέωσή του για ασφάλιση του οχήματός του, εμφανίζεται να «τιμωρείται» από το νομοθέτη για την πτώχευση, την αδυναμία σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας του, δηλαδή για ένα εξωτερικό γεγονός ανεξάρτητο της βούλησής του, για το οποίο δεν έχει καμία υπαιτιότητα, με αποτέλεσμα να μην καλύπτεται ασφαλιστικά από το Επικουρικό Κεφάλαιο και να υποχρεούται, μόνος αυτός, να καταβάλει στον ζημιωθέντα και, σε περίπτωση υποκατάστασης αυτού, στο ασφαλιστικό ταμείο ή οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης που έχει υποκατασταθεί στις αξιώσεις του ζημιωθέντα, ό,τι τυχόν αυτό κατέβαλε στον ασφαλισμένο του.

Παρά, μάλιστα, τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 π.δ. 237/1986 που ρητά προβλέπει ότι σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται όχι σε μέρος, αλλά στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση και παρά το γεγονός ότι η διάταξη αυτή είναι ειδικότερη από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986, η νομολογία, επικαλούμενη την περιορισμένη έκταση της αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου βάσει της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 5, δεν αναγνωρίζει δικαίωμα στον (πρώην) ασφαλισμένο- ζημιώσαντα να στραφεί κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ως ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής του εταιρίας και να ασκήσει την αγωγή αναγωγής που έχει ο ασφαλισμένος κατά της ασφαλιστικής εταιρίας κατ’ άρθρον 10 ν.2496/1997, αιτούμενος να του καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ζημιωθέντα ή, σε περίπτωση υποκατάστασης, στον ασφαλιστικό οργανισμό που στρέφεται εναντίον του.[8]

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 δημιουργεί διάκριση μεταξύ προσώπων της αυτής κατηγορίας (ασφαλισμένων του κλάδου ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων) με βάση ένα συγκυριακό και τυχαίο γεγονός, ανεξάρτητο της βούλησης και της συμπεριφοράς των προσώπων αυτών, όπως είναι η μεταγενέστερη πτώχευση ή ανάκληση της άδειας του ασφαλιστή.

Λαμβανομένου υπόψη ότι η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων
δεν είναι ευθύνη των ασφαλισμένων, αλλά θεσμικών οργάνων, στα οποία η Πολιτεία έχει αναθέσει τη σχετική αρμοδιότητα, η επιλογή του συγκεκριμένου ασφαλιστή που εν συνεχεία πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά του, μεταξύ των κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή υφισταμένων επιχειρήσεων που νομίμως λειτουργούν με άδεια των αρμόδιων εποπτικών αρχών, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως πλημμελής συμπεριφορά του ασφαλισμένου, για την οποία δικαιολογείται να υποστεί δυσμενείς έννομες συνέπειες.

Κατά συνέπεια, η διάκριση που εισάγει το άρθρο 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 μεταξύ των ασφαλισμένων εντός του υφιστάμενου συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων, με την οποία αυτοί των οποίων η εταιρεία πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά της, καθίστανται ανασφάλιστοι ως προς το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης του παθόντα, επιβάλλεται με βάση συγκυριακά και τυχαία γεγονότα και δεν προκύπτει από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος.

Κατά τον τρόπο αυτό, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 εισάγει δυσμενή εξαίρεση και διάκριση, ανεπίδεκτη δικαιολόγησης, σε βάρος των ασφαλισμένων των εταιρειών που πτωχεύουν ή ανακαλείται η άδειά τους, η οποία ανεπίτρεπτα δημιουργεί άνιση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων έννομων σχέσεων και καταστάσεων και περιορίζει αδικαιολόγητα δικαιώματα των ασφαλισμένων αυτών κατ’ εξαίρεση του υφιστάμενου γενικότερου κανόνα του άρθρου 25 παρ.4 π.δ. 237/1986 που προβλέπει την υποκατάσταση του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του ασφαλιστή από την ασφαλιστική σύμβαση.

Επομένως, η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη και τα δικαστήρια οφείλουν να μην την εφαρμόζουν (άρθρα 87 παρ.2 και 120 του Συντάγματος), καθώς έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, και από την οποία επιταγή απορρέει όχι μόνο η έναντι του νόμου ισότητα των Ελλήνων, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, ήτοι η δέσμευση του νομοθέτη, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει δυσμενείς εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος[9].

Πλέον και παράλληλα με τα ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 19 παρ.5 εδ.α΄ π.δ.237/1986, ελέγχεται ως αντισυνταγματική με βάση το άρθρο 17 του Συντάγματος, αντίκειται δε και στο υπερνομοθετικής ισχύος Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ).

Ειδικότερα, το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το οποίο κυρώθηκε μαζί με την ίδια τη σύμβαση με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256/20-9-1974) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προβλέπει ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

Κατά συνέπεια, στην έννοια της προστατευόμενης από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ περιουσίας, περιλαμβάνονται τόσο τα εμπράγματα δικαιώματα όσο και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται, συνεπώς, και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά[10].

Στην προκειμένη περίπτωση, η ασφάλεια αστικής ευθύνης αποτελεί ένα σημαντικό περιουσιακό ενοχικό δικαίωμα για τον ασφαλισμένο, το οποίο συνίσταται στις περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις που ο ασφαλισμένος   έχει έναντι του ασφαλιστή μέχρι του ποσού του ασφαλίσματος, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού γεγονότος, και εμπίπτει στην έννοια του όρου «περιουσία» του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στην έννοια του όρου «ιδιοκτησία» του άρθρου 17 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ.4 π.δ. 237/1986,το Επικουρικό Κεφάλαιο αποτελεί ex lege ειδικό διάδοχο της ασφαλιστικής εταιρείας που πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά της στο σύνολο των υποχρεώσεων αυτής που απορρέουν από τις συμβάσεις αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων, καθώς όπως ρητώς προβλέπεται «από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα».

Συνεπώς, η στέρηση από τον ασφαλισμένο-ζημιώσαντα των περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεών του έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου, ειδικού διαδόχου της ασφαλιστικής του εταιρείας, για το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης του ζημιωθέντα, εξαιτίας και μόνο του λόγου ότι ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του ασφαλιστή του ή αυτός πτώχευσε, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος ή ωφέλειας, συνιστά παράνομη στέρηση περιουσιακού δικαιώματος αντικείμενη στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

3          Ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησης της διάταξης

Ενόψει αυτών, υπάρχει ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησης, προκειμένου να εξαιρεθεί η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986 στις περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά το άρθρο 19 παρ. 1 περ. δ’ πδ. 237/1986, δηλαδή στις περιπτώσεις πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του μετά την επέλευση του ατυχήματος ή άκαρπης σε βάρος του εκτέλεσης, ώστε στις περιπτώσεις αυτές να εξακολουθεί να ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο και να καλύπτει ασφαλιστικά τους κατά νόμω υπόχρεους για τις σε βάρος τους αξιώσεις εκ του ατυχήματος, για το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης στον ζημιωθέντα.

Η νομοθετική αυτή τροποποίηση δεν προσκρούει στο Κοινοτικό Δίκαιο, δεδομένου ότι η απόδοση επικουρικού χαρακτήρα στην αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς και η έκταση και οι περιπτώσεις εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας της αποζημιωτικής ευθύνης αυτού, είναι αποκλειστικά επιλογή του εθνικού νομοθέτη, όπως αυτή εκφράστηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 π.δ. 264/1991. Η κοινοτική οδηγία 84/5/ΕΟΚ, για την ενσωμάτωση της οποίας στο εθνικό δίκαιο εκδόθηκε το π.δ. 264/1991, όχι μόνο δεν υποχρεώνει τον εθνικό νομοθέτη σε συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση για τις περιπτώσεις ανάκλησης της άδειας ή πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ αυτού, αλλά αρκείται σε κατευθυντήριες οδηγίες (πλαίσιο δικαίου) με δυνατότητα επιλογής, αναφερόμενη, μάλιστα, μόνο σε περιπτώσεις ζημιών και βλαβών από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ανασφάλιστο.

Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. α΄ της 84/5/ΕΟΚ Κοινοτικής Οδηγίας, στα πλαίσια εφαρμογής της οποίας εισήχθη η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄  πδ 237/1986 με το άρθρο 5 παρ. 3 του ΠΔ 264/1991, προβλέπει ότι «κάθε κράτος μέρος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1. Η διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να προσδώσουν ή όχι στην παρέμβαση του οργανισμού αυτού επικουρικό χαρακτήρα».

Κατά συνέπεια, η προτεινόμενη νομοθετική τροποποίηση δεν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο και ο εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται από αυτό προκειμένου να προχωρήσει στην τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄  πδ 237/1986.

Η νομοθετική αυτή τροποποίηση μπορεί να γίνει με την εισαγωγή ενός νέου εδαφίου, μετά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. δ’ π.δ. 237/86,  το οποίο θα περιέχει διάταξη που θα είναι νομοτεχνικά παρόμοια με αυτή που εισήγαγε το άρθρο 10 παρ. 2 ν.3557/2007 για το Ελληνικό Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης[11], και προτείνεται να  προβλέπει ότι

«Το προηγούμενο εδάφιο (19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του αυτού άρθρου (19 π.δ. 237/86)».


[1] Για τις περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου βλ. μεταξύ άλλων Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ.729 επ., Σπυριδάκης Μ.Ι., Ασφάλιση αυτοκινήτου, Αθήνα 2009 σελ. 268 επ.

[2] ΑΠ 1258/2006 ΕλλΔνη 2009. 1352, ΑΠ  853/2004 Επιδικία 2005. 32,  ΑΠ 500/2003 Επιδικία 2003.380, ΑΠ 1228/1996 ΕλλΔνη 1997.562, ΕφΙωαν 385/2006 ΕπΣυγκΔ 2006.580

[3] Με τις αποφάσεις ΑΠ 853/2004 (Επιδικία 2005.32) και ΑΠ 500/2003 (Επιδικία 2003.380) κρίθηκε ότι το Δημόσιο επιτελεί ως προς τους δημοσίους υπαλλήλους  λειτουργία φορέα κοινωνικής ασφάλισης και, συνεπώς, οι ασφαλιστικές παροχές που καταβάλλει με την ιδιότητα αυτή εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 19 παρ.5 εδ. α’ πδ237/1986, έστω και αν δεν υφίσταται περίπτωση υποκατάστασης του Δημοσίου στις παροχές που δικαιούται ο δημόσιος υπάλληλος. Επίσης, με την απόφαση ΑΠ 1215/2001 (ΕπΣυγκΔ 2003.150) κρίθηκε το αυτό και για τις ασφαλιστικές παροχές των αλληλοβοηθητικών ταμείων των Τραπεζών. Σημειώνεται ότι, όσον αφορά το Δημόσιο, η καταβολή του μισθού-δώρων-επιδομάτων στο ζημιωθέντα δημόσιο υπάλληλο κατά το χρόνο της ανικανότητας του προς εργασία δεν θεωρείται ασφαλιστική παροχή δοθείσα με την ιδιότητα του Δημοσίου ως φορέα ασφάλισης των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά γίνεται με την ιδιότητά του ως εργοδότη σε εκπλήρωση υποχρέωσης που απορρέει από τις διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα και κατά συνέπεια δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 19 παρ.5 εδ. α’ πδ237/1986 (ΑΠ 928/1994 ΕλλΔνη 928.1994, ΜονΠρΑθ 1684/2005 ΕπΣυγκΔ 2005.585).

[4] ΕφΠειρ 23/2008 ΠειρΝομ 2009.307, ΕφΑθ 4283/1996 ΕπΣυγκΔ 1997.296. Βλ., επίσης, Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, Αθήνα 2008, σελ.753 επ., Ονουφριάδης Ον., Τροχαίο Ατύχημα, 1999, σελ.476 επ., Κλάππας Ιωάννης, Επικουρικό Κεφάλαιο, Διημερίδα Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά για το Τροχαίο Ατύχημα, 21-22/1/2000

[5] ΜονΠρΑθ 5017/2000 ΕπΣυγκΔ 2002.284. Βλ. επίσης, Σπυριδάκης Μ.Ι., Ασφάλιση αυτοκινήτου, Αθήνα 2009, σελ. 270.

[6] Η διάταξη αυτή δεν συνάδει με την αποστολή που επιτελεί το Επικουρικό Κεφάλαιο στα πλαίσια του συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων. Όπως σωστά έχει επισημανθεί, το Επικουρικό Κεφάλαιο, παρότι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, «επιτελεί αποστολή σε ευρεία έννοια, φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, ή θεωρείται ως οργανισμός ημιδημόσιου χαρακτήρα» (βλ. Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ. 729 όπου παραπομπή σε σχετική αρθρογραφία).

[7] ΑΠ 1258/2006 ΕλλΔνη 2009. 1352

[8] ΑΠ 389/2002 ΝΟΜΟΣ

[9] ΑΠ (Ολομ) 5/1993 ΕλλΔνη 1994.1240. Επίσης, Ελεγκτικό Συνέδριο (Ολομ) 41/2005 ΝΟΜΟΣ. Με το άρθρο 4 παρ.1 Συντάγματος, θεσπίζεται η νομική ισότητα των Ελλήνων πολιτών, η οποία νοείται, αφενός, ως ισότητα εφαρμογής του νόμου, δηλαδή ως ισότητα ενώπιον του νόμου όλων των Ελλήνων πολιτών (αρχή της τυπικής ισότητας) και, αφετέρου, ως ισότητα του περιεχομένου ή των ρυθμίσεων του νόμου προς όλους τους Έλληνες πολίτες (αρχή της ουσιαστικής ισότητας). Η αρχή της ισότητας, κατά τη δεύτερη παραπάνω έννοια της ουσιαστικής ισότητας ή ισότητας του νόμου, απευθύνεται και  δεσμεύει τόσο τη νομοθετική εξουσία κατά τη ψήφιση των τυπικών νόμων όσο και τη διοίκηση (εκτελεστική εξουσία) κατά τη θέσπιση εκ μέρους της κανονιστικών διατάξεων κατά την άσκηση της κανονιστικής της αρμοδιότητας στη βάση νομοθετικής εξουσιοδότησης ή ειδικής διάταξης του Συντάγματος. Ο νομοθέτης, τυπικός ή κανονιστικός, έχει υποχρέωση τήρησης της λεγόμενης «αναλογικής ισότητας» που επιβάλει την ισότητα των ρυθμίσεων των ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων ή καταστάσεων, αλλά και την ανισότητα των ρυθμίσεων των ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων ή καταστάσεων, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη γενικά και αντικειμενικά κριτήρια χωρίς αδικαιολόγητα να επιβαρύνει ή αυθαίρετα να περιορίζει δικαιώματα εισάγοντας εξαίρεση από υφιστάμενο γενικότερο κανόνα. Ο δικαστικός έλεγχος της ισότητας πρέπει να γίνεται με παρρησία και να μην είναι σπάνιος, ώστε τα δικαστήρια να επισημαίνουν τυχόν παρεκκλίσεις του νομοθέτη, τυπικού ή κανονιστικού, από τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας και να αποτρέπουν τη δημιουργία αντισυνταγματικών ανισοτήτων (βλ. ενδεικτικά Παραράς Π., Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2001, σελ.25 επ., Καρακώστας Βελ., Το Σύνταγμα, 2006, σελ.57 επ.).

[10] ΟλΑΠ 6/2007 ΕλλΔνη 48.746, ΟλΑΠ 40/1998 ΕλλΔνη 1999.46

[11] Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν.3557/2007 μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 19 π.δ. 237/1986, προστέθηκε νέο εδάφιο που έχει ως εξής: «Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το Ελληνικό Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης καταβάλλει αποζημιώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος σε αλλοδαπά Γραφεία Διεθνούς Ασφαλίσεως για ατυχήματα που συμβαίνουν εκτός Ελλάδος».